Έτοιμη να στριμώξει κι από νέες πλευρές τις εμπορικές τράπεζες της Ευρωζώνης εμφανίζεται η ΕΚΤ, καθώς επανεξετάζονται μια σειρά από διαδικασίες και παραδοχές που θα μπορούσαν να αυξήσουν τις ανάγκες των τραπεζών για ρευστότητα. Υπό κανονικές συνθήκες, οι τραπεζίτες θα στρέφονταν σε εκδόσεις χρέους ή αμκ, αλλά με τα επιτόκια στα τρέχοντα επίπεδα κάτι τέτοιο θωρείται εκτός συζήτησης. Όπερ σημαίνει ότι θα αναγκαστούν να βρουν πρόσθετη ρευστότητα εκ των ενόντων… ήτοι να υποκύψουν σε νέες πολιτικές μη-διανομής μερίσματος.
Η κατάρρευση Credit Suisse και η επικείμενη κρίση στο εμπορικό Real Estate δημιουργούν ένα δίπολο κινδύνων που αναγκάζει τους επόπτες να επανεξετάσουν τις συνθήκες ρευστότητας και διαθεσίμων, ώστε να διασφαλιστεί η αξιοπιστία τους. Η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα εντείνει τον έλεγχο των αποθεμάτων ρευστότητας για τις τράπεζες. Σύμφωνα μάλιστα με το Bloomberg ενδέχεται να κοινοποιήσει αυστηρότερες απαιτήσεις σε μεμονωμένους ομίλους αργότερα φέτος.
Αν και οι τράπεζες της Ευρωζώνης απολαμβάνουν από τα υψηλότερα επίπεδα ρευστότητας με το LCR να υπερβαίνει το 165%, με όριο το 100%, οι επόπτες γνωρίζουν που εντοπίζονται οι αδυναμίες και πως αυτές θα μπορούσαν να λειτουργήσουν σε περιόδους κρίσεων. Το διακύβευμα είναι διττό, από τη μια η αξιοπιστία του τραπεζικού συστήματος και από την την άλλη αποτελεσματικότητα των θεσμών.
Υπάρχει βέβαια και η πλευρά των τραπεζιτών, που διαμαρτύρονται ότι υπάρχει υπερ-ρύθμιση η οποία θέτει τις ευρωπαϊκές τράπεζες σε μειονεκτική θέση έναντι ανταγωνιστών στις ΗΠΑ και αλλού. Οι ίδιοι, επισημαίνουν ότι το ενδεχόμενο επανεπιβολής πολιτικής απαγόρευσης διανομής μερίσματος θα μπορούσε να υπονομεύσει την αξιοπιστία του ευρωπαϊκού θεσμικού πλαισίου, θέτοντας ζήτημα προβλεψιμότητας, ενώ θα καταδίκαζε τον τραπεζικό κλάδο σε μακροχρόνια υψηλά κόστη για την προσέλκυση κεφαλαίων, συνθήκη που θα υπονομεύσει μεσο-μακροχρόνια την ανταγωνιστικότητα της ευρωπαϊκής οικονομίας.
Γιατί τρομάζουν τραπεζίτες και …επενδυτές
Παραδοσιακά, όταν ανοίγει η συζήτηση για την επάρκεια της ρευστότητας των τραπεζών, πάντως, οι πρώτοι που… τρομάζουν είναι οι μέτοχοι, καθώς η απλούστερη και πιο αποτελεσματική λύση για την άμεση ενίσχυσή της είναι η απαγόρευση διανομής μερίσματος. Κάτι τέτοιο, στην Ελλάδα θα είχε καταστροφικές συνέπειες, καθώς μετά από 12 χρόνια οι τραπεζίτες προανατολίζονται να διανείμουν κέρδη από το χρήση του 2023. Ήδη, ο SSM αντιμετώπισε με επιφυλακτικότητα τη δυναμική αυτή, επιτρέποντας μόνο στη Eurobank να χρησιμοποιήσει ρευστότητα για επαναγορά μετοχών, καθώς αυτό θα ενισχύσει την εσωτερική αξία.
Ενδεχόμενη παράταση της απαγόρευσης διανομής μερίσματος για τις ελληνικές -και όχι μόνο- τράπεζες θα μπορούσε να έχει καταστροφικά αποτελέσματα στην εμπιστοσύνη των επενδυτών και να προκαλέσει φυγή κεφαλαίων, αποδυναμώνοντας την προοπτική αναβάθμισης του Χρημαστιστηρίου.
Τί σκέφτονται οι επόπτες
Επικεφαλής της ΕΚΤ για την εποπτεία των τραπεζών είναι ο Αντρέα Ενρία, κατά του οποίου έχουν καταφερθεί οι τραπεζίτες πολλές φορές. Φέτος, όμως λήγει η θητεία του και η ΕΚΤ έχει ξεκινήσει ήδη διαδικασία για την αντικατάστασή του. Μέχρι τότε, όμως, είναι πολλά αυτά που πρέπει να γίνουν.
Έτσι, ο SSM εξετάζει πλέον δράσεις για την ενίσχυση της αντοχής των τραπεζών σε δύο πυλώνες: Πρώτα τα πρωτόκολλα διαχείρισης μεγάλων και πολύ μεγάλων καταθέσεων, τα οποία θα ενεργοποιούνται σε συνθήκες stress και ακολούθως την αξιολόγηση των κεφαλαίων που περιλαμβάνονται στους σχετικούς δείκτες.
Οι τράπεζες είναι αναγκασμένες να διαθέτουν ρευστότητα που επαρκεί και θα υπερβαίνει τις ανάγκες σε κατάσταση stress.
Το Liquidity Coverage Ratio (LCR) έχει σχεδιαστεί για να διασφαλίζει ότι οι τράπεζες διατηρούν επαρκές αποθεματικό υψηλής ποιότητας ρευστοποιήσιμων περιουσιακών στοιχείων (HQLA) για να τους επιτρέψει να επιβιώσουν σε μια περίοδο σημαντικής πίεσης ρευστότητας, η οποία στα stress tests ορίζεται σε 30 ημερολογιακές ημέρες. Το εποπτικό σενάριο που αποτυπώνει την περίοδο πίεσης συνδυάζει στοιχεία ρευστότητας για κάθε τράπεζα και αγοράς
ευρεία πίεση και περιλαμβάνει πολλούς από τους κραδασμούς που υπέστησαν μεταξύ 2007 και 2012. Η περίοδος πίεσης των 30 ημερολογιακών ημερών είναι η ελάχιστη περίοδος που κρίνεται απαραίτητη για τη λήψη διορθωτικών μέτρων από τη διοίκηση ή τις εποπτικές αρχές της τράπεζας.
Οι επόπτες τώρα εστιάζουν στο HQLA, καθώς τα όργανα ρευστότητας που εντάσσονται σε αυτό αποδείχθηκε ότι μπορεί να μην είναι επαρκή ή ρευστοποιήσιμα άμεσα ώστε να αποτρέψουν την ανάγκη διάσωσής των τραπεζών.
Υπάρχει και μια τρίτη παράμετρος: Η ποιότητα του μετοχικού κεφαλαίου. Αυτή, γενικά, παραγνωρίζεται, καθώς διεθνώς αποτελείται από ρευστότητα. Όχι όμως στην Ελλάδα: Σημαντικό μέρος του μετοχικού κεφαλαίου των τραπεζών σε Ελλάδα και Ιταλία αποτελείται από τον αναβαλλόμενο φόρο, ο οποίος εγγράφεται ως απαίτηση της τράπεζας από το Δημόσιο. Όσο οι τράπεζες επιδεικνύουν οργανική και επαναλαμβανόμενη κερδοφορία, τα εικονικά αυτά κεφάλαια απομειώνονται. Σε περιόδους stress όμως αποτελούν τρύπα που συνδέει τις τράπεζες με τον κρατικό προϋπολογισμό.
Σε περιβάλλον συνθετικής πίεσης και υβριδικών απειλών, οι επόπτες είναι αναγκασμένοι να εξετάσουν ταυτόχρονα τη σταθερότητα του περιβάλλοντος χρηματοδότησης και ρευστότητα των περιουσιακών στοιχείων.
Επιπτώσεις
Με δεδομένο ότι το εμπορικό Real Esate εισέρχεται σε κρίση -μάλλον διαρκείας- μέρος των επιλέξιμων οργάνων ρευστότητας των τραπεζών θα χρειαστεί να αλλάξουν κατηγορία και να αναταξινομηθούν αντικατοπτρίζοντας την επιμήκυνση της περιόδου που απαιτείται για τη ρευστοποίησή τους. Με τα επιτόκια να αυξάνονται, η αξία πολλών εργαλείων ρευστότητας υποτιμάται.
Ενώ η ρευστότητα είναι βασικό μέρος της τραπεζικής εποπτείας, οι επόπτεες είχαν επικεντρωθεί πιο πρόσφατα στα πιο πιεστικά ζητήματα τραπεζικού κεφαλαίου και πιστωτικού κινδύνου. Η ΕΚΤ άρχισε να πιέζει τις τράπεζες να εξετάσουν πιο προσεκτικά τη ρευστότητα στα τέλη του 2021, καθώς ο υψηλότερος πληθωρισμός οδήγησε σε αύξηση του κόστους χρηματοδότησης.
Η ετήσια ανασκόπηση της ΕΚΤ για τους κινδύνους που αντιμετωπίζουν οι τράπεζες πιθανότατα θα δώσει μεγαλύτερη προσοχή στη διαχείριση των ρευστοποιήσιμων κεφαλαίων, συμπεριλαμβανομένης της πιθανότητας υιοθέτησης υψηλότερου πήχη σε βασικές μετρήσεις, όπως ο δείκτης κάλυψης ρευστότητας, είπαν οι πηγές.
Η κατάρρευση της Credit Suisse τον Μάρτιο όπως και τραπεζών στις ΗΠΑ, συμπεριλαμβανομένης της Silicon Valley Bank, έθεσε υπό αμφισβήτηση το πόσο πραγματικά προετοιμασμένες είναι οι τράπεζες να αντέξουν μια πίεση στις καταθέσεις αλλά και την αποτελεσματικότητα των μετρήσεων που χρησιμοποιούν οι επενδυτές και οι ρυθμιστικές αρχές για να υπολογίσουν την ικανότητά τους να αντέξουν μια κρίση.
Πότε θα αποφασίσει η ΕΚΤ
Η ΕΚΤ πιθανότατα θα λάβει τα αρχικά αποτελέσματα της ετήσιας επισκόπησης των κινδύνων που αντιμετωπίζουν οι τράπεζες το καλοκαίρι, ανέφεραν οι πηγές. Αργότερα φέτος, οι αξιωματούχοι θα χωρίσουν τις τράπεζες σε διαφορετικές ομάδες ανάλογα με το πόσο ευάλωτα είναι τα επιχειρηματικά τους μοντέλα στις εκροές κεφαλαίων.