Οι φόβοι για τραπεζικό ντόμινο επανέρχονται μετ επιτάσεως και προκαλούν άγριο sell-off στις αγορές διεθνώς, καθώς η Credit Suisse ζητά επισήμως στήριξη από την Κεντρική Τράπεζα της Σουηδίας, εντείνοντας την ανησυχία για παγκόσμιο τραπεζικό πανικό και bank-runs περνάει με ευκολία τον Ατλαντικό.
Τραπεζικός τυφώνας πλήττει τις αγορές σε ΗΠΑ και Ευρώπη, καθώς η κατάρρευση της SVB και οι αυξήσεις επιτοκίων αναγκάζουν τους traders να επανεκτιμήσουν το ρίσκο στις πραγματικές του διαστάσεις. Όμως, η απώλεια συνείδησης κινδύνου επί 15ετία, κάνει τους επενδυτές να υπεραντιδρούν καθιστώντας την κατάρρευση της Credit Suisse αυτοεκπληρούμενη προφητεία.
Την ίδια στιγμή, κεφάλαια εισρέουν μαζικά στα κρατικά ομόλογα προκαλώντας ράλι τιμών και κατακρήμνιση αποδόσεων, καθώς οι επενδυτές αναζητούν ασφαλή καταφύγια.
Στη πραγματικότητα πρόκειται για άλλη μια κρίση εμπιστοσύνης στο τραπεζικό σύστημα σε ΗΠΑ και Ευρώπη, η οποία τροφοδοτήθηκε από την απρόβλεπτη αρχικά πληθωριστική κρίση και εν συνεχεία την αδυναμία έγκαιρης προσαρμογής στην αλλαγή πολιτικής από τις κεντρικές τράπεζες. Οι τεχνολογικές που υπερτροφοδοτήθηκαν και λόγω covid-19, βρέθηκαν με μεγάλα ανοίγματα και με κατώτερες προοπτικές. Προηγουμένως είχε σκάσει η φούσκα των κρυπτονομισμάτων και τώρα άπαντες φοβούνται μετάσταση της κρίσης στο real estate.
Σε αυτό το κλίμα, όπου όλα φαντάζουν μαύρα, οι τράπεζες κλυδωνίζονται ξανά. Η κατάρρευση της Silicon Valley Bank και της Signature στις ΗΠΑ, καθώς και τα διογκούμενα προβλήματα της Credit Suisse είναι η αφορμή για τον επαναπροσδιορισμό του ρίσκου. Οι traders όμως, μετά από 15 και πλέον χρόνια άγνοιας κινδύνου λόγω της αρχιτεκτονικής των προγραμμάτων ποσοτικής χαλάρωσης, δεν θυμούνται πλέον τα ανοίγματα που έχουν. Η επιβεβλημένη επαναξιολόγηση του risk profile των επενδύσεων τρομάζει και τους πιο… συντηρητικούς παίκτες.
Η επιθετική πολιτική που ακολουθούν οι κεντρικές τράπεζες για τη χαλιναγώγηση του πληθωρισμού, όμως, δεν επιτρέπει σε πολλούς παίχτες να αναπροσαρμόσουν έγκαιρα τη στρατηγική τους. Μετά την κατάρρευση των τραπεζών στις ΗΠΑ και τους κλυδωνισμούς στην Credit Suisse, ο φόβος διάχυσης της κρίσης δημιουργεί δεύτερες σκέψεις στους κεντρικούς τραπεζίτες. Πλέον οι αγορές τιμολογούν μικρότερες αυξήσεις επιτοκίων και χαμηλότερα ταβάνια, καθώς εκτιμούν ότι οι κεντρικές τράπεζες θα λάβουν υόψη τη ζημιά που προκαλούν στο χρηματοπιστωτικό σύστημα.
Εκτός ταμπλό η Credit Suisse
Σε νέο ιστορικό χαμηλό κατακρημνίστηκαν οι μετοχές της Credit Suisse την Τετάρτη, καταγράφοντας πτώση της τάξης του 30%. Σε αυτόματη αναστολή και η Societe General στη Γαλλία, η Monte Dei Paschi στην Ιταλία και η Unicredit.
Αφορμή για το νέο sell-off αποτέλεσε η ανακοίνωση της Saudi National Bank, που αποτελεί τον μεγαλύτερο μέτοχο της Credit Suisse, ότι δεν σκοπεύει να επενδύσει με νέα κεφάλαια. Ο Ammar Al Khudairy, επικεφαλής του μεγαλύτερου μετόχου του ομίλου Credit Suisse, της Saudi National Bank, δήλωσε συγκεκριμένα ότι δεν θα αγοράσει περισσότερες μετοχές της ελβετικής τράπεζας, επικαλούμενος λόγους του ρυθμιστικού πλαισίου.
«Δεν μπορούμε να το κάνουμε γιατί θα υπερβούμε το 10%. Είναι ένα ρυθμιστικό ζήτημα» είπε μιλώντας στο πρακτορείο.
Η δήλωση αυτή, έδωσε την αίσθηση απώλειας εμπιστοσύνης προκαλώντας πανικό στις αγορές. Προηγουμένως, την Τρίτη, ο CEO της Credit Suisse ζητούσε από τους επενδυτές υπομονή, υποστηρίζοντας ότι έχει αρχίσει η υλοποίηση του σχεδίου αναδιάρθρωσης και ότι καταγράφονται εκ νέου εισροές καταθέσεων.
Η σαουδαραβική τράπεζα κατέχει μερίδιο 9,88% στην Credit Suisse, σύμφωνα με στοιχεία της Refinitiv. Είχε αγοράσει το μερίδιο αυτό έναντι 1,4 δισ. φράγκων και καταγράφει ήδη ζημιά 500 εκατ. φράγκων επί της επένδυσής της, σύμφωνα με το Bloomberg.
Οι μετοχές της ελβετικής τράπεζας στο χρηματιστήριο της Ζυρίχης υποχώρησαν σε νέα ιστορικά χαμηλά επίπεδα την Τετάρτη, έπειτα από τη «βουτιά» που είχε προηγηθεί νωρίτερα μέσα στην εβδομάδα με φόντο την κατάρρευση της Silicon Valley Bank. Η δεύτερη μεγαλύτερη τράπεζα της Ελβετίας επιδιώκει να ανακάμψει από μια σειρά σκανδάλων που έχουν υπονομεύσει την εμπιστοσύνη των επενδυτών και των πελατών της.
Πρέπει να σημειωθεί ότι η χρηματοπιστωτική κρίση του 2008 οδήγησε σε κύμα δολοφονιών και αυτοκτονιών τραπεζιτών, πολλές φορές υπό αδιευκρίνιστες συνθήκες, ενώ άλλα τον φλοιό του τραπεζικού συστήματος, ιδιαίτερα στην Ευρώπη. Οι νέοι πιο αυστηροί κανονισμοί, μάλιστα, ανάγκασαν πολλές τράπεζες, μεταξύ των οποίων τη Deutsche Bank να αποσυρθεί από τις ΗΠΑ και να αλλάξει …concept.
Χρεοκοπία δείχνουν τα CDS
Καθώς οι μετοχές υποχωρούν και η ανησυχία κλιμακώνεται, τα ασφάλιστρα κινδύνου (CDS) της Credit Suisse εκτινάχθηκαν στα ύψη. Έφτασαν να διαπραγματεύονται 18 φορές υψηλότερα από τα CDS της επίσης ελβετικής UBS και 9 φορές υψηλότερα από εκείνα της γερμανικής Deutsche Bank. Μάλιστα, το Bloomberg επισημαίνει ότι «τα επίπεδα αυτά είναι ανάλογα με εκείνα που βλέπαμε στα cds των ελληνικών τραπεζών κατά την κορύφωση της κρίσης χρέους».
Την Τρίτη η Credit Suisse ανακοίνωσε ότι εντόπισε «ουσιώδεις αδυναμίες» στις διαδικασίες υποβολής εκθέσεων αποτελεσμάτων για τα οικονομικά έτη 2022 και 2021, προσθέτοντας ότι υιοθετεί ένα σχέδιο αποκατάστασης.
Panic selling στην Ευρώπη
Η ανησυχία για την «υγεία» της Credit Suisse πυροδότησε συνθήκες πανικού και μαζικές ρευστοποιήσεις στις ευρωπαϊκές αγορές μετοχών με τις τράπεζες να βρίσκονται στο επίκεντρο των πιέσεων. O δείκτης Stoxx Banks 600 κάνει βουτιά 7%, διολισθαίνοντας στα χαμηλότερα επίπεδα από τις αρχές Ιανουαρίου. Η BNP Paribas βλέπει τη μετοχή της να υποχωρεί 11%, ενώ η αθροιστική κεφαλαιοποίηση των ευρωπαϊκών τραπεζών μειώνεται κατά περισσότερο από 60 δισ. δολάρια, σύμφωνα με υπολογισμούς του Bloomberg.
Ο πανικός παρασύρει και το Χρηματιστήριο Αθηνών με τον Γενικό Δείκτη στο -4,3% και τις τράπεζες στο -9%.
Sell-off στη Wall Street
Με «βουτιά» 500 μονάδων (1,6%) άνοιξε ο Dow Jones τη Τετάρτη, ενώ απώλειες 1,5% καταγράφει ο Nasdaq και 1,2% ο S&P 500. Οι μετοχές των τραπεζών βρίσκονται στο επίκεντρο πωλήσεων, με τη Citigroup και τη Wells Fargo να υποχωρούν περίπου 5% εκάστη. Goldman Sachs και Bank of America είναι στο -4% και -3% αντίστοιχα, ενώ η First Republic γράφει βαρύτερες απώλειες της τάξης του 10%.