Σε νέο πλαίσιο αναμένεται να εξελιχθεί η διαδικασία εξυγίανσης της Attica Bank, υπό την ηγεσία της νέας CEO, Ελένης Βρεττού, καθώς τα στοιχεία από τον έλεγχο της DBRS για την τιτλοποίηση Omega, αλλάζουν τα δεδομένα.
Με αυξημένη συμμετοχή του ΤΧΣ καθώς και κεφάλαια από το ΤΜΕΔΕ και τον eΕΦΚΑ αναμένεται να καλυφθεί το πρώτο και κρίσιμο σκέλος του Capital Action Plan της Attica Bank, το οποίο αναμένεται να εγκρίνει εντός του Σεπτεμβρίου αλλά μετά τη ΔΕΘ η Τράπεζα της Ελλάδος.
Η Ελένη Βρεττού έχει απριόρι ενημερωθεί για το νέο πλαίσιο μέσα στο οποίο θα κληθεί να βρει επενδυτές και να σταθεροποιήσει την Attica Bank σε επικοινωνίες που είχε πριν την ανάληψη της θέσης. Με δεδομένο ότι η Τράπεζα της Ελλάδος είχε σαφή αίσθηση της κατάστασης, η έκθεση της DBRS δεν αποτελεί κεραυνό εν αιθρία, δύναται όμως να αλλάξει τα δεδομένα για το Fund Ellington που έχει αποκτήσει το 10%.
Auditor’s note: Σαθρό υπέδαφος
Το Crisis Monitor έχει εκ αρχής επισημάνει τα πολύπλευρα προβλήματα της Attica Bank, υπογραμμίζοντας την ανάγκη για λύσεις out of box. Μέχρι στιγμής, οι παρεμβάσεις στην Τράπεζα έχουν συναντήσει ικανές αντιστάσεις, ενώ πολλά σχέδια σκόνταψαν στην έλλειψη καταρτισμένου προσωπικού και τα εσωτερικά διαρθρωτικά προβλήματα.
Το πρόβλημα
Η διοίκηση της Attica Bank έλαβε από την DBRS την προκαταρκτική έκθεση πιστοληπτικής διαβάθμισης για τις ομολογίες πρώτης εξασφάλισης της τιτλοποίησης Omega. Εφόσον αιτηθεί , όπως έχει αποφασίσει, την λήψη κρατικής εγγύησης για το senior ομόλογο της τιτλοποίησης, τότε θα πρέπει να λάβει πρόσθετες προβλέψεις ύψους 300 εκατ. ευρώ, για να έχει το ομόλογο πιστοληπτική διαβάθμιση BB-.
Για την ένταξη των τριών τιτλοποιήσεων –δηλαδή της Omega και των Astir 1 και 2-, στο πρόγραμμα κρατικών εγγυήσεων Ηρακλής, η τράπεζα θα πρέπει να λάβει πρόσθετες προβλέψεις συνολικού ύψους 550 εκατ. ευρώ.
Η τρύπα
Το συνολικό ύψος των κεφαλαιακών αναγκών της Attica Bank εκτιμάται πλέον άνω των 500 εκατ., αλλά αυτό “σπάει” σε άμεσα κεφάλαια, ρευστότητα και υβριδικά. Η ζημιά από το πρόγραμμα τιτλοποίησης Omega που ανέρχεται στα στα 1,3 δισ., υπολογίζεται περίπου στα 350 εκατ. Το μεγαλύτερο μέρος αυτών των κεφαλαίων θα χρειαστεί να καλυφθούν άμεσα. Έτσι, η πρώτη αμκ αναμένεται στα 350 εκατ., ενώ θα εκδοθεί και ένα υβριδικό ομόλογο της τάξης των 100 εκατ. το οποίο θα είναι μετατρέψιμο σε μετοχές.
Το βάρος της ΑΜΚ θα σηκώσει το ΤΧΣ, το οποίο διαθέτει προεγκεκριμένα κεφάλαια, ενώ τη συμμετοχή του θέλει να διατηρήσουν και το ΤΜΕΔΕ καθώς και ο eΕΦΚΑ. Το Ellington θα επιχειρήσει -πιθανότητα- να κρατήσει τη θέση του αλλά με διαφορετικό τρόπο, ώστε να μπορέσει να εμφανίσει αποδόσεις. Έτσι, εκτιμάται ότι θα συμμετάσχει στην ΑΜΚ, αλλά με το δυνατόν λιγότερα κεφάλαια και εν συνεχεία θα επενδύσει στο υβριδικό ομόλογο, το οποίο θα προσφέρει αποδόσεις της τάξης του 8-10%.
Το Business Plan
Στο μεταξύ, η Ελένη Βρεττού θα υποβάλλει το Business Plan, το οποίο θα έχει στόχο την παραγωγή εσωτερικού κεφαλαίου. Αυτό μπορεί να συμβεί μόνο μέσω της απόδοσης ώριμων επενδύσεων. Έτσι η Attica Bank θα αναζητήσει χώρο στην χρηματοδότηση ΣΔΙΤ και του προγράμματος πράσινων επενδύσεων στην ενέργεια. Με δεδομένο ότι δεν πρόκειται για συστημική τράπεζα και ως εκ τούτου έχει λιγότερο θεσμικό έλεγχο, η Attica Bank θα μπορούσε να αγοράσει χαρτοφυλάκια εξυπηρετούμενων δανείων από άλλες τράπεζες που επιδιώκουν να επικεντρώσουν σε άλλους τομείς.
Παράλληλα, μεσοπρόθεσμα, η Attica Bank θα μπορούσε να κινηθεί πιο επιθετικά στον τομέα των Payments, εκμεταλλευόμενη το υφιστάμενο δίκτυο μηχανικών, τις σχέσεις με το ΤΜΕΔΕ και τη διείσδυση σε τοπικές κοινωνίες. Η τράπεζα υστερεί σημαντικά στον τομέα του ψηφιακού μετασχηματισμού, κάτι που μπορεί να μειώσει δραστικά το κόστος. Ωστόσο, υπάρχουν ισχυρές εσωτερικές αντιστάσεις σε αυτή την κατεύθυνση.
Στο πλαίσιο της αναδιάρθρωσης, η Attica Bank θα αναγκαστεί να επαναξιολογήσει τη διαδικασία χορήγησης εγγυητικών επιστολών και τις σχέσεις της με το Δημόσιο. Δεδομένων των προνομιακών σχέσεων με το ΤΜΕΔΕ και τον eΕΦΚΑ, η Attica Bank έχει τη δυνατότητα να επεκταθεί εύκολα στον τομέα του Bankassurance, ο οποίος δεν ενέχει ρίσκο, συμβάλλει στην ανάπτυξη του υφιστάμενου πελατολογίου και την αύξηση της εσωτερικής απόδοσης.