Κρίσιμα ερωτήματα τόσο για τον ΣΥΡΙΖΑ όσο και για την προοπτική πολιτικής σταθερότητας στην Ελλάδα αναδεικνύονται μετά το συνέδριο του κόμματος της μείζονος αντιπολίτευσης στην Ελλάδα, το οποίο σημαδεύτηκε από ηχηρές διαφοροποιήσεις, μετωπικές συγκρούσεις και χτυπήματα κάτω από τη ζώνη. Παράλληλα, όμως, προσδιορίστηκε και το εύρος της επιρροής του Αλέξη Τσίπρα.
Ρίσκο. Αυτό είναι -για την ώρα τουλάχιστον- το βασικό συμπέρασμα από το συνέδριο του ΣΥΡΙΖΑ. Την ώρα που η κυβέρνηση της Νέας Δημοκρατίας φθείρεται, το κόμμα που προβάλλει ως η εναλλακτική λύση δεν έχει διευθετήσει τα του οίκου του και δεν μπορεί να εκπέμψει διακριτό πολιτικό στίγμα. Μπορεί τα όσα συνέβησαν στο συνέδριο να είναι πρωτόγνωρα και ήταν σε -μεγάλο βαθμό- αναμενόμενα, δεν παύουν όμως να κυριαρχούν επικοινωνιακά και όπως φαίνεται και πολιτικά.
Τα ερωτήματα.
- Έχει λύσεις ο Αλέξης Τσίπρας ή θα επενδύσει στο self-healing για τα προβλήματα που δημιουργήθηκαν από τις -φαινομενικά- ανώριμες συγκρούσεις που επιδιώχθηκαν στο πλαίσιο και περιθώριο του συνεδρίου;
- Αντιλαμβάνεται ο διεθνής παράγοντας τις εξελίξεις μέσα από το ίδιο πρίσμα και διακρίνει τις αποχρώσεις που ο πρόεδρος του ΣΥΡΙΖΑ διαμορφώνει;
- Υπάρχουν εναλλακτικές οδεύσεις για την ενεργοποίηση κοινωνικών ερεισμάτων ή ο ΣΥΡΙΖΑ μετατρέπεται σε κόμμα καταλύτη και όχι εκφραστή της κοινωνίας;
- Πως μεταβάλλεται η ανθρωπογεωγραφία του δεύτερου μεγαλύτερου κόμματος στην Ελλάδα και τί επιπτώσεις θα έχει αυτό στις διεθνείς προσβάσεις του;
Σε αυτή τη φάση, απαντήσεις για τα περισσότερα από αυτά τα ζητήματα δεν υπάρχουν, Οι ερωτήσεις όμως είναι, ενδεχομένως, κρίσιμες για την σκιαγράφηση της νέας -υπό διαμόρφωση- προσωπικότητας του ΣΥΡΙΖΑ-ΠΣ
Auditor’s note
Παραδοσιακά οι συνεδριακές διαδικασίες έρχονται να κλείσουν μακρύς κύκλους εσωστρέφειας και αντιπαραθέσεων, καθώς η εσωκομματική δημοκρατία δίνει καταλυτικές λύσεις και προσφέρει διεξόδους. Αυτό, δεν συνέβη στο ήδη ετεροχρονισμένο συνέδριο του ΣΥΡΙΖΑ. Αντιθέτως, φαίνεται ότι λειτούργησε ως “σημείο μηδέν” για την ανάδειξη προβλημάτων και εντάσεων.
Η προσπάθεια του Αλέξη Τσίπρα για συγκέντρωση του ελέγχου μέσω της αποδυνάμωσης των οργάνων φαίνεται ως κίνηση για τη διεύρυνση του μετεκλογικού πεδίου επιλογών του. Υπ αυτό το πρίσμα, στοχεύει να στείλει μήνυμα στο διεθνή παράγοντα ότι πλέον υπάρχουν τα απαραίτητα εχέγγυα ενίσχυσης της αξιοπιστίας του κόμματος. Δεν είναι όμως σαφές γιατί, από τη στιγμή που ο ΣΥΡΙΖΑ είχε ήδη παρελθόν σχηματισμού της άκρως ετερόκλητης κυβέρνησης με τους ΑΝ.ΕΛ δεν θα ήταν σε θέση να αναζητήσει υπερβατικές λύσεις στο νέο περιβάλλον.
Το ζήτημα που ανακύπτει πλέον είναι κατά πόσο μπορεί το αποδεκατισμένο από πολιτικό προσωπικό κόμμα που προκύπτει την επόμενη του συνεδρίου να αναδείξει νέα στελέχη με κυβερνητική εμπειρία τα οποία θα εγγυηθούν την κυβερνησιμότητα.
Η επόμενη ημέρα
Όπως εξελίχθηκε το συνέδριο του ΣΥΡΙΖΑ, ο Αλέξης Τσίπρας μοιάζει να διεξήγαγε έναν πολυεπίπεδο αγώνα: Ξεκινώντας από τις προσυνεδριακές διαδικασίες προσπάθησε -όχι πάντα διαφανείς τρόπους- να ελέγξει οργανώσεις και να επιβάλλει συνέδρους. Παράλληλα, διευρύνοντας τον αριθμό των συνέδρων περιόρισε τον χρόνο ομιλίας στελεχών και συνέδρων, υποβαθμίζοντας το επίπεδο και αντίκρισμα της διαδικασίας. Εν συνεχεία, μέσω υπόγειων και μιντιακών μηχανισμών έπληξε διαφωνούντες.
Έτσι, κατέληξε να παγιώσει την εσωκομματική αντιπολίτευση, ενώ βοήθησε στην ανάδειξη προσωπικοτήτων πέρα από το φάσμα της δικής τους επιρροής και ισχύος. Έτσι, φαίνεται να ανοίγει και η συζήτηση για την επόμενη ημέρα σε περίπτωση ήττας του ΣΥΡΙΖΑ και της αναδιάταξής του σε ένα διττό κόμμα, με διαφορετικό ιερατείο και υποψήφιο πρωθυπουργό θα πρότυπα των γερμανικών και αμερικανικών κομμάτων.
Ανταρτοπόλεμος και ελεύθεροι σκοπευτές
Ο Αλέξης Τσίπρας επιχείρησε να προβάλει -εκ νέου- το Μακιαβελικό του προφίλ, θέλοντας να στείλει μήνυμα ελέγχου του κόμματος τόσο στο εσωτερικό όσο και διεθνώς. Αυτό που μέχρι στιγμής, όμως, δεν έχει καταφέρει να κάνει είναι να αναδείξει νέα στελέχη για ρόλους τόσο σε αντιπολιτευτικό-mode όσο και σε κυβερνητικό setup.
Επίσης, πέρα από τα σκόρπια δημοσιεύματα και τις διάχυτες απόψεις που καλύπτουν όλα τα πολιτικά ενδεχόμενα στις επόμενες εκλογές, ούτε ο Αλέξης Τσίπρας, ούτε το Συνέδριο του ΣΥΡΙΖΑ έδειξαν πολιτική ωριμότητα για τη διαμόρφωση προοπτικής συναινέσεων και την καλλιέργεια πρόσφορου εδάφους πολιτικών συναινέσεων για την αναζήτηση διεξοδικών λύσεων.
Οι ανοίκειες επιθέσεις σε πολιτικά στελέχη εντός και εκτός συνεδρίου, η συσπείρωση του μιντιακού μηχανισμύ γύρω από τον Αλέξη Τσίπρα, αδειάζοντας κορυφαία στελέχη, ήταν ενδεικτικός της σφοδρότητας της εσωτερικής σύγκρουσης. Η ένταση αυτή καταδεικνύει όμως ότι ακόμα και με τον πλήρη έλεγχο των δομών και μηχανισμών από τον πρόεδρο, η καταστολή των αντιδράσεων είναι εξαιρετικά… δύσκολη.
Αυτό φάνηκε από τις επιθέσεις από συνέδρους στον Θοδωρή Δρίτσα, τα “πυρά” ελεύθερων σκοπευτών στον Πάνο Σκουρλέτη και τη χρήση διαδικτυακών μηχανισμών για την υποβάθμιση του Ευκλείδη Τσακαλώτου. Σε αυτό το πλαίσιο, μάλιστα, η στάση του δημοσιογράφου και εκδότη Κώστα Βαξεβάνη στη σύγκρουση Σκουρλέτη – Λακόπουλου, στην οποία παρενέβη με άρθρο του, σχεδόν φωτογραφίζει άλλους -εσωκομματικά- ως “ηθικούς” αυτουργούς των επιθέσεων δολοφονίας χαρακτήρα.
Πλήγμα και εκτός… πεδίου
Αλγεινές εντυπώσεις έχει προκαλέσει και η παραίτηση-απομάκρυνση του διευθυντή του ραδιοφωνικού σταθμού “Στο Κόκκινο” Νίκου Ξυδάκη δύο ημέρες μετά το συνέδριο. Επισήμως, η ανακοίνωση που εκδόθηκε μετά το κύμα αντιδράσεων που προκλήθηκε αναφέρει σε οικειοθελή αποχώρηση λόγω διαφωνίας στην ατζέντα και οι διαρροές αναφέρονται στην άρνησή του να αναλάβει το κόστος της βαθιάς οργανωτικής αναδιάρθρωσης με το γνώμονα τη μείωση του κόστους.
Πολιτικά, με δεδομένο ότι ο Νίκος Ξυδάκης ισορροπούσε μεταξύ “Ομπρέλας” και της αυλής του Αλέξη Τσίπρα, αλλά κινούνταν μακριά από το αποκεντρωμένο σύστημα ελέγχου των Παπά-Σπίρτζη και Πολάκη, η απομάκρυνσή του -με τον τρόπο που εξελίχθηκε- αναδύει οσμή εσωκομματικού ρεβανσισμού. Ακόμα όμως και εάν -στην καλύτερη περίπτωση- αποτελεί προαποφασισμένο πλήγμα, αποτελεί απόδειξη πολιτικής πρόθεσης για τον περιορισμό της πρόσβασης διαφορετικών απόψεων στα εσωκομματικά media.
Οι μάχες του Τσίπρα
Ο Αλέξης Τσίπρας δεν αμφισβητήθηκε, ως πρόσωπο, οι πολιτικές επιλογές του όμως επικρίθηκαν σφόδρα.
Εσωκομματικά, οι χειρισμοί του Αλέξη Τσίπρα εκλήφθηκαν ως πραξικοπηματικοί. Οι πρωτοβουλίες του προέδρου του ΣΥΡΙΖΑ για ενίσχυση της συμμετοχής της βάσης στις εσωκομματικές διεργασίες μέσω της εκλογής προέδρου και Κεντρικής Επιτροπής από τη βάση, καθώς και τη διεύρυνση των μελών που συμμετέχουν στο συνέδριο, έχουν προκαλέσει θύελλα. Αυτά όμως ήταν απριόρι γνωστά.
Ο εσωκομματικός διάλογος για τις επιλογές του Αλέξη Τσίπρα αυτές ήταν από καιρό έντονος και οι θέσεις καταγεγραμμένες. Είχαν προηγηθεί άλλωστε “μικρογραφίες” στις τοπικές και νομαρχιακές επιτροπές, όπου δόθηκαν οι “μάχες” εμπροσθοφυλακών για τη διαμόρφωση των ισορροπιών στο συνέδριο.
Εκ των στόχων που είχε θέσει ποσοτικά το περιβάλλον του Αλέξη Τσίπρα φαίνεται να έχει κερδίσει: Ήτοι ο περιορισμός της εσωκομματικής αντιπολίτευσης της “Ομπρέλας” στο 25% από το 40% στο προηγούμενο συνέδριο και η εκλογή της Κεντρικής Επιτροπής από τη βάση.
Ακόμα όμως δεν έχει προσδιοριστεί ο αντίκτυπος των εξελίξεων στη βάση και τη συσπείρωση του κόμματος καθώς και του κλίματος στην κοινωνία.
Είναι έτοιμος ο ΣΥΡΙΖΑ-ΠΣ να κυβερνήσει;
Τελικά, πόσο έτοιμος είναι ο ΣΥΡΙΖΑ-ΠΣ να κυβερνήσει; Αυτό είναι το βασικό ερώτημα που ανακύπτει από το πρόσφατο Συνέδριο του κόμματος. Αν μη τι άλλο οι διεργασίες του Συνεδρίου ήταν ημιτελείς. Η προσπάθεια επίδειξης δύναμης μέσα από τη μαζική συμμετοχή δεν φαίνεται να έχει φέρει τα προσδοκώμενα αποτελέσματα και ακόμα δεν υπάρχουν μετρήσεις για τον αντίκτυπο στη συσπείρωση. Πολιτικά, πάντως, ο Αλέξης Τσίπρας έστειλε σαφές μήνυμα ότι θα επιδιώξει διαφορετικό μοντέλο διοίκησης του κόμματος και διαχείρισης των πολιτικών διαφωνιών.
Αν το ζήτημα ήταν η σύγκλιση του κόμματος με την εκλογική του βάση, κάτι τέτοιο φαίνεται να έχει επιτευχθεί. Είναι όμως αρκετό για να οδηγήσει το κόμμα στην κυβέρνηση; Επ αυτού του θέματος οι απόψεις διίστανται. Αφενός γιατί η προσέγγιση με την εκλογική βάση αποτελεί ξεκάθαρη στροφή και ως εκ τούτου έχει πολιτικό κόστος και αφετέρου, γιατί παρά τη στροφή δεν είναι σαφές αν μπορεί να συσπειρώσει νέες δυνάμεις που θα καλύψουν τις απώλειες.
Επίσης, δεν είναι ξεκάθαρο αν ο μακιαβελισμός που επιδεικνύει ο Αλέξης Τσίπρας τώρα είναι μέρος της συνταγής διαχείρισης κρίσεων που θα χρειάζεται η Ευρώπη την επομένη των μεγάλων και αλληλεπικαλυπτόμενων κρίσεων του κορονοϊού, του πολέμου στην Ουκρανία και της ενέργειας.