Απόφαση που περιορίζει την δημόσια πρόσβαση σε στοιχεία για τους πραγματικών ιδιοκτητών εταιριών έλαβε το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο, η οποία αν αναμενόμενη -στη βάση της λογικής του έννομου συμφέροντος- εν τούτοις προκάλεσε έντονες αντιδράσεις από τις ΜΚΟ, ενώ η Κομισιόν δεν έχει ακόμη τοποθετηθεί.
Την περίοδο που οι δημοσιογραφικές αποκαλύψεις για το ξέπλυμα βρόμικου χρήματος και τη φοροδιαφυγή καθορίζουν την πολιτική ατζέντα και συμβάλλουν στην κάθαρση του συστήματος στην Ευρώπη και Διεθνώς, το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο ανακοίνωσε την απόφασή του να περιορίσει το δικαίωμα πρόσβασης στα δεδομένα καταλόγων ιδιοκτησίας των εταιριών.
Η απόφαση του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου ήταν εν πολλοίς αναμενόμενη στη βάση ερμηνείας της στενής έννοιας του έννομου συμφέροντος, με την Ολλανδία να περιορίζει ήδη τη δημοσιότητα των μητρώων μετόχων για τις εταιρίες, κάτι που αναμένεται να πράξει άμεσα και η Κύπρος και πιθανότητα και η Ιρλανδία, χώρες με μακρά παράδοση ως φορολογικοί παράδεισοι.
Παράλληλα όμως εγείρεται και μια ευκαιρία για νέα νομοθετική παρέμβαση από την Κομισιόν, με στόχο τη διασφάλιση της διαφάνειας, στο πλαίσιο του κράτους Δικαίου και της προσβασιμότητας για την ενημέρωση. Η Κομισιόν, βέβαια, δεν έχει ακόμη τοποθετηθεί επί του θέματος, αλλά η ένταση με την οποία αντιδρούν ΜΚΟ και άλλοι παράγοντες αναμένεται να ανεβάσει το θέμα στην κορυφή της πολιτικής ατζέντας, καθώς έρχεται τη στιγμή που οι δημοσιογραφικές αποκαλύψεις σκιαγραφούν ένα μάλλον δυσάρεστο πολιτικο-επιχειρηματικό τοπίο.
Οι ανώνυμες και κρυφές εταιρίες είναι τα οχήματα επιλογής για τους διεφθαρμένους παγκοσμίως για να κρύψουν κεφάλαια και να αποφύογυν στις χώρες φορολογικά έσοδα που θα μπορούσαν να χρησιμοποιηθούν για την τόνωση των οικονομιών και τη χρηματοδότηση της υγείας και της εκπαίδευσης. Η Global Financial Integrity, μια ΜΚΟ με έδρα την Ουάσιγκτον, εκτιμά ότι μεταξύ 2001 και 2010, οι παράνομες χρηματοοικονομικές ροές από αναπτυσσόμενες χώρες ανήλθαν συνολικά σε 5,8 τρισεκατομμύρια δολάρια.
Auditor’s note: Η λογική του παραλόγου
Στην πραγματικότητα το ΕΔΕΚ αποφάσισε αντιμετωπίζοντας ένα συγκεκριμένο θέμα και χωρίς να προσεγγίσει το ζήτημα της διαφάνειας ολιστικά. Οι προσφυγές αφορούσαν την παραβίασης του δικαιώματος στην ιδιωτικότητα, από τη λειτουργία της οδηγίας για τη δημοσιοποίηση δεδομένων, εκτός των αρχών. Το ζήτημα όμως, συνολικά, αφορά τη σύγκρουση ιδιωτικού και δημόσιου συμφέροντος. Το δικαίωμα στη ιδιωτικότητα αποτελεί προφυλασσόμενο ατομικό δικαίωμα, ενώ η διαφάνεια, είναι πυλώνας του κράτους Δικαίου κι της προάσπισης του Δημοσίου Συμφέροντος. Το Δικαστήριο, όμως αντιλήφθηκε τη διαφάνεια ως προς τις αρχές, οι οποίες θα συνεχίσουν να έχουν πρόσβαση. Εν προκειμένω όμως, η πρόσβαση των πολιτών στα στοιχεία αποτελεί εξίσου δικλείδα ασφαλείας για την λογοδοσία και τον έλεγχο ως προς τη διασφάλιση του έννομου συμφέροντος του Δημοσίου.Το ζήτημα μπορεί να αναλυθεί σε πολλά ακόμα νομικά επίπεδα. Σε αυτή τη φάση όμως, τίθεται πολιτικά.
Το νομικό σκέλος
Η διάταξη της πέμπτης οδηγίας της ΕΕ για την καταπολέμηση της νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες του 2018, AMLD5, που εγγυάται την πρόσβαση του κοινού σε πληροφορίες σχετικά με τους πραγματικούς ιδιοκτήτες των εταιριών, ήταν η βελτίωση της προγενέστερης AMLD5, AMLD4. Αυτό επέμενε σε ένα «νόμιμο συμφέρον» για πρόσβαση σε δεδομένα πραγματικής ιδιοκτησίας, όπως αυτή που κατέχουν οι φορολογικές αρχές και οι ερευνητές χρηματοοικονομικής απάτης.
Ωστόσο, μετά από ενστάσεις στα μητρώα επιχειρήσεων του Λουξεμβούργου που κατατέθηκαν από δύο εγχώριες εταιρίες, οι οποίες αμφισβητούσαν τη συμβατότητα αυτής της διάταξης ανοικτής πρόσβασης στο AMLD5 με το δικαίωμα στην ιδιωτική ζωή, η υπόθεση κατέληξε στο ΔΕΚ.
Επικαλούμενη ανησυχίες για το απόρρητο, το ΔΕΚ ακύρωσε τις νομικές υποχρεώσεις των εταιριών, καταπιστευμάτων και άλλων νομικών οντοτήτων να αποκαλύπτουν δημόσια την ταυτότητα των πραγματικών ιδιοκτητών τους, αφού κατέληξε στο συμπέρασμα ότι η δυνατότητα πρόσβασης του κοινού σε αυτές τις πληροφορίες παραβιάζει τα βασικά δικαιώματα στην ιδιωτική ζωή και την προστασία των προσωπικών δεδομένων, όπως ορίζονται στην Χάρτης της ΕΕ.
Ο αντίκτυπος της απόφασης έγινε αμέσως αισθητός: από τη στιγμή της δημοσίευσης, πέντε χώρες – Λουξεμβούργο, Ολλανδία, Βέλγιο, Μάλτα και Ιρλανδία – καθώς ανέστειλαν ακαριαία την πρόσβαση του κοινού σε μητρώα που περιέχουν πληροφορίες σχετικά με τους τελικούς πραγματικούς δικαιούχους εταιρειών ή καταπιστεύματα. Ειδικότερα, η υπουργός Οικονομικών της Ολλανδίας Sigrid Kaag έδωσε εντολή να κλείσουν τα μητρώα για το κοινό σε προσωρινή βάση, ενώ εξετάζονται οι επιπτώσεις της δικαστικής απόφασης. Άλλοι ενδέχεται να περιμένουν επίσημες οδηγίες από την Ευρωπαϊκή Επιτροπή ή αλλαγές στην εθνική ή ενωσιακή νομοθεσία.
Η Επιτροπή δεν έχει απαντήσει ακόμη στην απόφαση του ΔΕΚ, «Με την πρόσβαση του κοινού σε μητρώα σε ολόκληρη την ΕΕ πλέον ανακληθεί, τα η διακίνηση βρόμικου χρήματος θα ανακάμψει στην ΕΕ», προέβλεψε το Δίκτυο Φορολογικής Δικαιοσύνης.
Σύγκρουση… εννοιών
Ορισμένοι ειδικοί, ωστόσο, υποστηρίζουν ότι η διατύπωση της απόφασης του ΔΕΚ υποδηλώνει ότι οι ερευνητές δημοσιογράφοι και οι οργανώσεις κατά της διαφθοράς θα εξακολουθούν να έχουν πρόσβαση σε δεδομένα δικαιούχων ιδιοκτησίας –αν και αυτή η απόφαση αναμφίβολα θα το καταστήσει δυσκολότερο– ενώ η ίδια η απόφαση στην πραγματικότητα παρουσιάζει μια ευκαιρία για αναθεώρηση της εσφαλμένης νομοθεσίας ζητήματα απορρήτου.
Ο Roland Papp, ανώτερος υπεύθυνος πολιτικής της Διεθνούς Διαφάνειας ΕΕ, δήλωσε ότι τα ευρωπαϊκά νομοθετικά και εκτελεστικά όργανα θα πρέπει τώρα να αντιμετωπίσουν την απόφαση του ΔΕΚ «παρέχοντας εγγυήσεις για την πρόσβαση, στο πλαίσιο της 6ης Οδηγία της ΕΕ για την καταπολέμηση της νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες». Αυτό θα πρέπει επίσης να περιλαμβάνει «ακριβείς διατάξεις που συμβιβάζουν την πρόσβαση του κοινού με ανησυχίες για το απόρρητο και την ασφάλεια».
Άλλοι θέλουν να προχωρήσουν περαιτέρω, υποστηρίζοντας ότι αυτό μπορεί να είναι μια ευκαιρία να προχωρήσουμε πέρα από την έννοια του «νόμιμου συμφέροντος» συνολικά, η οποία στην προηγούμενη ενσάρκωσή της, υπό την AMLD4, δεν λειτούργησε καλά.
«Συμβουλεύουμε τις κυβερνήσεις εδώ και χρόνια να μην στηρίζουν τη νομική βάση για την αποκάλυψη δικαιώματος ιδιοκτησίας σε καθαρά αντι-
νομοθεσία για το ξέπλυμα χρήματος… Δεν ήταν ένα λειτουργικό σύστημα. Ποιος έχει έννομα συμφέροντα; Είναι όλα δημοσιογράφοι; Πρέπει τώρα να ορίσουμε τι είναι νομική οργάνωση της κοινωνίας των πολιτών; Είναι ένα φαινόμενο ντόμινο των προβλημάτων», δήλωσε ο Thom Townsend, εκτελεστικός διευθυντής και επικεφαλής στρατηγικής της Open Ownership, που βοηθά τις κυβερνήσεις να αναπτύξουν την πολιτική και την τεχνολογία για την παροχή ανοιχτών δεδομένων σχετικά με τους πραγματικούς ιδιοκτήτες εταιρειών στη δικαιοδοσία τους.
Η επόμενη μέρα
Οι ειδικοί υποστηρίζουν ότι υπάρχει τώρα μια ευκαιρία να γίνει ανοιχτή αποκάλυψη δικαιώματος ιδιοκτησίας για το μέλλον και να μην τεθεί μια ωρολογιακή βόμβα στο επίκεντρο, όπως υπάρχει αυτή τη στιγμή με την AMLD.
«Υπάρχουν δρόμοι προς τα εμπρός και καλές συμβιβαστικές λύσεις και αυτή είναι μια ευκαιρία να τις εξερευνήσουμε, σκεφτείτε πώς μπορούμε να χρησιμοποιήσουμε τη νέα τεχνολογία και όλα τα υπόλοιπα», λέει ο Townsend.
Ωστόσο, τέτοιες εφαρμόσιμες νέες λύσεις θα απαιτούσαν την προθυμία των κυβερνήσεων και των υπερεθνικών οργανισμών όπως η ΕΕ να επανεξετάσουν αυτόν τον τομέα.
«Η κλίμακα ενέργειας που απαιτείται είναι για να μετακινηθούν βουνά και στην προκειμένη περίπτωση δεν νομίζω ότι υπάρχει. Εννοώ, γιατί να υπάρχει; Δεν έχει ξαναγίνει», κατέληξε ο Τάουνσεντ.