Το πολιτικό σκηνικό έχει αλλάξει άρδην, η εκλογική συντριβή του ΣΥΡΙΖΑ θέτει την Κουμουνδούρου σε θέση άμυνας για τη διατήρηση της ηγεμονίας στον χώρο της Κεντροαριστεράς, αντί για την διεκδίκηση της ηγεσίας της χώρας. Αυτό, θα έχει αναπόδραστες συνέπειες στα ηγετικά κλιμάκια, ενώ σοβαρός είναι ο κίνδυνος απώλειας στελεχών.
Δεν μίλησε για τις τράπεζες, δεν χτυπήθηκε με τα media, αποκήρυξε το “Ρ” και εν τέλει έχασε το -ΠΣ, που είχε προσαρτήσει, αλλά χωρίς επαρκή συγκολλητική ουσία. Ακόμα και το “Δικαιοσύνη Παντού” ήταν θολό…
Με τις δεύτερες εκλογές να απέχουν κάτι περισσότερο από ένα μήνα η ηγεσία του ΣΥΡΙΖΑ δεν δύναται να αμφισβητηθεί -για την ώρα- που συνεπάγεται ότι τα όργανα που θα συγκληθούν από σήμερα, θα κληθούν να δώσουν διέξοδο στο δράμα και να λανσάρουν νέο αφήγημα.
Το μείζον ζήτημα δεν είναι η νίκη της ΝΔ στις εκλογές, αλλά η αποστροφή του κόσμου από τον ΣΥΡΙΖΑ και ο κατακερματισμός της αντιπολίτευσης και της Αριστεράς συνολικά.
Καθώς ο Αλέξης Τσίπρας κυνηγούσε την ασαφή προοπτική συνάντησης με την εκλογική βάση, απομακρυνόμενος από την κομματική, μέσω ανασύνθεσης του ηγετικού μίγματος στελεχών και κινήσεων επίδειξης προσαρμοστικότητας στην οικονομία, απώλεσε ερείσματα με τα κινήματα, αποδυνάμωθηκε στον πυρήνα και ταυτόχρονα απέτυχε να καλλιεργήσει επαρκή ερείσματα στον συστημικό χώρο.
Τί έχασε ο ΣΥΡΙΖΑ και ποιός κέρδισε
Τώρα, ο ΣΥΡΙΖΑ απέχει μόλις 8,5 μονάδες από το ΠΑΣΟΚ, με φθίνουσα δυναμική και εσωστρεφή ψυχολογία. Την ίδια στιγμή ο Νίκος Ανδρουλάκης αισθάνεται ενδυναμωμένος και ζητά επανασυσπείρωση και επανάκαμψη όσων πήγαν σε ΣΥΡΙΖΑ και ΝΔ.
Συνολικά, ο ΣΥΡΙΖΑ έχασε 11,5%, πράγμα πρωτοφανές για κόμμα της αξιωματικής αντιπολίτευσης, ιστορικά στην Ελλάδα. Από τα στοιχεία των δημοσκοπήσεων και των exit polls προκύπτει ότι μόλις 1,5% εξ αυτών πήρε -σε net βάση- η ΝΔ. Αιμοδότησε όμως την άνοδο του ΠΑΣΟΚ με 3,5% και του ΚΚΕ με 2 μονάδες. Εν τέλει, αναζητείται η απώλεια 4,5 μονάδων.
Το ερώτημα είναι αν η διαδικασία ανασύνθεσης θα εντείνει το drive προς το κέντρο ή αν θα οδηγήσει πίσω στις ρίζες. Πλέον, τα μηνύματα θα πρέπει να είναι ξεκάθαρα, αλλά και τότε δεν θεωρείται βέβαιο ότι θα καταφέρει να πείσει.
Η αποσύνθεση από την κορυφή
Η αλλαγή στελεχειακού δυναμικού ήταν περιορισμένη, δεν ολοκληρώθηκε ποτέ, όπως άλλωστε και το αφήγημα. Ο καταγγελτικός λόγος ήταν κυρίαρχος, η θετική ατζέντα περιορισμένη. Τα χαρακτηριστικά αυτά δημιούργησαν μια προφανή εγγενή αντίφαση: Το κόμμα επεδίωκε πλειοψηφική απήχηση με μειοψηφικές πρακτικές. Σε αυτά προστέθηκαν κι άλλες αντιφάσεις, όπως η “Δικαιοσύνη Παντού” με μείζονα την υποψηφιότητα του καταδικασμένου από το ειδικό Δικαστήριο Νίκου Παππά.
Τα λάθη με Κατρούγκαλο, Φωτίου στο τέλος επιβεβαίωσαν ακριβώς την ένδεια θετικής ατζέντας, ενώ το νεύμα στην ακροδεξιά αντί για ενωτικό drive αποτέλεσε έναυσμα για την αποσυσπείρωση και των τελευταίων. Είχε προηγηθεί το σόου με τις υποψηφιότητες και τον Πολάκη, οι εσωτερικές συγκρούσεις για την αποδοχή Αντώναρου και η αδυναμία των πασοκογενών να “κουβαλήσουν το βάρος τους σε ψήφους”.
Αυτά όμως δεν είναι παρά συμπτώματα μιας ελλιπώς καταρτισμένης, χωρίς μετρήσεις, εκστρατείας μονόπλευρης διεύρυνσης την οποία χάραξε η ηγεσία και υλοποίησε μακιαβελικά, αδιαφορώντας για τα μηνύματα. Καθώς, προσαρτώντας ρετάλια από το παλαιό ΠΑΣΟΚ -το ορθόδοξο- χάνονταν μεγάλα τμήματα της αριστερής βάσης τα οποία καταδικάζονταν σε… αποχή ή συντεταγμένη εξωκοινοβουλευτική ψήφο και σε κάθε περίπτωση σε κοινωνική απραξία, περιορίζοντας την απήχηση του όποιου αφηγήματος προωθούσε η αποκομμένη διοίκηση.
Η αντιπολιτευτική γραμμή
Το μονότονο οι άλλοι βαρύνονται με σκάνδαλα και η χειρότερη κυβέρνηση της ιστορίας, δεν πούλησε. Το γιατί, είναι διαφορετικό ζήτημα. Η εγκατάληψη μετώπων χάριν της συστηματοποίησης, όπως αυτό με τον Μαρινάκη, έδωσε τη δυνατότητα στον Κυριάκο Μητσοτάκη να λανσάρει εικόνα αντιπαράθεσης με τον εφοπλιστή και επέτρεψε στα αριστερά να αναπτυχθούν διάφορα σενάρια…
Δεν μίλησε για τις τράπεζες, δεν χτυπήθηκε με τα media, αποκήρυξε το “Ρ” και εν τέλει έχασε το -ΠΣ, που είχε προσαρτήσει, αλλά χωρίς επαρκή συγκολλητική ουσία.
Το κυβερνητικό αφήγημα
Ο ΣΥΡΙΖΑ εξέμπεμπε πολλές διαφορετικές γραμμές, δεν συνέβαλλε στην ωρίμανση της απλής αναλογικής σε πολιτικό επίπεδο, πριν τις εκλογές, ενώ ακόμα και δύο εβδομάδες πριν τις κάλπες ο Τσίπρας αμφιταλαντευόταν απορρίπτοντας δημοσίως “κυβέρνηση ηττημένων”. Αφού την αποδέχθηκε, διαπίστωσε ότι δημοσκοπικά χρειάζεται η ανοχή Βαρουφάκη, καθώς το ΚΚΕ το είχε ξεκόψει και η συνεργασία με ΠΑΣΟΚ δεν έμοιαζε βιώσιμη. Έτσι, κεντρώοι ψηφοφόροι επέλεξαν την ασφάλεια του “King Maker” από την ανασφάλεια της προοπτικής συγκυβέρνησης.
Ο ΣΥΡΙΖΑ δεν κατάφερε ή δεν θέλησε να διεξάγει προγραμματική αντιπαράθεση προεκλογικά. Άργησε να δημοσιεύσει πρόγραμμα, δεν το προώθησε εγκαίρως, δεν κινητοποίησε και επέλεξε να κινηθεί ήπια και παραδοσιακά. Απέρριψε τον “πολακισμό”, κράτησε όμως τον Πολάκη.
Το brand “Τσίπρας” υπέστη στραπάτσο
Ακόμα και η πολιτική διαχείρισης των εσωτερικών κρίσεων μετέφερε το κόστος στον ίδιο τον Αλέξη Τσίπρα, ο οποίος καλούνταν κάθε φορά να βγάλει τα κάστανα από τη φωτιά με σόου διαρροών και συνεντεύξεων, αποφεύγοντας όμως να αναλάβει ευθαρσώς -έστω και επικοινωνιακά- τις ευθύνες του. Εν τέλει, φαίνεται ότι είχε υπερεκτιμήσει το brand του, υποτιμώντας παράλληλα την απήχηση των αντιπάλων του.
Αυτό αποδείχθηκε από τις ήττες του Αλέξη Τσίπρα και στις τρεις εκλογικές περιφέρειες που έθεσε υποψηφιότητα, έναντι των υποψηφίων της ΝΔ. Αποκορύφωμα η επικράτηση και επανεκλογή και με μεγάλη διαφορά ψήφων του Κώστα Αχ. Καραμανλή στις Σέρρες, ενώ βαρύνονταν από την νωπή τραγωδία των Τεμπών.
Φαίνεται ότι η προσωποποίηση του κόμματος στον άνθρωπο αποδυνάμωσε αμφότερους. Η προσπάθεια αλλαγής αυτής της στρατηγικής χάριν της δυναμικής συνεργασιών αποδείχθηκε “too litle, too late” και δεν έγινε ποτέ αισθητή στην κοινωνία.
Τέλος, αξίζει να σημειωθεί ότι σημειολογικά, ο Αλέξης Τίπρας μίλησε τη νύχτα εκλογών με μαγντοσκοπημένο μήνυμα, φορώντας μαύρο σακάκι. Στο μήνυμά του, απέφυγε οποιαδήποτε ανάληψη ευθύνης, πέταξε το μπαλάκι στα όργανα και έστρεψε το βλέμμα στις δεύτερε εκλογές. Ο ίδιος, δηλαδή, άλλαξε μόνο… χρώμα,