Εμπεδωμένη φαίνεται ότι είναι η πεποπίθηση για την αναγκαιότητα νέας αύξησης των επιτοκίων κατά 75 μονάδες βάσης από την ΕΚΤ, παρά τις αντίρροπες πολιτικές πιέσεις, με την Κριστίν Λαγκάρντ να προσπαθεί να διαπραγματευτεί περισσότερο σε ζητήματα μείωσης του ισολογισμού και “έκτακτων παρεμβάσεων”.
“Κλειδωμένη” θεωρείται η αύξηση των επιτοκίων κατά 75 μονάδες βάσης από την ΕΚΤ την Πέμπτη, στο πλαίσιο της συντονισμένης παγκόσμιας στρατηγικής για την επιθετική σύσφιξη της νομισματικής πολιτικής, ώστε να χαλιναγωγηθεί ο πληθωρισμός. Για την ώρα, οι τραπεζίτες της Ευρωζώνης υποβαθμίζουν τους κινδύνους της ύφεσης και την προοπτική συρρίκνωσης των οικονομιών καθώς και των επιπτώσεων από τα πολύ υψηλά επιτόκια.
Το αδύναμο ευρώ, οι αυξανόμενες τιμές της ενέργειας και ο επίμονα υψηλός πληθωρισμός αποτελούν, σε αυτή τη φάση, το απόλυτο σετ προτεραιοτήτων για τους διαμορφωτές πολιτικής.
Η Κριστίν Λαγκάρντ, ενδέχεται επίσης να προσφέρει κάποια νέα σχετικά με τα σχέδια για την απομόχλευση του ισολογισμού της κεντρικής τράπεζας, ο οποίος έχει εκτοξευθεί στα 8 τρισεκατομμύρια από 2 τρισεκατομμύρια ευρώ το 2010 καθώς η ΕΚΤ πάλεψε διαδοχικές κρίσεις.
Όταν η ΕΚΤ αύξησε τα επιτόκια κατά 75 μονάδες βάσης, ο πληθωρισμός ήταν ισχυρότερος από το αναμενόμενο και έφτασε στο ρεκόρ του 9,9%. Ταυτόχρονα, υπήρξαν νέες ενδείξεις ότι οι προσδοκίες για τον πληθωρισμό κινούνταν υψηλότερα, αυξάνοντας τους κινδύνους μιας αλληλουχίας σε μισθούς και τιμές.
Οι προσδοκίες για τον πληθωρισμό που κινούνται πάνω από τον στόχο του 2% της ΕΚΤ και αυτό θα είναι το πιο ισχυρό επιχείρημα για επιθετική σύσφιξη.
Πολιτική πίεση
Τόσο οι επενδυτές όσο και οι οικονομολόγοι στοιχηματίζουν επί του παρόντος σε μια δεύτερη αύξηση κατά 75 μονάδες βάσης, κίνηση που δεν θα γίνει ευπρόσδεκτη από ορισμένες κυβερνήσεις που έχουν προειδοποιήσει την ΕΚΤ για κινήσεις που θα μπορούσαν να αποδυναμώσουν ακόμη περισσότερο την ανάπτυξη.
Ο Γάλλος πρόεδρος Εμανουέλ Μακρόν, για παράδειγμα, είπε ότι «ανησυχεί» για «ορισμένους ευρωπαίους διαμορφωτές νομισματικής πολιτικής, οι οποίοι τοποθετούνται υπέρ της ανάσχεσης της ζήτησης για τον έλεγχο του πληθωρισμού. Ο ίδιος, υποστηρίζει ότι ο πληθωρισμός προέρχεται από την πλευρά της προσφοράς και ως εκ τούτου ο περιορισμός της ζήτησης δεν θα συμβάλλεισ την αποκλιμάκωσή του.
Από την άλλη πλευρλα, η Κριστίν Λαγκάρντ είναι μεταξύ εκείνων των πολιτικών που προειδοποίησαν ότι τα επιτόκια μπορεί να χρειαστεί να αυξηθούν σε επίπεδα όπου περιορίζουν ενεργά την ανάπτυξη.
Η αξιολόγηση της ΕΚΤ για το πόσο επικίνδυνες είναι αυτές οι προοπτικές ανάπτυξης θα αποτελέσει βασικό επίκεντρο της συνεδρίασης αυτής της εβδομάδας.
Ο αντιπρόεδρος Λουίς ντε Γκίντος υποστήριξε νωρίτερα αυτό το μήνα ότι τα πράγματα έχουν επιδεινωθεί πολύ περισσότερο από το αναμενόμενο στις προβλέψεις της κεντρικής τράπεζας του Σεπτεμβρίου.
«Αυτό που θεωρήσαμε ως το σενάριο αρνητικής πορείας μας τον Σεπτέμβριο, πλησιάζει περισσότερο στο βασικό σενάριο»,
είπε νωρίτερα αυτό το μήνα.
Ενώ το βασικό βασικό σενάριο της κεντρικής τράπεζας τον Σεπτέμβριο προέβλεπε ανάπτυξη 0,9% για το επόμενο έτος, το καθοδικό σενάριο βλέπει τη δραστηριότητα να συρρικνώνεται σχεδόν κατά 1%. Οι κορυφαίοι οικονομικοί δείκτες δείχνουν επίσης συρρίκνωση το τελευταίο τρίμηνο του τρέχοντος έτους.
Οι επενδυτές ελπίζουν να λάβουν κάποιες πληροφορίες από τη συνέντευξη Τύπου της Λαγκάρντ σχετικά με τη μελλοντική πορεία των επιτοκίων.
Το τρέχον επιτόκιο καταθέσεων της ΕΚΤ, στο 0,75%, αναμένεται να κορυφωθεί στο 2,5% τον Μάρτιο.
Η ταχύτητα και η έκταση της μελλοντικής αυστηροποίησης θα αποτελέσουν αντικείμενο ζωηρής συζήτησης στο Διοικητικό Συμβούλιο, καθώς ορισμένα μέλη συμμερίζονται τις ανησυχίες για την καταπολέμηση του πληθωρισμού που προκαλείται κυρίως από την αύξηση των τιμών των τροφίμων και της ενέργειας.
Πολιτική ισολογισμού
Οι υπεύθυνοι χάραξης πολιτικής της ΕΚΤ θα αρχίσουν επίσης να συζητούν πώς να ξετυλίξει τον τεράστιο ισολογισμό της για να συμβάλει στη μείωση των πληθωριστικών πιέσεων, με μέλη του Διοικητικού Συμβουλίου, συμπεριλαμβανομένου του Γάλλου François Villeroy de Galhau.
σηματοδοτώντας την ΕΚΤ θα ξεκινήσει με την απορρόφηση ρευστότητας από τα τεράστια μακροπρόθεσμα δάνεια που παρέσχε η ΕΚΤ στις τράπεζες κατά τη διάρκεια της κρίσης.
Η ΕΚΤ δάνεισε περισσότερα από 2 τρισ. ευρώ στις τράπεζες με τα λεγόμενα δάνεια TLTRO υπό εξαιρετικά ευνοϊκούς όρους.
Υπερκέρδη για τις τράπεζες από τα υψηλά επιτόκια
Η τρέχουσα δομή αυτών των πράξεων συνεπάγεται ότι ακόμη και αν οι τράπεζες δεν χρησιμοποιούν τα κεφάλαια για να δανείσουν την πραγματική οικονομία, μπορούν να αποκομίσουν κέρδη απλώς σταθμεύοντάς τα στην κεντρική τράπεζα. Σύμφωνα με εκτιμήσεις της Barclays, επί του παρόντος περίπου 1,1 τρισ. ευρώ παραμένουν σε αδράνεια στην ΕΚΤ, αποκομίζοντας κέρδη χωρίς κινδύνους.
Αν και μπορεί να είναι νομικά δύσκολο να αλλάξουν οι όροι των δανείων, είναι εξίσου πολιτικά αβάσιμο για τις τράπεζες να κερδίσουν ένα τέτοιο απροσδόκητο κέρδος από τη δημόσια πολιτική σε μια εποχή που οι πολίτες δυσκολεύονται να τα βγάλουν πέρα. Αυτό ισχύει ιδιαίτερα καθώς η τρέχουσα συμφωνία συνεπάγεται επίσης πλήγμα στην κερδοφορία της κεντρικής τράπεζας.
Αυτό σημαίνει ότι οι εθνικές κεντρικές τράπεζες, ως μέτοχοι της ΕΚΤ, θα έχουν λιγότερα κέρδη για να μεταφέρουν στις κυβερνήσεις που έχουν απόλυτη ανάγκη από μετρητά.
Τέλος οι επανεπενδύσεις τον Δεκέμβριο
Η ΕΚΤ μπορεί επίσης να προετοιμάσει το έδαφος για τη μείωση των ομολόγων της περίπου 5 τρισ. ευρώ αλλάζοντας την καθοδήγηση για την επανεπένδυση του προγράμματος αγοράς περιουσιακών στοιχείων APP ανοίγοντας το δρόμο για μια απόφαση για επανεπενδύσεις το Δεκέμβριο.
Τότε η ΕΚΤ αναμένεται να βρεθεί εν μέσω διασταυρούμενων πυρών, καθώς οι χώρες μπαίνουν σε mode δημοσιονομικής προσαρμογής και η αποστράγγιση της ρευτσότητας από την ΕΚΤ, αναμένεται να δημιουργήσει συνθήκες πιστωτικής ασφυξίας στο σύστημα.
Προσπαθώντας να προλάβουν τις εξελίξεις, ακόμη και οι γεράκια της ΕΚΤ έδωσαν σήμα ότι η κεντρική τράπεζα θα πορευόταν πολύ προσεκτικά, ξεκινώντας με τη σταδιακή κατάργηση των επανεπενδύσεων από ομόλογα λήξεως που αγοράστηκαν στο πλαίσιο του προγράμματος αγοράς περιουσιακών στοιχείων APP την άνοιξη του επόμενου έτους το νωρίτερο.
Βέβαια, μέχρι στιγμής ο χειμώνας αποδεικνύεται ηπιότερος από το σύνηθες, αλλά αν αυτό αλλάξει και οι τιμές της ενέργειας εκτοξευθούν εκ νέου, δεν αποκλείεται η συζήτηση να… αλλάξει δραματικά.