Σε προπολεμικά επίπεδα έχουν επιστρέψει οι τιμές του φυσικού αερίου στην Ευρώπη, με το TTF να υποχωρεί κατά 9% στα 73 ευρώ η μεγαβατώρα στην πρώτη συνεδρίαση του 2023, πτώση όμως που θεωρείται περισσότερο συγκυριακή και λιγότερο βιώσιμη, ενώ δεν αντικατοπτρίζει την πραγματική κατάσταση και τις προοπτικές.
Οι ευρωπαϊκές τιμές φυσικού αερίου επέκτειναν τις απώλειες κατά την πρώτη συνεδρίαση του 2023, υποχωρώντας στα 73 €/MWh, ένα νέο χαμηλό από τον Φεβρουάριο του 2022, που φέρνει τις τιμές σε προπολεμικά επίπεδα.
Οι τιμές είναι επίσης περισσότερο από 75% κάτω από τα επίπεδα ρεκόρ των 350 ευρώ που σημειώθηκαν τον Αύγουστο, καθώς οι εισαγωγές ρεκόρ LNG και τα πληρότερα από τα κανονικά αποθέματα αμβλύνουν τις ανησυχίες για ελλείψεις.
Ο ηπιότερος καιρός, η αυξημένη παραγωγή αιολικής ενέργειας και οι χαμηλότερες εξαγωγές στη γειτονική Γαλλία επέτρεψαν στη Γερμανία να αναπληρώσει τις εγκαταστάσεις αποθήκευσης για όγδοη συνεχή ημέρα. Ταυτόχρονα, οι προμήθειες από τη Ρωσία που αποστέλλονται μέσω της Ουκρανίας είναι σταθερές και οι μετεωρολογικές προβλέψεις δείχνουν κανονικές έως άνω του μέσου όρου θερμοκρασίες μέχρι τις αρχές Ιανουαρίου.
Στο πολιτικό μέτωπο, οι ηγέτες της ΕΕ κατέληξαν σε συμφωνία για το ανώτατο όριο των τιμών του φυσικού αερίου, εάν οι τιμές του ολλανδικού συμβολαίου TTF επόμενου μήνα υπερβούν τα 180 €/MWh για τρεις ημέρες και εάν η τιμή του LNG είναι πάνω από 35 €/MWh.
Συνολικά, πάντως, το 2022 οι τιμές του φυσικού αερίου σημείωσαν άνοδο μόλις 14% σε ετήσια βάση, αποτέλεσμα που απέχει πολύ από τις συνθήκες ενεργειακής κρίσης που επικράτησαν μετά την έναρξη του πολέμου στην Ουκρανία και ενώ η ΕΕ επιμένει στην πολιτική ενεργειακής μετάβασης.
Auditor’s note: Χωρίς βιωσιμότητα
Όπως έχει επισημάνει και ο Βαγγέλης Μυτιληναίος, η μείωση των τιμών επόμενου μήνα στο TTF είναι περισσότερο εικονική και λιγότερο πραγματική, καθώς οφείλεται σε συγκυριακούς λόγους και σε μια περίοδο που δεν εισάγονται νέα φορτία LNG.Στην πραγματικότητα, οι αγορές αποτιμούν την προοπτική ήπιας ζήτησης, λόγω των καλύτερων από των συνηθισμένων καιρικών συνθηκών που επικρατούν στην Ευρώπη.
Πρόκειται, συνεπώς, για συγκυριακούς παράγοντες. Επίσης, η αυξημένη παραγωγή αιολικής ενέργειας συμβάλλει στην καλύτερη και με φθηνότερη ενέργεια εξυπηρέτηση της ζήτησης, αλλά οι ΑΠΕ δεν έχουν αξιοπιστία, αλλά η απόδοσή τους είναι σε μεγάλο βαθμό τυχαία και η προβλεψιμότητα τους περιορισμένη, ενώ η ανταπόκρισή τους στα peak της ζήτησης ανύπαρκτη ή μόνο τυχαία.