Κατ’ αρχήν συμφωνία για την αύξηση της νομικής οροφής για την αύξηση του χρέους των ΗΠΑ ανακοίνωσαν Τζο Μπάιντεν και Κέβιν Μακάρθι, η οποία όμως δεν θα περάσει εύκολα από το Κογκρέσο, καθώς αμφότερες οι πλευρές έχουν μεγάλη μεγάλες υπαναχωρήσεις.
Σε συμφωνία για την αύξηση της οροφής του αμερικανικού χρέους κατέληξαν ο πρόεδρος των ΗΠΑ Τζο Μπάιντεν και ο Ρεπουμπλικάνος πρόεδρος της Βουλής, υπό την πίεση του χρόνου και των αγορών, με τους οίκους αξιολόγησης να έχουν χτυπήσει καμπανάκι.
Σύμφωνα με πληροφορίες αμερικανικών ΜΜΕ, η συμφωνία που έκλεισαν η κυβέρνηση και η αντιπολίτευση θα αυξήσει για δυο χρόνια, ή με άλλα λόγια ως το διάστημα μετά τις προεδρικές εκλογές του 2024, το όριο του χρέους του ομοσπονδιακού κράτους.
Η Βουλή των Αντιπροσώπων, που ελέγχουν οριακά οι Ρεπουμπλικάνοι, θα ψηφίσει την Τετάρτη, σύμφωνα με τον Μακάρθι. Θα ακολουθήσει η Γερουσία, στην οποία πλειοψηφούν οι Δημοκρατικοί.
Σε σύντομες δηλώσεις του ο κ. Μακάρθι έκρινε πως ο συμβιβασμός για τα δημοσιονομικά στον οποίο κατέληξαν τα μέρη, οι λεπτομέρειες του οποίου δεν έχουν δημοσιοποιηθεί ακόμη, είναι «αντάξιος του αμερικανικού λαού».
Ο καλός συμβιβασμός είναι πικρός
«Αυτή η συμφωνία είναι συμβιβασμός, που πάει να πει ότι κάθε μέρος δεν εξασφαλίζει όλα όσα ήθελε», ανέφερε από την πλευρά του ο Τζο Μπάιντεν, σύμφωνα με τον οποίο το κείμενο θα «μειώσει τις [δημόσιες] δαπάνες», αλλά «προστατεύοντας δημόσια προγράμματα-κλειδιά».
Ο πρόεδρος των ΗΠΑ έκρινε πως η συμφωνία με τη συντηρητική παράταξη είναι «καλή είδηση», αφού αποτρέπει «την κήρυξη καταστροφικής στάσης πληρωμών».
Ο κ. Μακάρθι ανέφερε πως θα συνομιλήσει ξανά σήμερα με τον κ. Μπάιντεν και θα δώσει αυθημερόν στη δημοσιότητα το κείμενο, καρπό δύσκολων και πικρών διαπραγματεύσεων.
Χωρίς την αύξηση του ορίου αυτού η μεγαλύτερη οικονομία του κόσμου κινδύνευε να περιέλθει σε κατάσταση στάσης πληρωμών την 5η Ιουνίου, να μην είναι σε θέση να εκπληρώνει τις υποχρεώσεις της: την καταβολή μισθών, συντάξεων, τοκοχρεολυσίων στους πιστωτές της.
Όπως όλες οι μεγάλες οικονομίες του κόσμου, ή σχεδόν, οι ΗΠΑ ζουν με πίστωση.
Όμως, αντίθετα με ό,τι συμβαίνει στις άλλες ανεπτυγμένες χώρες, η Αμερική βρίσκεται τακτικά αντιμέτωπη με νομικό κώλυμα: το πλαφόν του χρέους, το μέγιστο ποσό στο οποίο μπορεί να φθάσει ο κρατικός δανεισμός, πρέπει να αυξάνεται από το Κογκρέσο.
Αυτή η –ως πριν από μερικά χρόνια– τυπική διαδικασία μετατράπηκε από τους Ρεπουμπλικάνους, που από τον Ιανουάριο έχουν την πλειοψηφία στη Βουλή των Αντιπροσώπων, σε εργαλείο για την άσκηση πολιτικής πίεσης. Κάτι που είναι συνηθισμένο για όλους.
Αρνούμενοι να δώσουν κάποια υποτιθέμενη «λευκή επιταγή» στον Δημοκρατικό πρόεδρο, έθεσαν ως όρο για την αύξηση του ορίου του χρέους –31,4 τρισεκατομμύρια δολάρια, παγκόσμιο ρεκόρ– να γίνουν δραστικές περικοπές δαπανών.
Ο κ. Μπάιντεν, υποψήφιος για την επανεκλογή του, αρχικά διατράνωνε πως δεν επρόκειτο να διαπραγματευτεί «με το πιστόλι στον κρόταφο», υπό την απειλή πτώχευσης του ομοσπονδιακού κράτους, κατηγορώντας τους Ρεπουμπλικάνους πως έθεσαν υπό «ομηρία» την αμερικανική οικονομία απαιτώντας περικοπές.
Κι αν δεν περάσει…
Το ζήτημα δεν έχει κλείσει ακόμα, καθώς η συμφωνία μένει να εγκριθεί στη Γερουσία, όπου έχουν οριακή πλειοψηφία οι Δημοκρατικοί, και στη Βουλή των Αντιπροσώπων, στην οποία έχουν εύθραυστη πλειοψηφία οι Ρεπουμπλικάνοι.
Ορισμένα μέλη της προοδευτικής πτέρυγας των Δημοκρατικών, όπως και κάποιοι αιρετοί των Ρεπουμπλικάνων, απειλούν να μην την εγκρίνουν, ή να καθυστερήσουν όσο περισσότερο μπορούν οποιοδήποτε κείμενο κρίνουν πως κάνει υπερβολικά πολλές παραχωρήσεις στην αντίπαλη πλευρά.
Ο Μπομπ Γκουντ, Ρεπουμπλικάνος βουλευτής, υποστήριξε χθες πως με δεδομένο ότι πρόκειται για συμβιβασμό, «κανένας αιρετός που λέει πως ανήκει στο συντηρητικό στρατόπεδο δεν θα μπορούσε να αιτιολογήσει θετική ψήφο».