Προσπάθεια να ανακόψει το εν εξελίξει κρεσέντο προεκλογικής παροχολογίας έκανε ο διοικητής της Τράπεζας της Ελλάδος, Γιάννης Στουρνάρας με συνέντευξη που παραχώρησε στην Ημερησία, αν και είχε διαφανεί ότι θα παρέμενε σιωπηρός στη διάρκεια της προεκλογικής περιόδου.
Τον κώδωνα του κινδύνου για τις παροχές που εξαγγέλλονται προεκλογικά κρούει με νέα παρέμβασή του ο διοικητής της Τράπεζας της Ελλάδος, Γιάννης Στουρνάρας. Ο κεντρικός τραπεζίτης είχε αποφύγει να παραστεί στο Οικονομικό Φόρουμ των Δελφών, θέλοντας να διατηρηθεί μακριά από την προεκλογική αντιπαράθεση, αλλά όπως φαίνεται διαπιστώνει ανησυχητικές εξελίξεις στο προεκλογικό τοπίο.
Η παρέμβαση του διοικητή της Τράπεζας της Ελλάδος εκδηλώνεται μερικές ώρες πριν από το debate των πολιτικών αρχηγών, κίνηση που είναι προφανώς σχεδιασμένη, έτσι ώστε να συμβάλλει στον αυτοπεριορισμό των αντιμαχομένω, θέτοντας ξεκάθαρα τα οικονομικά δεδομένα και τους περιορισμούς.
Από στόχος… ζήτημα η επενδυτική βαθμίδα
Αναφορικά με το ζήτημα της επενδυτικής βαθμίδας ο Γιάννης Στουρνάρας αναφέρει
«Παρά την πρόοδο που έχουμε επιτύχει μέχρι σήμερα, δεν έχουμε ακόμα επενδυτική βαθμίδα. Αυτό δεν είναι πολύ θετικό. Σημαίνει ότι πρέπει να είμαστε πολύ προσεκτικοί. Εάν την πετύχουμε, αυτό σημαίνει ότι θα αυξηθούν οι επενδύσεις των ξένων επενδυτικών οίκων. Και δεν θα επενδύσουν μόνο σε ομόλογα, σε ελληνικές τράπεζες, αλλά και σε ελληνικές επιχειρήσεις μέσω του Χρηματιστηρίου ή απευθείας. Άρα θα είναι μια έντονα θετική εξέλιξη. Είμαστε κοντά στην απόκτηση επενδυτικής βαθμίδας. Νομίζω ότι οι επενδυτικοί οίκοι θα περιμένουν τις πολιτικές εξελίξεις, θα περιμένουν την επόμενη κυβέρνηση και θα κρίνουν εάν θα μας δώσουν την επενδυτική βαθμίδα, κυρίως από τις προγραμματικές δηλώσεις της επόμενης κυβέρνησης».
Η διατύπωση αυτή αφήνει αιχμές για την αδυναμία της απερχόμενης κυβέρνησης να επιτύχει τον στόχο της επενδυτικής βαθμίδας, ενώ βάζει τον δάκτυλο “επί των τύπων των ήλων” όταν αναφέρεται στα δημοσιονομικά.
Για τα δημοσιονομικά
«Σαφώς υπάρχει βελτίωση της δημοσιονομικής κατάστασης τα τελευταία χρόνια, ειδικά μετά την πανδημία. Αυτό οφείλεται στην υπεραπόδοση της οικονομίας, στη θετική επίπτωση του πληθωρισμού στους έμμεσους φόρους, αλλά και στην καλύτερη φορολογική συμμόρφωση μέσω της αύξησης των ηλεκτρονικών συναλλαγών. Η πτώση του δημόσιου χρέους ως ποσοστού του ΑΕΠ είναι σημαντική. Κρατώ αυτό που λέει ο κ. Αλέκος Παπαδόπουλος, και είναι σωστό, ότι σε απόλυτα μεγέθη το χρέος αυξήθηκε. Αυτό, όμως, που μετράει είναι το χρέος ως ποσοστό του ΑΕΠ και ως ποσοστό του ΑΕΠ, το χρέος έχει μειωθεί σημαντικά.
Δεν περνάνε οι παροχές
Βεβαίως, έχουμε ακόμα το υψηλότερο χρέος στην Ευρώπη ως ποσοστό του Ακαθάριστου Εγχώριου Προϊόντος. Δεν έχουμε πάρει ακόμα επενδυτική βαθμίδα. Δεν έχουμε πετύχει ακόμα πρωτογενές πλεόνασμα κυκλικά διορθωμένο 2% του ΑΕΠ για να εξασφαλίσουμε μακροχρόνια βιωσιμότητα του δημόσιου χρέους. Επομένως, δεν υπάρχει ο δημοσιονομικός χώρος στην Ελλάδα για να χωρέσουν όλες αυτές οι εξαγγελίες που γίνονται προεκλογικά. Βεβαίως, καταλαβαίνω ότι προεκλογικά πολλοί λένε πράγματα τα οποία δεν πρόκειται να εφαρμοστούν, διότι, αν κοστολογήσουμε ορθά αυτά τα οποία λέγονται, ξεπερνάμε κατά πολύ τον όποιο δημοσιονομικό χώρο. Πιστεύω ότι η νέα κυβέρνηση που θα εκλεγεί θα τηρήσει τις δεσμεύσεις της χώρας και οι προγραμματικές δηλώσεις της θα είναι συνεπείς με τις συνθήκες δημοσιονομικής ισορροπίας της χώρας. Και επίσης ότι θα προτείνει τις κατάλληλες μεταρρυθμίσεις για να αυξηθεί ο δυνητικός ρυθμός αύξησης του εθνικού προϊόντος».
Ειδικότερα, απαντώντας σε ερώτηση για τις προεκλογικές παροχές, ο Γιάννης Στουρνάρας αναφέρει ότι
“Ένας από τους λόγους, για τους οποίους δεν μπορούμε αυτή τη στιγμή να κάνουμε παροχές του μεγέθους αυτών που προτείνονται, είναι διότι από το 2024 θα έχουμε ένα νέο δημοσιονομικό πλαίσιο, το οποίο σήμερα δεν υπάρχει. Αλλά ακόμα και αν δεν υπάρχει σήμερα το πλαίσιο, αυτό δεν σημαίνει ότι μπορούμε να ξεφύγουμε φέτος από την επίτευξη ενός σημαντικού πρωτογενούς δημοσιονομικού πλεονάσματος. Για να μπορούμε έτσι να έχουμε του χρόνου ένα δημοσιονομικό πλεόνασμα της τάξης του 2% του ΑΕΠ σε κυκλικά διορθωμένη βάση”.
Το Crisis Monitor έχει εγκαίρως και κατ’ επανάληψη επισημάνει ότι το νέο δημοσιονομικό πλαίσιο που ενεργοποιείται από το 2024 αυτόματα, θέτει de facto την Ελλάδα σε νέο Μνημόνιο, στο πλαίσιο του οποίου απαιτείται η εκπόνηση προγράμματος εθνικής ιδιοκτησίας και τίθεται αυτόματος κόφτης δαπανών, ακόμα κι αν υπάρχει δημοσιονομικός χώρος, στη βάση του ελλείμματος και του χρέους.