Βαθιές ουλές στο ήδη ταλαιπωρημένης ελληνικής Δικαιοσύνης φαίνεται ότι θα αφήσει η υπόθεση απαγόρευσης της καθόδου του ακροδεξιού κόμματος Έλληνες που ίδρυσε ο Ηλίας Κασιδιάρης, καθώς η προσπάθεια της κυβέρνησης της ΝΔ να μην αφήσει παραθυράκια, οδηγεί σε δραστικό περιορισμό της δικαστικής κρίσης και ποδηγέτηση της απόφασης του Αρείου Πάγου, προκαλώντας την αντίδραση του αντιπροέδρου Χρήστου Τζανερίκου, ενώ παράλληλα, σε μια προσπάθεια να κερδηθεί η δημόσια αντιπαράθεση και η μάχη των εντυπώσεων προεκλογικά, η κυβέρνηση επιστρατεύει καθηγητές, σε ρόλο υπερασπιστών του Μάκη Βορίδη. Στην εν εξελίξει σύγκρουση παρεμβαίνει και ο Βαγγέλης Βενιζέλος, επιχειρώντας να καταδείξει τη λεπτή γκρίζα γραμμή που θα μπορούσε να οδηγήσει στην επίλυση του ζητήματος.
Κινδύνους που δεν ορατοί δια γυμνού οφθαλμού κρύβει η δημόσια και εξωθεσμική προσπάθεια προσδιορισμού του αποδεκτού συνταγματικού πλαισίου για τις υποψηφιότητες κομμάτων και προσώπων στις εθνικές εκλογές, καθώς εκτός από το νομικό προηγούμενο που δημιουργείται, η αντιπαράθεση που έχει προκύψει σκιαγραφεί ανάγλυφα την έλλειψη εμπιστοσύνης στους θεσμούς και την προσπάθεια της νομοθετικής εξουσίας να ποδηγετήσει τη Δικαστική -για ακόμη μια φορά-.
Τα στοιχεία που αναδύονται από τη σύγκρουση πολιτικών, δικαστικών και την κοινωνική αναστάτωση που αυτή προκαλεί, είναι ορατά -δια γυμνού οφθαλμού- στο διεθνή παράγοντα, ο οποίος μπορεί σε αυτή τη φάση να σιωπά, για διάφορους λόγους, όμως είναι σαφές ότι αυτά τα καταγράφει και -όπως έχει αποδειχθεί- θα τα χρησιμοποιήσει σε κάποια καμπή επηρεάζοντας την έκβαση διαπραγματεύσεων ακόμη και για ασύνδετα με τη συγκεκριμένη υπόθεση ζητήματα.
Στην πραγματικότητα, οι ερασιτεχνικοί και εν πανικό χειρισμοί της κυβέρνησης, η έλλειψη πολιτικής συνεννόησης και θεσμικών δικλείδων ασφαλείας, μπορούν να αποτελέσουν μοχλό στα χέρια ξένων, εντός ή και εκτός ΕΕ, υπονομεύοντας την εθνικά διακυβεύματα και καθιστώντας μελλοντικές κυβερνήσεις ευάλωτες σε εκβιασμούς. Πρόκειται -αν μη τι άλλο- για διαδικασία γέννησης συστημικού ρίσκου, που φαλκιδεύει την μελλοντική διαπραγματευτική ικανότητα της Ελλάδας.
Παράλληλα, δημιουργείται βάση για καταδίκη της Ελλάδας από το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Δικαιωμάτων του Ανθρώπου. Παράλληλα, όμως ανοίγει και ζήτημα Κράτους Δικαίου, που σε συνδυασμό με άλλες ανοιχτές υποθέσεις, θα μπορούσε να οδηγήσει σε έμφραγμα στη ροή κοινοτικών χρηματοδοτήσεων.
Η αντιπαράθεση
Το σκηνικό αντιπαράθεσης που δημιουργήθηκε έχει τη βάση του στην άρνηση της κυβέρνησης να χρησιμοποιήσει στην αρχική νομοθετική ρύθμιση τη διατύπωση “εγκλήματα που υποκινούνται ή εδράζονται στην φασιστική ή ναζιστική ιδεολογία”. Απορρίπτοντας συνολικά αλλά και αποσπασματικά προτάσεις της μείζονος αντιπολίτευσης, η κυβέρνηση της ΝΔ απώλεσε το παράθυρο συνεννόησης και συγκλήσεων που θα μπορούσε να αποτελέσει εχέγγυο για την Δικαιοσύνη.
Αντ’ αυτού η κυβέρνηση προώθησε και ψήφισε μια νομοθετική παρέμβαση η οποία είναι ανοιχτή σε ερμηνείες ως προς την εγκληματική της πλευρά, γεγονός που θα μπορούσε να δημιουργήσει ζητήματα τύπου Βουλγαρίας, Ρουμανίας και Πολωνίας στην Ελλάδα. Αφού όμως διαπίστωσε άλλου τύπου συστημικά παράθυρα, εκ των υστέρων, επανήλθε με νέα ρύθμιση που παρεμβαίνει στο αυτοδιοίκητο της Δικαιοσύνης, κι ενώ επιχειρεί να ενισχύσει τα εχέγγυα των αποφάσεων, καταλήγει να θέτει υπό αμφισβήτηση την ευθυκρισία των δικαστών και να υποθηκεύει αποφάσεις του Ανώτατου Δικαστηρίου σε αυτές κατώτερων.
Η παρέμβαση Τζανερίκου
Στις εξελίξεις αντέδρασε με ανακοίνωσή του ο αντιπρόεδρος του Αρείου Πάγου και επικεφαλής του Α1 τμήματος Χρήστος Τζανερίκς, οποίος εγκαλεί προσωπικά τον υπουργό Εσωτερικών Μάκη Βορίδη.
Συγκεκριμένα, ο κ. Τζανερίκος κάνει λόγο για «πρωτοφανή για τα δικαστικά χρονικά ρύθμιση, που θεσμοθετεί την Ολομέλεια πολιτικού τμήματος του Αρείου Πάγου», ενώ προχωρεί ακόμα περισσότερο και τη χαρακτηρίζει «φωτογραφική διάταξη που έχει στο “στόχαστρο” τον ίδιο!».
Η αντίδραση Βορίδη
Άμεση, φυσικά, ήταν η αντίδραση από την πλευρά του υπουργείου Εσωτερικών με τον ίδιο τον υπουργό Μάκη Βορίδη να αναφέρει χαρακτηριστικά ότι «σε δημοκρατικά πολιτεύματα η νομοθέτηση ανήκει στην αρμοδιότητα της Βουλής και όχι στην επιλογή του κάθε δικαστή» ενώ υπερασπίζεται την κυβέρνηση λέγοντας ότι σέβεται την ανεξαρτησία της Δικαιοσύνης.
«Η νομοθετική πρωτοβουλία της Κυβέρνησης θωρακίζει την κρίση της Δικαιοσύνης, όποια και αν θα είναι αυτή», προσθέτει στη συνέχεια.
Η διαμάχη που ξέσπασε ανάμεσα στο Υπουργείο Εσωτερικών και τον Άρειο Πάγο προκάλεσε την παρέμβαση του Ευάγγελου Βενιζέλου, ζητώντας την σύγκλιση της ολομέλειας του ΑΠ.
Οι γκρίζες ζώνες Βενιζέλου
«Η δημόσια αντίδραση του Αντιπρόεδρου του Αρείου Πάγου – Προέδρου του Α1 Τμήματος για τη νομοθετική πρωτοβουλία της Κυβέρνησης με την οποία καθορίζεται ο δικαστικός σχηματισμός που θα κρίνει τη συνδρομή των προϋποθέσεων του άρθρου 32 της εκλογικής νομοθεσίας ( ΠΔ 26/2012, όπως ισχύει ) και ο αδιανόητος θεσμικά δημόσιος διάλογός του με τον Υπουργό Εσωτερικών, καθιστούν αναγκαίες άμεσες κινήσεις που δεν θα επιτρέπουν σε κανέναν να θέσει, σε οποιοδήποτε επίπεδο, ζητήματα σχετικά με τα θεμελιώδη δικαιώματα στον νόμιμο δικαστή, τη δικαστική προστασία και ακρόαση και τη νόμιμη δίκη ( άρθρα 8 και 20 παρ.1 Συντ., άρθρο 6 παρ.1 ΕΣΔΑ ).
Προτείνω να οριστεί νομοθετικά ως αρμόδιος ο υφιστάμενος μείζων σχηματισμός του Αρείου Πάγου, η Ολομέλεια του, κατά τις ισχύουσες ως προς αυτήν ρυθμίσεις.
Θεωρώ αυτονόητο ότι ο κ. Αντιπρόεδρος του ΑΠ θα προβεί σε δήλωση αποχής από οποιαδήποτε σχετική διαδικασία».
Παρεμβάσεις… πακέτο
Στο θέμα παρενέβησαν και άλλοι καθηγητές και συνταγματολόγοι, τασσόμενοι υπέρ της δυνατότητας του υπουργού Εσωτερικών να εισάγει τη ρύθμιση για αλλαγή της λειτουργίας του Α1 τμήματος του Αρείου Πάγου. Στο σύνολό τους, όμως, δεν σχολίασαν την δημόσια παρέμβαση που Μάκη Βορίδη, την οποία αναδεικνύει ως απόπειρα ποδηγέτησης της Δικαιοσύνης ο αντιπρόεδρος του Αρείου Πάγου, ούτε όμως την ουσία των αλλαγών και αντίκτυπό τους στην ποιότητα της Δικαιοσύνης και το πιθανολογούμενο πλήγμα στις δικλείδες ασφαλείας.