Σκληρό εκλογικό ντέρμπι προβλέπει η JP Morgan, ενώ αφήνει υπόνοιες για πειραγμένες δημοσκοπήσεις, αλλά ξεκαθαρίζει ότι η δημοσιονομική πολιτική και η αναπτυξιακή προοπτική δεν αναμένεται να επηρεαστούν ακόμα και στο σενάριο της πολιτικής εναλλαγής στην εξουσία. Η επενδυτική τράπεζα, βέβαια, προκρίνει σενάριο με κυβέρνηση της ΝΔ, είτε αυτοδύναμη, είτε σε συνεργασία με το ΚΙΝ.ΑΛ.
Εκλογικό ντέρμπι και υψηλό βαθμό αβεβαιότητας για την των πρώτων εκλογών προβλέπει η JP Morgan, ενώ υποστηρίζει ότι στο ενδεχόμενο δεύτερων εκλογών η ΝΔ είναι το φαβορί. Οι αναλυτές της επενδυτικής τράπεζας όμως αφήνουν σκιές για την εγκυρότητα των δημοσκοπήσεων, περιλαμβάνοντας αναφορά στα ερωτηματικά που εγείρονται για την εγκυρότητά τους.
Ενδιαφέρον έχει επίσης η αναφορά της JP Morgan στον ΣΥΡΙΖΑ ως “λαϊκιστικό” κόμμα, που καταδεικνύει ότι αν και δεν υπάρχει πολιτικό άγχος για την οικονομική πολιτική, η αντίληψη του (Ρ) -που τόσο προσπαθεί να αποτινάξει ο Αλέξης Τσίπρας- παραμένει παγιωμένη στο διεθνές επενδυτικό jet-set.
Πρόκειται για την πρώτη φορά που διεθνής επενδυτικός οίκος επισημαίνει τις ανησυχίες για την εγκυρότητα των δημοσκοπήσεων, γεγονός που σε συνδυασμό με την πολύ χαμηλή κατάταξη της Ελλάδας στον δείκτη ελευθερίας του Τύπου, στέλνει μήνυμα-προειδοποίησης στους επενδυτές για την αξιοπιστία των θεσμών και του λειτουργία του πολιτικού και του ενημερωτικού συστήματος.
Το Crisis Monitor έχει κατ επανάληψη υπογραμμίσει το χαμηλό πολιτικό ρίσκο των εκλογών και την αδυναμία των κομμάτων να τροφοδοτήσουν ακραία πόλωση, καθώς και τις συγκλήσεις ΝΔ, ΠΑΣΟΚ και ΣΥΡΙΖΑ στα μείζονα ζητήματα δημοσιονομικής πολιτικής που απασχολούνται εταίρους και επενδυτές.
Τα σενάρια
Η JP Morgan εκτιμά ότι οι ελληνικές εκλογές που έχουν προγραμματιστεί για τις 21 Μαΐου είναι πολύ πιθανό να είναι ατελέσφορες αλλά:
Μια δεύτερη εκλογική αναμέτρηση στις αρχές Ιουλίου θα οδηγήσει πιθανότατα σε μια κυβέρνηση της ΝΔ, είτε μόνη της είτε σε συνασπισμό με το ΚΙΝΑΛ.
Η πολιτική θα πρέπει να παραμείνει σε μια γραμμή συνέχειας με το πρόσφατο παρελθόν και να συνεχίσει να στηρίζει την ισχυρή ανάπτυξη.
Στις 21 Μαΐου, η Ελλάδα θα έχει βουλευτικές εκλογές. Σύμφωνα με νόμο που ψηφίστηκε από την προηγούμενη αριστερή κυβέρνηση του ΣΥΡΙΖΑ το 2016, αυτές οι βουλευτικές εκλογές θα διεξαχθούν με ένα σχεδόν εξ ολοκλήρου αναλογικό σύστημα (με όριο εισόδου στη Βουλή στο 3%).
Οι δημοσκοπήσεις
Πρόσφατες δημοσκοπήσεις δείχνουν ότι η σημερινή κεντροδεξιά ΝΔ (35%) προηγείται του αριστερού και λαϊκιστικού (σ.σ. χαρακτηρισμός του οίκου) ΣΥΡΙΖΑ (29%), με σταθερή διαφορά 6 έως 6,5 ποσοστιαίων μονάδων, με το κεντροαριστερό ΚΙΝΑΛ να συγκεντρώνει περίπου 10,5% και το ακροαριστερό KKE 6,5%. Δύο ακόμη λαϊκιστικά κόμματα, το αντιευρωπαϊκό και αριστερό Mέρα25 και το δεξιό Ελληνική Λύση, που συγκεντρώνουν περίπου 4,5% έκαστο, θα μπορούσαν να εισέλθουν στο κοινοβούλιο.
Ως αποτέλεσμα του εκλογικού νόμου, κανένα κόμμα ή συνασπισμός κομμάτων δεν φαίνεται να είναι σε θέση να εξασφαλίσει την πλειοψηφία των εδρών. Θεωρητικά, ένας άκρως αριστερός συνασπισμός υπό την ηγεσία του ΣΥΡΙΖΑ, με το ΚΙΝΑΛ ως νεότερο εταίρο και ένα ή περισσότερα πρόσθετα αριστερά κόμματα, μπορεί να κερδίσει μια μειοψηφία εδρών. Ωστόσο, σε αυτό το σημείο, αυτό φαίνεται να είναι ένας απομακρυσμένος κίνδυνος. Από τη μία πλευρά, το ΚΙΝΑΛ έχει απορρίψει σταθερά κάθε προοπτική συμφωνίας με τον ΣΥΡΙΖΑ και οποιαδήποτε απόπειρα για κάτι τέτοιο εγκυμονεί κινδύνους για το τελευταίο και την ηγεσία του καθώς είναι πιθανή η αποχώρηση στελεχών.
Ωστόσο, δεδομένου ότι το ΚΚΕ αρνήθηκε σταθερά να συμμετάσχει σε οποιαδήποτε κυβέρνηση συνασπισμού τα προηγούμενα 30 χρόνια, η στάση του εμφανίζεται πολύ πιο αρνητική. Όσον αφορά το ΜέΡΑ25, ο έντονος ευρωσκεπτικισμός του θα το εμποδίσει σίγουρα να αποτελέσει έναν καλό εταίρο.
Πολύ πιθανές οι δεύτερες εκλογές
Τα παραπάνω δείχνουν ότι μπορεί να οδηγηθούμε σε δεύτερες εκλογές στις 2 Ιουλίου. Σύμφωνα με νόμο που ψηφίστηκε από την τρέχουσα κυβέρνηση της ΝΔ το 2020, αυτές οι δεύτερες εκλογές θα διεξαχθούν με βάση έναν αναθεωρημένο εκλογικό νόμο που προβλέπει πριμοδότηση της πλειοψηφίας στο κόμμα με τις περισσότερες ψήφους. Ένα ποσοστό ψήφων 38% θα πρέπει να είναι αρκετό για να πιαστεί το όριο των 151 βουλευτών.
Πρόσφατες δημοσκοπήσεις δείχνουν ότι η ΝΔ απέχει ήδη λίγες ποσοστιαίες μονάδες από την απαιτούμενη πλειοψηφία σε αυτές τις δεύτερες εκλογές. Αυτό θα παρουσίαζε δύο επιλογές: μια μονοκομματική κυβέρνηση της ΝΔ, αν και με δυνητικά ισχνή πλειοψηφία, ή μια κυβέρνηση στην οποία η ΝΔ θα λειτουργούσε ως ο βασικός εταίρος σε έναν συνασπισμό με το ΚΙΝΑΛ.
Ερωτηματικά για τις δημοσκοπήσεις
Δεδομένου του υψηλού επιπέδου πόλωσης στο εκλογικό σώμα και των διαφόρων περιστατικών που έχουν πλήξει τη φήμη της ΝΔ, είναι πολύ νωρίς για να διαμορφώσουμε σταθερές απόψεις σχετικά με μια δεύτερη εκλογική αναμέτρηση. Στην πραγματικότητα, υπάρχει μεγάλη αμφισβήτηση ακόμη και για την εγκυρότητα των πιο πρόσφατων δημοσκοπήσεων.
«Στην ουσία, πιστεύουμε ότι μετά τις εκλογές της 21ης Μαΐου, δεν θα αργήσει να διαπιστωθεί αν είναι αναγκαίες οι δεύτερες εκλογές, μόλις υποχωρήσει η αρχική αβεβαιότητα. Αν αυτό συμβεί, στη νέα κυβέρνηση θα διατηρήσει κυρίαρχο ρόλο η ΝΔ και θα παραμείνει σε μεγάλο βαθμό συνεπής με την τρέχουσα κυβέρνηση. Παρόλο που η ΝΔ μπορεί να χρειαστεί να διαπραγματευτεί έναν συνασπισμό με το ΚΙΝΑΛ, η συμμαχία αυτή είναι απίθανο να επηρεάσει σημαντικά τους πολιτικούς στόχους, ιδίως εκείνους που σχετίζονται με φιλόδοξες μεταρρυθμίσεις και σημαντικά προγράμματα δημόσιων δαπανών που διευκολύνονται από το Ταμείο Ανάκαμψης της ΕΕ, το οποίο αντιπροσωπεύει ένα σημαντικό μερίδιο του ΑΕΠ της χώρας για τα επόμενα πέντε χρόνια. Ενώ θα μπορούσαν να υπάρξουν κάποιες προσαρμογές στη φορολόγηση των κεφαλαιακών κερδών, δεν αναμένουμε σημαντικές αλλαγές στη συνολική πολιτική ατζέντα»,
αναφέρεται στην ανάλυση της JP Morgan.
Αντέχει η οικονομία
«Κατά συνέπεια, η πρόβλεψή μας για μια ανθεκτική και διατηρήσιμη ανάπτυξη της ελληνικής οικονομίας παραμένει αμετάβλητη. Μετά τη σημαντική πτώση κατά 8,1% σε ετήσια βάση το 2020 λόγω της πανδημίας, η ελληνική οικονομία επέδειξε ανθεκτικότητα ανακάμπτοντας κατά 8,1% το 2021 και προβλέπεται να προχωρήσει επιπλέον κατά 6,1% το 2022. Για το έτος 2023 προβλέπουμε συνεχιζόμενη εύρωστη επέκταση της τάξης του 2,5% περίπου σε ετήσια βάση. Ταυτόχρονα, η ουσιαστική επέκταση της οικονομίας, που ενισχύεται από την άνοδο του πληθωρισμού, προκαλεί σημαντική μείωση του υπερβολικού ύψους του δημόσιου χρέους, μειούμενο κατά 23,3 ποσοστιαίες μονάδες έως το έτος 2022, ώστε να φθάσει το 171,3%», υπογραμμίζει η τράπεζα.