Έρευνα με την οποία επιχειρείται να ενταθεί η πίεση στην ΕΕ για να αποκοπεί από τη χρηματοδότηση του πολέμου δημοσίευσε το Centre for research on energy and clean air (CREA), την οποία αναπαράγουν media και στην Ελλάδα. Αν και τα γεγονότα της έρευνας δεν είναι λανθασμένα, τοποθετοούνται σε πλαίσιο που καταδεικνύει την ΕΕ ως χρηματοδότη του πολέμου στην Ουκρανία, χωρίς ωστόσο να παρέχει λύσεις που θα διασφαλίζουν την οικονομική, πολιτική και κοινωνική σταθερότητα στην περιοχή ή έστω την ενεργειακή επάρκεια.
Σύμφωνα με την έρευνα του CREA η Ρωσία συσσώρευσε έσοδα 93 δισεκατομμυρίων ευρώ χάρη στις εξαγωγές ορυκτών καυσίμων τις πρώτες εκατό ημέρες του πολέμου που εξαπέλυσε εναντίον της Ουκρανίας, από την 24η Φεβρουαρίου. Η έρευνα -όπως ήταν γνωστό- αναφέρει ότι το μεγαλύτερο μέρος του ποσού αυτού προέρχεται από την Ε.Ε..
Μάλιστα, τα media αναφέρουν ότι η έρευνα φέρνει σε ιδιαίτερα δύσκολη θέση τη Γαλλία, η οποία καταγράφεται να αυξάνει τις εισαγωγές της τη στιγμή που άλλες χώρες οικειοθελώς μείωναν την εξάρτησή τους και καθώς η ΕΕ συζητούσε κυρώσεις.
Συνολικά, στην έρευνα επιχειρείται η δημιουγία δύο ομάδων χωρών, αυτών που μείωσαν την εξάρτηση από τη Ρωσία και αυτών που την αύξησαν. Το σκεπτικό αυτό είναι προφανές ότι εντάσσεται σε ευρύτερη στρατηγική πίεσης προς την ΕΕ να αλλάξει το μίγμα των παρόχων ενέργειας, εν μέσω οξείας ενεργειακής κρίσης και προειδοποιήσεων για την ενεργειακή επάρκεια.
Auditor’s note: Η ταυτότητα
Το CREA έχει έδρα τη Φινλανδία, η οποία έχει καταθέσει αίτηση ένταξης στο ΝΑΤΟ μαζί με τη Σουηδία, αλλά η Τουρκία μπλοκάρει για την ώρα τις διαδικασίες. Όπως αναφέρει στη σελίδα του χρηματοδοτείται από φιλανθρωπικές εισφορές και έσοδα από τη πώληση των ερευνών του. Τη συγκεκριμένη έρευνα δεν είναι σαφές ποιος την παρήγγειλε και πως χρηματοδοτήθηκε ή αν πωλήκε a priori ή ex post.Συντονίστρια του CREA είναι η Μπουκέτ Ατλί από την Τουρκία.
Η έρευνα και ο τρόπος που δημοσιεύεται αντιβαίνουν ακόμα και τον καταστατικό σκοπό του συγκεκριμένου ιδρύματος.
Ειδικότερα, όπως αναφέρεται στην σελίδα του CREA:
“το Κέντρο Έρευνας για την Ενέργεια και τον Καθαρό Αέρα (CREA) είναι ένας ανεξάρτητος ερευνητικός οργανισμός που επικεντρώνεται στην αποκάλυψη των τάσεων, των αιτιών και των επιπτώσεων στην υγεία, καθώς και των λύσεων για την ατμοσφαιρική ρύπανση.
Χρησιμοποιούμε επιστημονικά δεδομένα, έρευνα και στοιχεία για να υποστηρίξουμε τις προσπάθειες των κυβερνήσεων, εταιρίες και οργανώσεις εκστρατειών παγκοσμίως στις προσπάθειές τους να προχωρήσουν προς την καθαρή ενέργεια και τον καθαρό αέρα. Πιστεύουμε ότι η αποτελεσματική έρευνα και η επικοινωνία είναι το κλειδί για επιτυχημένες πολιτικές, επενδυτικές αποφάσεις και προσπάθειες υπεράσπισης”.
Αν και τα στοιχεία της έρευνας έχουν κυκλοφορήσει σε διάφορες φόρμες, τόσο θεσμικά όσο και δημοσιογραφικά, επαναφορά του θέματος τώρα δεν φαίνεται… τυχαία. Μάλιστα, η έρευνα δεν αναγνωρίζει απλώς τα γεγονότα αλλά χαρακτηρίζει την Ευρώπη χρηματοδότη του πολέμου στην Ουκρανία και διατυπώνει προτάσεις για να σταματήσουν οι εισαγωγές ενέργειας από τη Ρωσία.
Μοιάζει με εμπάργκο
Η έρευνα, του, δίνεται στη δημοσιότητα καθώς το Κίεβο ασκεί πίεση στους Δυτικούς να διακόψουν κάθε εμπορική συναλλαγή με τη Μόσχα, για να σταματήσουν να τροφοδοτούν την πολεμική μηχανή του Κρεμλίνου.
Η Ευρωπαϊκή Ένωση αποφάσισε πρόσφατα να επιβάλει προοδευτικό εμπάργκο –με εξαιρέσεις– στην εισαγωγή ρωσικού πετρελαίου. Το ρωσικό φυσικό αέριο, από το οποίο εξαρτάται σε καίριο βαθμό, δεν αναμένεται προς το παρόν να μετατραπεί σε αντικείμενο παρόμοιου μέτρου.
Το εμπάργκο της ΕΕ, όμως, εκτός από προοδευτικό έχει εξαιρέσεις και είναι επιλλεκτικό, καθώς η Ουγγαρία, η Τσεχία και η Βουλγαρία παίρνουν πολυετείς απαλλαγές παό τη συμμόρφωση, ενώ εξαιρούνται οι εφοπλιστές, καθώς τα πλοία τους επιτρέπεται να μεταφέρουν ρωσικό πετρέλαιο οπουδήποτε.
Τα στοιχεία
Σύμφωνα με τα στοιχεία του CREA, η Ε.Ε. αντιπροσώπευε το 61% των εισαγωγών ορυκτών καυσίμων, με αξία περίπου 57 δισεκ. ευρώ, τις πρώτες 100 ημέρες του πολέμου (24η Φεβρουαρίου-3η Ιουνίου). Οι κυριότεροι εισαγωγείς ρωσικού πετρελαίου το διάστημα αυτό ήταν η Κίνα (12,6 δισ. ευρώ), η Γερμανία (12,1 δισ.) και η Ιταλία (7,8 δισ.).
Τα έσοδα της Ρωσίας προέρχονται κυρίως από την πώληση αργού πετρελαίου (46 δισ.), κατόπιν του αερίου που διαμετακομίζεται μέσω αγωγών (24 δισ.), κατόπιν των πετρελαϊκών προϊόντων, του υγροποιημένου φυσικού αερίου (ΥΦΑ), καθώς και του άνθρακα. Το «μάννα» αυτό δεν στέρεψε, παρότι οι εξαγωγές της Ρωσίας μειώθηκαν τον Μάιο και παρότι η Μόσχα υποχρεώθηκε να πουλήσει σε τιμές χαμηλότερες από αυτές της αγοράς. Παρά τις εκπτώσεις, η Ρωσία ωφελήθηκε από την παγκόσμια αύξηση των τιμών της ενέργειας.
Μολονότι ορισμένες χώρες έκαναν μεγάλες προσπάθειες να μειώσουν τις εισαγωγές τους (Πολωνία, Φινλανδία, τα κράτη της Βαλτικής), άλλες αντίθετα αύξησαν τις αγορές τους: η Κίνα, η Ινδία, τα Ηνωμένα Αραβικά Εμιράτα και… η Γαλλία, σύμφωνα με το CREA.
«Ενώ η Ε.Ε. προβλέπει πιο αυστηρές κυρώσεις σε βάρος της Ρωσίας, η Γαλλία αύξησε τις εισαγωγές της και έγινε ο μεγαλύτερος αγοραστής ρωσικού ΥΦΑ στον κόσμο», τονίζει ο Λάουρι Μιλιβίρτα, αναλυτής του CREA. Επρόκειτο για αγορές σποτ (άμεσα πληρωτέες στην παράδοση με ρευστό) και όχι στο πλαίσιο μακροπρόθεσμων συμβάσεων, κάτι που σημαίνει ότι η Γαλλία αποφάσισε εν γνώσει της να αγοράσει περισσότερη ρωσική ενέργεια παρά την εισβολή στην Ουκρανία, σημειώνει ο ειδικός.
Η Γαλλία «οφείλει να ευθυγραμμίσει τα λόγια με τις πράξεις της: εάν υποστηρίζει αληθινά την Ουκρανία, πρέπει να εφαρμόσει άμεσα εμπάργκο στα ρωσικά ορυκτά καύσιμα και να αναπτύξει το ταχύτερο καθαρές μορφές ενέργειας και λύσεις για την ενεργειακή αποδοτικότητα», παρατηρεί ο ίδιος.