Μια ακόμη νίκη σε θεσμικό επίπεδο, έναντι του SSM, φαίνεται ότι πέτυχαν οι τραπεζίτες στην Ευρωζώνη, καθώς εξασφαλίζουν μια διαφοροποιημένη προσέγγιση στο ζήτημα της πληρωμής μερισμάτων, θέτοντας εκτός συζήτησης το μοντέλο BEAST που εφαρμόστηκε στην περίοδο της πανδημίας.
Σε ad hoc βάση και με συμμετοχή του εθνικού επόπτη θα δίδεται από τον SSM το πράσινο φως για τη διανομή μερίσματος στους μετόχους των τραπεζών, μετά από έντονη συζήτηση που κινδύνευσε να οδηγήσει σε διελκυστίνδα μεταξύ τραπεζιτών και ΕΚΤ, καθώς είχε τεθεί επί τάπητος -εκ νέου- το θέμα της απαγόρευσης για ένα έτος.
Η εξέλιξη αυτή αποτελεί “νίκη” των τραπεζιτών έναντι του επικεφαλής του εποπτικού συμβουλίου της ΕΚΤ, Αντρέα Ενρία, ο οποίος δέχθηκε και πολιτικά πυρά για την άσκηση υπερβολικά αυστηρής πολιτικής προς τράπεζες κατά τη διάρκεια της πανδημίας, με αποτέλεσμα να υπονομευτεί η αξιοπιστία του.
Background note: Ο Ενρία χάνει μάχες
Πρέπει να σημειωθεί ότι προηγουμένως οι τράπεζες είχαν κερδίσει και τη μάχη για τον τρόπο εφαρμογής των κριτηρίων της Βασιλείας ΙΙΙ, καθώς δεν επιβλήθηκε ενιαίο μοντέλο καταγραφής ρίσκου και μια σειρά από άλλες ρυθμίσεις, επιτρέποντας στους τραπεζίτες να διατηρήσουν τον έλεγχο της καταγραφής και διαχείρισης του ρίσκου και προσαρμόζοντας τους κανόνες ανά χώρα και ανά περίπτωση/περίσταση.Το Τραπεζικό Stress Test της ζώνης του ευρώ (BEAST) είναι ένα ημιδομικό μοντέλο μεγάλης κλίμακας που αναπτύχθηκε για να αξιολογήσει την ανθεκτικότητα του τραπεζικού συστήματος της ζώνης του ευρώ από μακροπροληπτική άποψη. Το μοντέλο συνδυάζει τη δυναμική ενός μεγάλου αριθμού τραπεζών της ζώνης του ευρώ με εκείνη των οικονομιών της ζώνης του ευρώ.
Το μοντέλο μετρά τον αντίκτυπο στις μεταβολές των δεικτών κάθε συστημικής τράπεζας ως προς την οικονομία στην οποία εντάσσεται. Το εν λόγω σύστημα προδιορισμού ρίσκου απέτρεψε τη διανομή μερισμάτων από τις τράπεζες κατά τη διάρκεια της πανδημίας, καθώς εντόπισε ότι οι εκροές κεφαλαίων και η αύξηση του ρίσκου θα ροκάνιζαν τα διαθέσιμα των τραπεζών και τη δυνατότητά τους να συνεισφέρουν καταλυτικά στην στήριξη των οικονομιών.
Ad hoc εκτίμηση
Πλέον, όμως, ο SSM εξετάζει κάθε τραπεζικό ίδρυμα ξεχωριστά και βάσει της «υγείας» των οικονομικών στοιχείων καθορίζει και την πολιτική αναφορικά με τα μερίσματα, τονίζοντας ότι μόνο οι απόλυτα υγιείς τράπεζες θα πρέπει να υπόσχονται διανομή στους μετόχους τους. Αυτά αναφέρει σε συνέντευξή της η Κέρστιν αφ Γιόχνικ, μέλος του εποπτικού συμβουλίου της ΕΚΤ.
Βέβαια, οι διατυπώσεις αυτές δείχνουν ότι ο SSM διατηρεί τον έλεγχο. Στην πραγματικότητα όμως, αποδεικνύουν ότι τον έχασε, καθώς πλέον η διαδικασία μετατρέπεται σε συμβουλευτική και οι εξουσίες του SSM περιορίζονται, ενώ η ad hoc εξέταση, βάζει στο παιχνίδι τους εθνικούς επόπτες.
Έτσι, ο SSM τώρα περιορίζεται σε… συστάσεις, ζητώντας από τους τραπεζίτες να επιδείξουν σύνεση αναφορικά με τις πολιτικές τόσο μερισμάτων όσο και αποδοχών των στελεχών τους. Η κυρία Γιόχνικ, μάλιστα, επισημαίνει ότι αν και το ευρωπαϊκό τραπεζικό σύστημα είναι σε γενικές γραμμές καλά κεφαλαιοποιημένο, κανείς δεν θα πρέπει να ξεχνά τον κίνδυνο της ύφεσης, λόγω της τρέχουσας ενεργειακής κρίσης, γεγονός το οποίο θα μπορούσε να δημιουργήσει αρκετά προβλήματα, συμπεριλαμβανομένου και της δημιουργίας μίας νέας γενιάς κόκκινων δανείων.
Μοχλός πίεσης η ποιότητα του ενεργητικού
Σύμφωνα με την Γιόχνικ, ο SSM θα επιχειρήσει στο εξής να χαλιναγωγήσει τους τραπεζίτες εστιάζοντας στην ποιότητα του ενεργητικού των τραπεζών. Προς το παρόν, ο δείκτης μη εξυπηρετούμενων δανείων προς το σύνολο του ενεργητικού παραμένει χαμηλός, περίπου στο 2%, στην Ευρωζώνη. Η ίδια σημειώνει ότι
“προκειμένου να διαχειριστούμε καλύτερα τους κινδύνους και να μην βρεθούμε προ εκπλήξεως σε λίγα χρόνια με μια ξαφνική επιδείνωση των ισολογισμών των τραπεζών, όπως συνέβαινε στο παρελθόν, θέλουμε οι τράπεζες να είναι προληπτικές στις πολιτικές προβλέψεων που εφαρμόζουν”.
Για να καταλήξει σε… ευχολόγια, που καταδεικνύουν -αν μη τι άλλο- ότι ο SSM έχει παραδώσει τα ηνία:
“Ας ελπίσουμε ότι τα μη εξυπηρετούμενα δάνεια δεν θα αυξηθούν πάρα πολύ αυτή τη φορά».
Συστάσεις…
Ειδικότερα, η κυρία Γιόχνικ σημειώνει χαρακτηριστικά ότι
«δεν σκοπεύουμε να συστήσουμε στις τράπεζες να αναστείλουν την καταβολή μερισμάτων και την επαναγορά μετοχών, όπως συνέβη κατά την εξαιρετικά αβέβαιη αρχική φάση της πανδημίας. Αλλά τώρα διανύουμε ένα άλλο είδος κρίσης, με πολύ υψηλό επίπεδο αβεβαιότητας σχετικά με το τι θα συμβεί το επόμενο έτος. Ως εποπτικές αρχές, θέλουμε πραγματικά να δούμε, με τη βοήθεια διμερών συζητήσεων, ότι οι ίδιες οι τράπεζες έχουν καλή εικόνα της κεφαλαιακής τους θέσης και ότι θα είναι σε θέση να αντιμετωπίσουν ένα δυσμενές σενάριο. Οι καιροί που έρχονται δεν θα είναι εύκολοι για την οικονομία της ζώνης του ευρώ: υπάρχουν πολύπλοκες προκλήσεις που πρέπει να ξεπεραστούν. Υπήρξαν πρόσφατα ορισμένες σημαντικές επαναγορές μετοχών, χωρίς περιορισμούς από την πλευρά μας. Αρκετές τράπεζες υπέβαλαν αίτηση για τη διενέργεια επαναγορών και τις εγκρίναμε, καθώς οι εν λόγω τράπεζες είχαν το περιθώριο να τις πραγματοποιήσουν. Αυτό δείχνει ότι δεν θέτουμε γενικούς περιορισμούς στον κλάδο στο πλαίσιο μιας προσέγγισης “ένα μέγεθος για όλους”».
Επίσης, συστήνει στις τράπεζες να καθορίζουν το ύψος των παρεχόμενων μερισμάτων ως ποσοστό της κερδοφορίας και όχι βάσει των απόλυτων ποσών των οικονομικών μεγεθών τους. «Είναι πιο συνετό να χρησιμοποιούνται ποσοστά των κερδών. Οι λόγοι είναι απλοί: ποτέ δεν γνωρίζετε ακριβώς ποια θα είναι τα κέρδη για το επόμενο έτος. Επομένως, αν υποσχεθείτε στους μετόχους σας ένα συγκεκριμένο ποσό, στο τέλος μπορεί να μην είστε πραγματικά σε θέση να το πληρώσετε χωρίς να αποδυναμώσετε την τράπεζά σας, για παράδειγμα, σε περίπτωση μιας πιο έντονης από την αναμενόμενη οικονομικής ύφεσης. Αυτό ισχύει γενικά, όχι μόνο για τις τράπεζες».
…και προειδοποιήσεις
Εν τέλει, κρούει τον κώδωνα του κινδύνου αναφορικά με το ενδεχόμενο δημιουργίας νέων κόκκινων δανείων, καθώς η σύσφιξη της νομισματικής πολιτικής αποτελεί, μεν, θετική εξέλιξη για τις τράπεζες, με αύξηση των εσόδων από τόκους, αλλά δημιουργεί και ένα περιβάλλον στο οποίο μπορεί να αυξηθούν οι αθετήσεις πληρωμών δανείων, τόσο από μικρομεσαίες επιχειρήσεις όσο και από νοικοκυριά.
«Οι αυξήσεις των επιτοκίων θα πρέπει γενικά να είναι θετικές για τα κέρδη των τραπεζών, εάν παραμείνουν σταδιακές, και οι τράπεζες επωφελούνται ήδη από αυτό το αποτέλεσμα, αν και υπάρχουν διαφορές ανάλογα με τα επιχειρηματικά μοντέλα των τραπεζών. Ωστόσο, όσο πιο γρήγορα και όσο πιο ψηλά πάνε τα επιτόκια, τόσο μεγαλύτερος είναι ο δυνητικά αρνητικός αντίκτυπος στις αποτιμήσεις των περιουσιακών στοιχείων των τραπεζών. Επιπλέον, η αύξηση των επιτοκίων σε ένα περιβάλλον χαμηλής ανάπτυξης και υψηλού πληθωρισμού, που καθορίζεται κυρίως από τον πόλεμο στην Ουκρανία, δυσχεραίνει επίσης την αποπληρωμή των δανείων των ΜμΕ και των νοικοκυριών. Πρόκειται για έναν συνδυασμό κινδύνων που πρέπει να εξεταστεί στο σύνολό του.