Την απόφαση να μην αναβαθμίσει την Ελλάδα σε αυτή τη φάση ανακοίνωσε ο οίκος Scope Ratings, αν και είχε θέσει τις προοπτικές σε “θετικές” από την προηγούμενη αξιολόγηση, διατηρώντας έτσι τη χώρα ένα σκαλοπάτι πριν από την επενδυτική βαθμίδα, στο BB+.
Ο οίκος Scope Ratings ανακοίνωσε ότι διατηρεί την αξιολόγηση ΒΒ+ για το ελληνικό αξιόχρεο, διατηρώντας παράλληλα και θετικό outlook, κρατώντας έτσι την Ελλάδα μια βαθμίδα κάτω από την επενδυτική.
Η έκθεση της Scope λαμβάνει υπόψη τις εκλογές, όχι όμως τις πρόσφατες εξελίξεις με την τραγωδία στα Τέμπη και τις πιθανές επιπτώσεις της στην κοινωνική συνοχή, τα γκάλοπ και τις κάλπες. Στην αξιολόγηση αναφέρεται στην πιθανότητα προκήρυξης εκλογών στις 9 Απριλίου, σενάριο που τώρα φαίνεται ότι εγκαταλείπεται.
Σε επίπεδο επισημάνσεων και προειδοποιήσεων η Scope στέκεται στην προοπτική αύξηση των αναγκών εξυπηρέτησης του δημόσιου χρέους από το 5 στο 9,4% τα προσεχή χρόνια. Επίσης, αναφέρει την χαμηλή ποιότητα των κεφαλαίων των τραπεζών και τη διπλή έκθεση του Δημοσίου μέσω της αναβαλλόμενης φορολογίας και του “Ηρακλή”, αναφέροντας ότι ακόμα κι όταν οι τράπεζες περνάνε επιτυχώς τα stress tests ο αντίκτυπος στα δημοσιονομικά μεγέθη είναι μεγάλος. Τέλος, ο οίκος αξιολόγησης υπογραμμίζει το δημογραφικό ως μόνιμο πρόβλημα που υπονομεύει την ευρύτερη θετική προοπτική.
Στα αρνητικά, η Scope αναφέρει την δομικά υψηλή ανεργία και την μεγάλη έλλειψη κεφαλαίου/επενδύσεων σε πολλούς τομείς της οικονομίας.
Τα κύρια σημεία
Ειδικότερα, όπως αναφέρει σε σχετική έκθεση, η ισχυρή μείωση του δείκτη χρέους γενικής κυβέρνησης και του ελλείμματος γενικής κυβέρνησης από το 2020 αντιπροσωπεύει πιστωτική ισχύ, υποστηριζόμενη από την οικονομική ανάκαμψη, τον αυξημένο πληθωρισμό παράλληλα με την εξυγίανση του πρωτογενούς δημοσιονομικού ελλείμματος. Η δημοσιονομική δυναμική ενισχύεται περαιτέρω από τις προηγούμενες σημαντικές βελτιώσεις στη δομή του δημόσιου χρέους.
Οι πολιτικές διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων έχουν περιορίσει σημαντικά τους δείκτες των υψηλών μη εξυπηρετούμενων δανείων (NPL) και έχουν ενισχύσει τη σταθερότητα του τραπεζικού συστήματος, ενώ έχουν δρομολογηθεί πολιτικές που κινητοποιούν επενδύσεις του ιδιωτικού τομέα.
Η Scope προβλέπει ότι η ελληνική ανάπτυξη θα κυμανθεί στο 1,3% το 2023 και στο 2,0% το 2024, μετά από εκτιμώμενη άνοδο 4,9% το 2022.
Ωστόσο, οι προκλήσεις για την πιστοληπτική ικανότητα της Ελλάδας παραμένουν:
Πρώτον, το υψηλό δημόσιο χρέος, το οποίο αποτελεί συνεχή ευπάθεια καθώς οι αγορές επανεκτιμούν τον κίνδυνο που σχετίζεται με τις υπερχρεωμένες χώρες της ευρωζώνης εν μέσω αυξημένου πληθωρισμού και αυξήσεων επιτοκίων.
Επιπλέον, η σταδιακή αποδυνάμωση της ισχυρής δομής του χρέους, με αύξηση του κόστους αναχρηματοδότησης, σταδιακή μετάβαση της ιδιοκτησίας του από τον επίσημο στον ιδιωτικό τομέα και μείωση του μέσου όρου διάρκειας του νέου χρέους συνιστά πιστωτική πρόκληση.
Δεύτερον, οι αδυναμίες του τραπεζικού τομέα που σχετίζονται με τους μειωμένους δείκτες κεφαλαιακής επάρκειας, την ενίσχυση των διασυνδέσεων κρατικών τραπεζών και τα αυξημένα NPLs σε σύγκριση με τους μέσους όρους της ζώνης του ευρώ αντικατοπτρίζουν πιστωτική αδυναμία.
Κίνδυνοι ESG
Περιβάλλον: Η Ελλάδα είναι εκτεθειμένη σε κινδύνους φυσικών καταστροφών, όπως πυρκαγιές και ξηρασίες,
Επιπλέον, αντιμετωπίζει τις υπάρχουσες προκλήσεις σχετικά με τη διαχείριση των υδάτων, την ατμοσφαιρική ρύπανση και τη στροφή του ενεργειακού μείγματος σε καθαρότερες πηγές. Το 2021, το κλιματικό αποτύπωμα της Ελλάδας ήταν κάτω από τον μέσο όρο της ΕΕ (κατά κεφαλήν εκπομπές 4,8 τόνοι CO2/έτος έναντι του μέσου όρου της ΕΕ 6,7), ενώ το 35% της ηλεκτρικής ενέργειας προερχόταν από ανανεώσιμες πηγές ενέργειας (λίγο κάτω από τον μέσο όρο της ΕΕ 37%) από το 2020. Η κυβέρνηση στοχεύει να επιτύχει μειώσεις >55% των αερίων του θερμοκηπίου εκπομπές έως το 2030 σε σύγκριση με τα επίπεδα του 2005, 80% έως το 2040 πριν από την πλήρη ουδετερότητα άνθρακα έως το 2050.
Ωστόσο, η διαφοροποίηση του ενεργειακού μείγματος της Ελλάδας πρέπει να επιταχυνθεί περαιτέρω: από το 2020, το 50% του ενεργειακού μείγματος αποτελούνταν από αργό πετρέλαιο και το 24% από φυσικό αέριο. Η έκδοση πράσινου κρατικού ομολόγου έχει αναβληθεί για τα τέλη του 2023 λόγω των συνθηκών της αγοράς.
Κοινωνικά: Η Ελλάδα αντιμετωπίζει μετανάστευση και μείωση του πληθυσμού σε ηλικία εργασίας,
την ήδη υψηλή και εντεινόμενη εξάρτηση από τους ηλικιωμένους και την διαρθρωτικά υψηλή ανεργία. Στην Ελλάδα η ανεργία διαμορφώθηκε στο 10,8%, έναντι μέσου όρου της ΕΕ 6,1% τον Ιανουάριο του 2023. Η ανεργία στην Ελλάδα, ωστόσο, βρίσκεται σε μια σταθερά πτωτική πορεία.
Η ανεργία των ατόμων κάτω των 25 ετών ήταν αυξημένη 28,9% τον Δεκέμβριο, κάτω από το 29,6% της Ισπανίας, αλλά πάνω από το 22,2% της Ιταλίας. Περιφερειακές ανισότητες είναι εμφανείς στην παραγωγικότητα και στις συνθήκες της αγοράς εργασίας, με σχεδόν τα δύο τρίτα της οικονομικής δραστηριότητας συγκεντρώνονται σε περιοχές της Αττικής και της βόρειας Μακεδονίας. Το μερίδιο
ατόμων που κινδυνεύουν από τη φτώχεια και τον κοινωνικό αποκλεισμό είναι ακόμα υψηλό, στο 28,3% το 2021.
Διακυβέρνηση: Ενώ η Ελλάδα σημειώνει μέτρια βαθμολογία των δεικτών Παγκόσμιας Διακυβέρνησης της Παγκόσμιας Τράπεζας, μια ατζέντα μεταρρυθμίσεων από το 2017 έχει προωθήσει τη θεσμική αποτελεσματικότητα σε τομείς όπως η φορολογική διοίκηση και συμμόρφωση, το δικαστικό σύστημα, η δημόσια διοίκηση και η καταπολέμηση της διαφθοράς.
Η αποτελεσματική εφαρμογή ενός προγράμματος οικονομικής και θεσμικής μεταρρύθμισης
έχει προωθηθεί από συγκριτικά σταθερές συνθήκες χάραξης πολιτικής υπό την απόλυτη
κοινοβουλευτική πλειοψηφία της κυβέρνησης του πρωθυπουργού Κυριάκου Μητσοτάκη από το 2019. Το κόμμα του ηγείται στις δημοσκοπήσεις, ενόψει των επόμενων εκλογών που ενδέχεται να ανακοινωθούν για τις 9 Απριλίου 2023, με νέο σύστημα αναλογικής εκπροσώπησης. Ένας δεύτερος γύρος εκλογών φαίνεται πιθανός σε αυτό το στάδιο. Οποιαδήποτε εκλογική αβεβαιότητα ή/και μετεκλογική στροφή της δημοσιονομικής πολιτικής θα μπορούσε να δημιουργήσει οικονομικούς κινδύνους.