Σε στρατηγική για τον περιορισμό της ρωσικής επιρροής στις αγορές πυρηνικών καυσίμων συμφώνησαν οι G-7, απόφαση που μοιάζει απρόσμενη, αλλά αποτελεί επίδειξη αποφασιστικότητας στην κατεύθυνση της διεθνούς αποσύνδεσης της Ρωσίας.
Οι πυρηνικές δυνάμεις εντός της Ομάδας των Επτά εθνών υποσχέθηκαν να τερματίσουν την κυριαρχία της Ρωσίας στις παγκόσμιες αγορές ατομικών καυσίμων, διακόπτοντας πιθανώς μια κρίσιμη πηγή γεωπολιτικού νομίσματος για τον Ρώσο πρόεδρο Βλαντιμίρ Πούτιν περισσότερο από ένα χρόνο μετά την εισβολή του στην Ουκρανία.
Καναδάς, Γαλλία, Ιαπωνία, το Ηνωμένο Βασίλειο και οι ΗΠΑ δεσμεύτηκαν την Κυριακή να αποκόψουν από κοινού τη Ρωσία από τις παγκόσμιες αλυσίδες πυρηνικού εφοδιασμού. Αξίζει να σημειωθεί ότι ακόμη και εν μέσω κυρώσεων από τη Δύση για τον πόλεμο, ο κρατικός πυρηνικός γίγαντας του Κρεμλίνου, Rosatom Corp., παρέμεινε ο μεγαλύτερος εξαγωγέας αντιδραστήρων και καυσίμων στον κόσμο.
«Αυτή η συμφωνία θα χρησιμοποιηθεί ως βάση για να απωθηθεί πλήρως ο Πούτιν από την αγορά πυρηνικών καυσίμων και να γίνει το συντομότερο δυνατό», σύμφωνα με δήλωση του Υπουργού Ενέργειας του Ηνωμένου Βασιλείου, Γκραντ Σαπς. Η δέσμευση διαμορφώθηκε σε μια διάσκεψη πυρηνικής βιομηχανίας που συγκλήθηκε στο περιθώριο της συνάντησης των G-7 στην ιαπωνική πόλη Σαπόρο.
Πρόκειται για μακρόπνοο σχέδιο που σύμφωνα με τα στελέχη της αγοράς, το καλύτερο σενάριο θα οδηγήσει σε απεξάρτηση και αυτονομία σε βάθος 5ετίας.
Οι ΗΠΑ και οι Ευρωπαίοι σύμμαχοί τους σταθμίζουν σκληρές κυρώσεις που στοχεύουν τον πυρηνικό τομέα της Ρωσίας για περισσότερο από ένα χρόνο, αλλά δυσκολεύονται να καταλήξουν σε συμφωνία. Η απόφαση αυτή όμως μπορεί να αποδειχθεί δίκοπο μαχαίρι. Ενδεχόμενη απάντηση από τον Πούτιν θα μπορούσε να διευρύνει το πεδίο της ενεργειακής κρίσης περιορίζοντας δραστικά τη διαθεσιμότητα και προσβασιμότητα καυσίμων. Βέβαια, ταυτόχρονα, κάτι τέτοιο θα αποτελούσε “poison pill” για τη Ρωσία που θα έχανε σημαντικά έσοδα.
Η Rosatom παρείχε περίπου το ένα τέταρτο του εμπλουτισμένου ουρανίου που απαιτείται για τους 92 αντιδραστήρες στις ΗΠΑ το 2021. Στην Ευρώπη, οι επιχειρήσεις κοινής ωφέλειας που παράγουν ενέργεια για χώρες με περίπου 100 εκατομμύρια κατοίκους εξακολουθούν να βασίζονται στη ρωσική εταιρία.
Η Ρωσία εμπλουτίζει το περισσότερο ουράνιο
Το εμπλουτισμένο ουράνιο είναι η βασική εισροή για το καύσιμο των πυρηνικών αντιδραστήρων
Πηγή: Στοιχεία της Παγκόσμιας Πυρηνικής Ένωσης που συγκεντρώθηκαν από το Bloomberg
«Επιτρέψαμε στον εαυτό μας να εξαρτηθεί από πολύ λίγες πηγές προμήθειας», δήλωσε ο Dan Poneman, Διευθύνων Σύμβουλος της Centrus Energy Corp., μιας εταιρείας που προσπαθεί να επανεκκινήσει μια αμερικανική βιομηχανία εμπλουτισμού ουρανίου.
«Θα χρειαστούν τέσσερα ή πέντε χρόνια για να αντικατασταθεί αυτή η ικανότητα στην οποία έχει βασιστεί ο κόσμος».
Η Ρωσία έχει δεχθεί αυξημένες πιέσεις στον Διεθνή Οργανισμό Ατομικής Ενέργειας επειδή έθεσε σε κίνδυνο την πυρηνική ασφάλεια μετά την κατάληψη του μεγαλύτερου σταθμού ατομικής ενέργειας της Ευρώπης στις αρχές του πολέμου κατά της Ουκρανίας. Ο σταθμός Zaporizhzhia, με έξι αντιδραστήρες σχεδιασμένους να παράγουν το ένα πέμπτο της ηλεκτρικής ενέργειας της Ουκρανίας, στη συνέχεια έγινε στόχος πυροβολικού και πυραύλων, δημιουργώντας κίνδυνο για πυρηνικό ατύχημα. Τώρα λειτουργείται από μηχανικούς της Rosatom.
Ενώ ευρωπαϊκές χώρες -συμπεριλαμβανομένων της Βουλγαρίας, της Φινλανδίας και της Σλοβακίας- έχουν λάβει μέτρα για να απομακρυνθούν από τα ρωσικά πυρηνικά καύσιμα, η Rosatom κατασκευάζει έναν αγωγό για μελλοντικές προμήθειες με νέα έργα αντιδραστήρων σε όλη την Αφρική, την Ασία και τη Μέση Ανατολή.
Η Rosatom αν κα δεν εξαιρείται από τους κανόνες περί μη διάδοσης που επιβλήθηκαν από το Υπουργείο Ενέργειας των ΗΠΑ. Στην Ινδία, η οποία βρίσκεται υπό δυτικούς εμπορικούς περιορισμούς από τότε που δοκίμασε ένα πυρηνικό όπλο το 1974, η Ρωσία προμηθεύει πυρηνικά καύσιμα και κατασκευάζει δύο αντιδραστήρες που προγραμματίζονται να ανοίξουν το 2025. Στην Κίνα πέρυσι, η Rosatom παρείχε καύσιμα αξίας άνω των 375 εκατομμυρίων δολαρίων για έναν αντιδραστήρα που το Υπουργείο Άμυνας των ΗΠΑ ανησυχεί ότι θα μπορούσε να ενισχύσει το απόθεμα πυρηνικών όπλων του Πεκίνου.