Στοιχεία που επιβεβαιώνουν την αναδιάρθρωση του προεκλογικού σκηνικού και την κλιμάκωση του ρίσκου, αναδεικνύει και η δημοσκόπηση της Prorata για την ΕΦΣΥΝ, καθώς τα δύο μεγάλα κόμματα βρίσκονται πολύ κοντά και ταυτόχρονα αθροιστικά κάτω από το 50%, ενώ ενδυναμώνονται μικρότεροι σχηματισμοί και το ΠΑΣΟΚ επιδεικνύει αδυναμία να καταστεί ουσιαστικός ρυθμιστής της κατάστασης.
- Ανεβασμένο το πολιτικό ρίσκο
- Όλα δείχνουν και δεύτερες κάλπες
- Κλείνει η ψαλίδα ΝΔ – ΣΥΡΙΖΑ
Προς τη δυστοπία ρέπει, το πολιτικό σκηνικό που δημιουργείται στην Ελλάδα ενόψει της πρώτης κάλπης, καθώς δεν καταγράφεται δυναμική κυβέρνησης συνεργασίας με προοδευτικό ή συντηρητικό πρόσημο, μιας και ΣΥΡΙΖΑ και ΝΔ αμφότερα δεν υπερβαίνουν το 30% και το ΠΑΣΟΚ δεν επιδεικνύει δυναμική υπέρβασης του 12%.
Η αντίστροφη μέτρηση για τις κάλπες έχει ξεκινήσει και τα κόμματα ξεδιπλώνουν τα σχέδια τους για να κυβερνήσουν τη χώρα και ταυτόχρονα διευρύνουν τα μέτωπα της μεταξύ τους αντιπαράθεσης.
Μέχρι στιγμής όμως, δημοσκοπικά καταγράφεται η φθορά της Νέας Δημοκρατίας, κυρίως λόγω της τραγωδίας των Τεμπών. Επίσης, προφανής είναι η αδυναμία του ΣΥΡΙΖΑ να καρπωθεί την ψήφο διαμαρτυρίας και του ΠΑΣΟΚ να δημιουργήσει θετική δυναμική. Τα μικρότερα κόμματα τόσο στα δεξιά, όσο και στα καταγράφονται ενισχυμένα. Στη συγκεκριμένη δημοσκόπηση, πάντως, το ακροδεξιό κόμμα Έλληνες του Ηλία Κασιδιάρη, φαίνεται πολύ μακριά από το κατώφλι της βουλής, συγκεντρώνοντας μετά βίας 1,5%. Ωστόσο, πολλά θα μπορούσαν να αλλάξουν με την ιδιαίτερα τοποθέτηση πρώην αντιεισαγγελέα του Αρείου Πάγου στην προεδρία.
Σύμφωνα με την τελευταία δημοσκόπηση της Prorata για την Εφημερίδα των Συντακτών, η ψαλίδα μεταξύ Ν.Δ. και ΣΥΡΙΖΑ-Π.Σ. έχει κλείσει αισθητά την τελευταία περίοδο στον δείκτη της πρόθεσης ψήφου, καταγραφόμενη πλέον 3 ποσοστιαίες μονάδες και δημιουργώντας έτσι μια νέα συνθήκη κατά την οποία τίποτα πλέον δεν μπορεί να αποκλειστεί.
Ειδικότερα, σύμφωνα με τον «Σφυγμό» του Μαρτίου από την Prorata για λογαριασμό της «Εφ.Συν.». Η ΝΔ καταγράφει ποσοστό 28,5% από 30% τον Νοέμβριο και ο ΣΥΡΙΖΑ στο 25,5% από 25%.
Η αδυναμία του ΠΑΣΟΚ να εκμεταλλευτεί την αποδυνάμωση της ΝΔ και τη στατικότητα του ΣΥΡΙΖΑ, φέρνει στο προσκήνιο μικρότερα κόμματα, όπως την Ελληνική Λύση και το ΜέΡΑ 25, δεδομένου ότι το ΚΚΕ έχει δηλώσει ότι δεν θα δώσει ούτε ανοχή σε οποιαδήποτε κυβέρνηση. Αν επίσης, ο Άρειος Πάγος δεν απαγορεύσει τη συμμετοχή του κόμματος Έλληνες του καταδικασθέντα Ηλία Κασιδιάρη, τότε το κοινοβούλιο θα κονιορτοποιηθεί έτι περαιτέρω, στην πρώτη κάλπη.
Όπερ σημαίνει ότι οι όποιες προοπτικές συνεργασιών μετά την πρώτη κάλπη δεν μοιάζουν ρεαλιστικές. Έτσι, οι επαναληπτικές εκλογές με ενισχυμένη αναλογική μοιάζουν αναπόφευκτες. Ωστόσο, το CM έχει αναδείξει ένα ακόμη σενάριο, το οποίο θα μπορούσε να αλλάξει τα δεδομένα και να επιβάλλει κυβέρνηση συνεργασίας ή ακόμη και μειοψηφίας.
Η ανάλυση της δημοσκόπησης
Αναλυτικά:
Μεταξύ του «Σφυγμού» Νοεμβρίου και Μαρτίου που δημοσιεύει η «Εφημερίδα των Συντακτών» έχει μεσολαβήσει ένα γεγονός-τομή για τη νεότερη ιστορία της χώρας: το πολύνεκρο σιδηροδρομικό δυστύχημα στα Τέμπη. Και μοιάζει πως είναι δύο κυρίως οι ψηφίδες εκείνες που χρειάζεται κανείς να λάβει υπόψη για να κατανοήσει το αντίκτυπο της τραγωδίας στη διαμόρφωση του κλίματος της περιόδου.
Το «μετά» διότι πλήττει την εμπεδωμένη διαχειριστική ικανότητα της κυβέρνησης και το «πριν» γιατί τραυματίζει την αξιοπιστία της, μέσω της διάψευσης της αφήγησης περί ταχύτατου εκσυγχρονισμού της χώρας. Και είναι κρίσιμα αυτά τα δύο στοιχεία ακριβώς επειδή αποτελούν το μεγαλύτερο μέρος του πολιτικού κεφαλαίου της κυβέρνησης.
Ως προς το «μετά», οι χειρισμοί της κυβέρνησης περισσότερο όξυναν τη διευρυμένη οργή, παρά συνομίλησαν μαζί της, ενώ τα όσα πληροφορήθηκε η κοινή γνώμη ότι είχαν (ή δεν είχαν) γίνει πριν από το δυστύχημα δημιούργησαν την αίσθηση ότι η Ν.Δ. διέπραξε ύβρι για την οποία τώρα τιμωρείται: η σημερινή κυβέρνηση αγάπησε περισσότερο απ’ ό,τι θα έπρεπε τον εαυτό της, ενώ σε αντίθεση με όλες τις προηγούμενες από το 2010 και έπειτα είχε δημιουργήσει μία σε μεγάλο βαθμό εικονική πραγματικότητα, περίπου μιας 4ης βιομηχανικής επανάστασης, η οποία κατέρρευσε με οδυνηρό τρόπο στα Τέμπη.
Σε αυτό το πλαίσιο, η εικόνα του κυβερνώντος κόμματος έχει δεχτεί ισχυρό πλήγμα, ιδίως στους τομείς εκείνους που σχετίζονται έμμεσα ή άμεσα με το δυστύχημα των Τεμπών, όπως η προσλαμβανόμενη από την κοινή γνώμη ικανότητά της να διασφαλίζει την ασφάλεια των πολιτών –δείκτη στον οποίο μέχρι πρότινος υπερείχε συντριπτικά έναντι του ΣΥΡΙΖΑ-Π.Σ.– αλλά και να διαχειρίζεται ζητήματα διαφθοράς και διαφάνειας, επί των οποίων η σύγκριση μεταξύ των δύο κομμάτων διευρύνθηκε περαιτέρω υπέρ του κόμματος της αξιωματικής αντιπολίτευσης.
Παρόμοια τάση αποτυπώνεται και στη σύγκριση μεταξύ του πρωθυπουργού και του αρχηγού της αξιωματικής αντιπολίτευσης, καθώς η εικόνα του Κυριάκου Μητσοτάκη «τσαλακώνεται» σε όλους τους επιμέρους δείκτες, εν αντιθέσει με την αντίστοιχη του Αλέξη Τσίπρα, ο οποίος συγκρατεί ή και ενισχύει τα σχετικά ποσοστά του.
Ωστόσο, ο «Σφυγμός» του Μαρτίου αποτυπώνει και μια συνολικότερη έκρηξη απογοήτευσης και θυμού, καθώς και μια εντυπωσιακής κλίμακας επαναϊεράρχηση από την πλευρά της κοινής γνώμης των προκλήσεων που αντιμετωπίζει σήμερα η χώρα, κυρίως εις βάρος θεματικών πεδίων που παραδοσιακά ευνοούν την κυβέρνηση (π.χ. εθνικά θέματα) και προς όφελος άλλων, τα οποία σχετίζονται άμεσα ή έμμεσα με τις αιτίες αλλά και τη διαχείριση του πολύνεκρου δυστυχήματος (π.χ. ζητήματα διαφθοράς και λειτουργίας του κράτους).
Μάλιστα το εύρημα, σύμφωνα με το οποίο τα ζητήματα Υγείας και Παιδείας επιλέγονται από ολοένα και περισσότερους πολίτες ως τα σημαντικότερα για τη χώρα προβλήματα, ίσως κυοφορεί μια νέα συνθήκη ριζικού, δομικού αναστοχασμού απέναντι στα πολιτικά πράγματα.
Ενδεικτικό μιας τέτοιου τύπου ενδεχομένως εν εξελίξει διαδικασίας είναι και το εύρημα σύμφωνα με το οποίο η αξιοπιστία των κομμάτων που έχουν έως σήμερα κυβερνήσει (Ν.Δ., ΣΥΡΙΖΑ, ΠΑΣΟΚ), λιγότερο ή περισσότερο, τραυματίζεται, την ίδια στιγμή που τα κόμματα που προσλαμβάνονται ως «αντισυστημικά» (κυρίως το ΚΚΕ και το ΜέΡΑ25 και δευτερευόντως οι σχηματισμοί δεξιότερα της Ν.Δ.) αυξάνουν σημαντικά το κοινό που τα θεωρεί αξιόπιστα ως μηχανισμούς.
Προσεγγίζοντας, τέλος, τον πυρήνα της τρέχουσας δημοσκοπικής τάξης πραγμάτων, ανιχνεύεται για πρώτη φορά από την αρχή του τρέχοντος εκλογικού κύκλου μια σημαντική συσσώρευση ψηφοφόρων (67%) στην περιοχή της εκτίμησης ότι το εκλογικό αποτέλεσμα θα είναι οριακό, είτε υπέρ της Ν.Δ. (45%) είτε υπέρ του ΣΥΡΙΖΑ (22%), σύμφωνα με τον «Σφυγμό» του Μαρτίου.
Και οι εκλογείς ευθυγραμμίζονται με τους αριθμούς που προκύπτουν, καθώς πράγματι η απόσταση μεταξύ Ν.Δ. και ΣΥΡΙΖΑ-Π.Σ. έχει μειωθεί θεαματικά την τελευταία περίοδο στον δείκτη της πρόθεσης ψήφου, καταγραφόμενη πλέον στο 3% και δημιουργώντας έτσι μια νέα συνθήκη κατά την οποία τίποτα πλέον δεν μπορεί να αποκλειστεί. Οχι μόνο ως προς το bras de fer μεταξύ των δύο εκλογικά μεγάλων κομμάτων, αλλά και ως προς μια πιθανή εκλογική εκτόξευση μικρότερων κομμάτων της κοινοβουλευτικής αντιπολίτευσης (ΚΚΕ, ΜέΡΑ25, Ελληνική Λύση) ή άλλων εξωκοινοβουλευτικών ακροδεξιών σχηματισμών.