Διεθνώς, η αντιπαράθεση για τον αντίκτυπο των κυρώσεων στη Ρωσία εντείνεται, ενώ όλες οι πλευρές επικεντρώνουν στα οικονομικά στοιχεία για να αποδείξουν τους ισχυρισμούς τους, αυτά είναι… αμφίσημα ή παρουσιάζονται ελλειπτικά, υπονομεύοντας την ουσιαστική αξία της σύγκρισης. Αυτό που έχει πραγματικά αξία είναι η διατηρησιμότητα των κυρώσεων, η έκταση της αναδιάρθρωσης του ευρωπαϊκού ενεργειακού τομέα και η βιωσιμότητα της οικονομίας της Ρωσίας, υπό τις παρούσες συνθήκες.
- Ραγδαία αύξηση των εσόδων της Ρωσίας από εξαγωγές ενέργειας
- Μεγάλη μείωση του όγκου των ρωσικών εξαγωγών
- Αναδιάταξη ενεργειακού μίγματος από την Ευρώπη
- Στροφή σε νέες αγορές για τη Ρωσία, αλλά με το άγχος της εξάντλησης
- Η στρατηγική τοποθέτηση του Πεκίνου
- Η νέα σχέση Πούτιν – Σι
Είναι γεγονός ότι ως αποτέλεσμα του πολέμου στην Ουκρανία οι τιμές του φυσικού αερίου και της ενέργειας γενικότερα εκτοξεύθηκαν, πρόκειται ωστόσο για τάση που εντάθηκε αλλά δεν ξεκίνησε στις 24 Φεβρουαρίου του 2021, αλλά ιδιαίτερα για την Ευρώπη ήταν αποτέλεσμα της ενεργειακής πολιτικής πράσινης μετάβασης, όπως έχουν επισημάνει πολλοί παράγοντες, μεταξύ των οποίων ο πρόεδρος του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου Σαρλ Μισέλ και ο πρόεδρος του Eurorometaux Βαγγέλης Μυτιληναίος.
Ακόμα όμως κι έτσι, ο οικονομικός πόλεμος ΗΠΑ, ΕΕ με τη Ρωσία, επέτεινε το πρόβλημα, ανατροφοδοτώντας την ανοδική δυναμική στη βάση πολλαπλών ανησυχιών, άλλοτε για την ασφάλεια και επάρκεια των προμηθειών σε βάθος χρόνου και άλλοτε υπό τον κίνδυνο άμεσων διακοπών τροφοδοσίας από τη Ρωσία.
Διαβάστε επίσης: Τί λέει η S&P για τις κυρώσεις στη Ρωσία
Συνδυαστικά, οι συνθήκες αυτές ώθησαν τις τιμές του φυσικού αερίου σε ιστορικά υψηλά στην Ευρώπη, ενώ συμπαρέσυραν και τον άνθρακα, καθώς οι χώρες αποφάσισαν να επαναλειτουργήσουν μονάδες που είχαν τεθεί σε αδράνεια για να αποφύγουν blackout και να περιορίσουν ενεργειακό κόστος.
Αυτό οδήγησε σε εκρηκτική αύξηση των εσόδων της Ρωσίας από την εξαγωγή φυσικού αερίου, κυρίως, αλλά και άνθρακα και πετρελαίου. Η ΕΕ στην προσπάθεια να σταματήσει τη χρηματοδότηση του πολέμου στην Ουκρανία, έθεσε πλαφόν τιμών και περιόρισε τις εισαγωγές ορυκτών καυσίμων και διυλισμένων προϊόντων από τη Ρωσία. Έτσι, η εικόνα είναι διττή! Από τη μια τα έσοδα της Ρωσίας αυξήθηκαν -παράλληλα και των ΗΠΑ, που αύξησαν τις προμήθειες στην Ευρώπη και σε υψηλότερες τιμές-, ενώ την ίδια στιγμή οι όγκοι πωλήσεων από τη Ρωσία προς την Ευρώπη μειώθηκαν.
Ο πόλεμος και η επόμενη μέρα
Στην πραγματικότητα, η Ρωσία απέκτησε κεφάλαια που θα μπορέσουν να συντηρήσουν την “πολεμική οικονομία” της, αλλά μεσομακροπρόθεσμα η προοπτική καταδεικνύει αποδυνάμωση του γεωοικονομικού της αποτυπώματος, που συνεπάγεται μειωμένη επιρροή, διεθνώς.
Σε γεωοικονομικό επίπεδο, η Ρωσία ακόμα κι αναπληρώσει από άλλες αγορές τους όγκους των εξαγωγών της, θα είναι αναγκασμένη να πουλάει σε μεγαλύτερες αποστάσεις, σε χώρες με μικρότερη γεωπολιτική επιφάνεια και σε χαμηλότερες τιμές. Ταυτόχρονα, μεγαλύτερος πελάτης της θα καταστεί η Κίνα, η οποία όμως έχει διαφοροποιημένες ενεργειακές εισαγωγές, που συνεπάγεται ότι το Πεκίνο θα διαθέτει ισχυρότερο μοχλό πίεσης στις διμερείς σχέσεις.
Ακόμα και υπό το πρίσμα της συγκρότησης αντιδυτικού πόλου με άξονα τις BRICS, η προστιθέμενη αξία της Ρωσίας θα είναι σαφώς μικρότερη. Αντιθέτως, η Κίνα αναδύεται ως μείζον πόλος και καθοριστικός εταίρος, με τη Μόσχα να αναγκάζεται να ευθυγραμμίζεται με το Πεκίνο. Κάτι τέτοιο θα μπορούσε να επιφυλάσσει ένα ιδιαίτερα δυστοπικό γεωπολιτικό μέλλον για τη Μόσχα ως το έτερο “σκυλί” του Πεκίνου, δίπλα στη Βόρεια Κορέα.
Καθώς η επόμενη ημέρα γεωοικονομικά και γεωπολιτικά θα καθοριστεί από τον ανταγωνισμό ΗΠΑ – Κίνας, ο οποίος το 2023 αναμένεται να οδηγήσει σε μια πιο σαφή σχέση όσον αφορά την τεχνολογία και το εμπόριο και σε ένα νέο, ανεπίσημα- αποδεκτό status quo στη Νότια Σινική Θάλασσα, οι λεονταρισμοί της Ρωσίας δεν θα είναι παρά μια παράμετρος της εξίσωσης αυτής.
Το νέο αυτό σκηνικό, με το Πεκίνο να αναδεικνύεται σε γεωπολιτικό hub, συσπειρώνοντας εκόντες, άκοντες τα BRICS και άλλους παίχτες, οδηγεί σε έναν κόσμο, στον οποίο η Ευρωπαϊκή έκφραση μπορεί επίσης να περιοριστεί και να εκφράζεται πάλι μέσω των ΗΠΑ…
Συνεπώς, οι κίνδυνοι που αναδύονται είναι ευρύτεροι. Η επιβολή ενός νέου δίπολου ΗΠΑ – Κίνας, θα μπορούσε να αποδυναμώσει πολλές περιφερειακές οικονομίες.