Μεγάλες επενδύσεις στην ενέργεια που θα οδηγήσουν σε ουσιαστική διαφοροποίηση του ενεργειακού μίγματος της Ελλάδας αναγνωρίζει ότι απαιτούνται για την υπέρβαση της κρίσης και την επίτευξη σταθερότητας ο CEO της Εθνικής Τράπεζας Παύλος Μυλωνάς.
Μιλώντας στο συνέδριο της IAEE ο ο. Μυλωνάς αναφέρθηκε στην υποκατάσταση του πετρελαίου από την ηλεκτρική ενέργεια στη θέρμανση, προβλέποντας εμμέσως πλην σαφώς και πετρελαϊκή κρίση. Παράλληλα επέμεινε στην ανάγκη μεγάλης αύξησης της παραγόμενης από ΑΠΕ ενέργειας από το 40 στο 70%. Συνολικά. ο επικεφαλής της Εθνικής Τράπεζας προέβλεψε ότι θα χρειαστούν τα 55-60 δισ. για την ενεργειακή μετάβαση της Ελλάδας.
Οι θέσεις του Παύλου Μυλωνά, πάντως, έρχονται σε αντιδιαστολή με αυτές που έχει διατυπώσει ο Ευάγγελος Μυτιληναίος, CEO του ομώνυμου ομίλου, που έχει ιδιαίτερα μεγάλο αποτύπωμα και εμπειρία στην Ενέργεια. Ο κ. Μυτιληναίος έχει επικρίνει το “πράσινο λόμπι” των Βρυξελλών, υποστηρίζοντας ότι τα όσα προωθούνται αναφορικά με την ενεργειακή μετάβαση οδήγησαν στην κρίση. Ο ίδιος επισήμανε τα προβλήματα έλλειψης αποθηκευτικών χώρων, εναλλακτικών καναλιών τροφοδοσίας και επισήμανε την ενεργειακή ανασφάλεια ως επακόλουθο του κακού σχεδιασμού.
Μεγάλες ευκαιρίες στην ενέργεια
Για τις μεγάλες ευκαιρίες και τις προοπτικές που ανοίγονται για την Ελλάδα μέσω της ενεργειακής μετάβασης, μίλησε, μεταξύ άλλων, ο διευθύνων σύμβουλος της Εθνικής Τράπεζας, Παύλος Μυλωνάς στο συνέδριο «17th IAEE European Energy Conference».
Ο κ. Μυλωνάς επισήμανε ότι σήμερα το πετρέλαιο κυριαρχεί στο ενεργειακό είγμα της Ελλάδας, με 55% και κυρίως χρησιμοποιείται στις μεταφορές και σε θέρμανση, όταν στην Ευρώπη είναι 33%.
Αλλαγή μίγματος
Η ενεργειακή μετάβαση στη χώρα μας θα πρέπει να συμβεί προς δύο κατευθύνσεις: η πρώτη προς αύξηση της χρήσης του ηλεκτρισμού σε αντικατάσταση της χρήσης του πετρελαίου και η δεύτερη προς επίτευξη μεγαλύτερου μεριδίου παραγωγής ρεύματος από ΑΠΕ (από 40% σήμερα σε περίπου 70% το 2030).
Για να γίνει αυτό απαιτείται αύξηση 150% στην ικανότητα παραγωγής των ΑΠΕ (+15GW) καθώς και πρόσθετη ικανότητα αποθήκευσης (+4-5GW).
Με βάση τα παραπάνω, εκτίμησε ότι θα απαιτηθεί να υλοποιηθούν επενδύσεις συνολικού ύψους 55-60 δισ. ευρώ έως το 2030, τόσο σε έργα υποδομών, παραγωγής και αποθήκευσης ενέργειας ΑΠΕ, διασύνδεσης αλλά και ενεργειακής αναβάθμισης βιομηχανίας και νοικοκυριών.
Στο επίκεντρο οι τράπεζες
Συμπλήρωσε ότι ο ρόλος των τραπεζών σε αυτή τη διαδρομή θα είναι διττός: Πρωτίστως, αφορά στην τεχνογνωσία τους ως προς την αξιολόγηση της βιωσιμότητας των επενδυτικών σχεδίων και την παροχή ειδικών χρηματοδοτήσεων και δεύτερον, στο ότι οι τράπεζες θα αποτελέσουν τη βασική πηγή χρηματοδότησης σε ποσοστό 60% των συνολικών επενδύσεων.
Η Εθνική Τράπεζα, τόνισε ο ίδιος, θα διαδραματίσει πρωταγωνιστικό ρόλο, παρέχοντας σημαντικό μέρος των συνολικών χρηματοδοτήσεων (μεγαλύτερο από το μερίδιο που της αναλογεί) αλλά και την απαραίτητη τεχνογνωσία που έχει συγκεντρώσει, καθώς πρωτοστατεί στην αγορά της ενέργειας.
Είμαστε υπερήφανοι που αποτελούμε την «Τράπεζα της Ενέργειας» στην Ελλάδα έχοντας χρηματοδοτήσει μεγάλες επενδύσεις όπως του σταθμού LNG στην Αλεξανδρούπολη, σημείωσε ο κ. Μυλωνάς, προσθέτοντας ότι «ζυμώνονται» και οι χρηματοδοτήσεις νέων σημαντικών.
Η Εθνική Τράπεζα ηγέτης στη χρηματοδότηση ΑΠΕ
Η Εθνική Τράπεζα κατέχει το μεγαλύτερο μερίδιο χρηματοδότησης ΑΠΕ στην αγορά, της τάξης του 35%, ενώ διαθέτοντας μία εξειδικευμένη ομάδα σε θέματα ενέργειας, είναι σε πολύ καλή θέση για να αξιοποιήσει τη ζήτηση για χρηματοδοτήσεις τα επόμενα χρόνια.
Για την ελληνική οικονομία, ο κ. Μυλωνάς εμφανίστηκε συγκρατημένα αισιόδοξος, λέγοντας ότι θα υπεραποδώσει της ευρωπαϊκής οικονομίας το 2022, καταγράφοντας ρυθμό ανάπτυξης περίπου 6%, πολύ πάνω από τον ευρωπαϊκό μέσο όρο, ενώ για το 2023 αναμένεται στο 2%-2,5%, στηριζόμενος στο βασικό σενάριο της ΕΚΤ, που αν επιβεβαιωθεί θα είναι ένας πολύ ικανοποιητικός ρυθμός ανάπτυξης, δεδομένων των αβεβαιοτήτων που κυριαρχούν στο υφιστάμενο περιβάλλον. Στο βασικό σενάριο της Εθνικής Τράπεζας, η αύξηση των μη εξυπηρετούμενων δανείων θα είναι πολύ περιορισμένη και η ζήτηση για δάνεια ικανοποιητική.
Ο παράγοντας που έχει μεγαλύτερο αρνητικό αντίκτυπο στην οικονομική δραστηριότητα είναι, σύμφωνα με τον διευθύνοντα σύμβουλο της Εθνικής Τράπεζας, η μεγάλη άνοδος των τιμών της ενέργειας και όχι η αύξηση των επιτοκίων. Η αύξηση του ενεργειακού κόστους αντιστοιχεί σχεδόν στο 10% του ΑΕΠ, ενώ η άνοδος των επιτοκίων, αν υποθέσουμε ότι θα είναι της τάξης των 200-250 μονάδων βάσης, αντιστοιχεί σε λιγότερο από το 1% του ΑΕΠ.