Τον οδικό χάρτη για την επίτευξη επενδυτικής βαθμίδας για τα ελληνικά ομόλογα ξεδίπλωσε με συνέντευξή του ο επικεφαλής του γραφείου της ΕΚΤ στην Αθήνα. Ο Mάρτιν Μπάιστερμπος έθεσε ως ορόσημα τη μείωση του Δημόσιο Χρέους της Ελλάδας και την ενίσχυση της χρηματοπιστωτικής σταθερότητας, προβλήματα γνωστά, που όμως στη σκιά της πανδημίας αποντούν νέες διαστάσεις.
Δύο ορόσημα για την επίτευξη επενδυτικής βαθμίδας για την Ελλάδα έθεσε με συνέντευξή του ο επικεφαλής της αποστολής της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας στην Ελλάδα. Αν και τα ζητήματα είναι γνωστά, εν τούτοις η διαχείρισή τους σε περιβάλλον αύξησης επιτοκίων, πολιτικού ρίσκου και αλληλεπικαλυπτόμενων κρίσεων αποτελεί πρόκληση επικών διαστάσεων.
Ο Mάρτιν Μπάιστερμπος, ζήτησε μείωση του Δημόσιο χρέους και ενίσχυση του χρηματοπιστωτικού τομέα. Οι συστάσεις αυτές από μόνες τους δεν σημαίνουν τίποτα. Πρακτικά, όμως, η μείωση του Δημόσιου χρέους, έχει πολλές παραμέτρους και αυτές περιλαμβάνουν τη σύσφιξη της υπερχαλαρής δημοσιονομικής πολιτικής. Κάτι τέτοιο όμως θα είχε αρνητικό αντίκτυπο στο πολιτικό κλίμα, ιδιαίτερα εν μέσω υγειονομικής κρίσης και καθώς η αναπτυξιακή έκρηξη δεν διαχέεται στην κοινωνία. Αυτό, σε μια προεκλογική χρονιά, κάτι τέτοιο θα μπορούσε να επηρεάσει καταλυτικά τις εξελίξεις…
Όσον αφορά στις τράπεζες, επέμεινε στη διαχείριση των NPE’s, που σημαίνει ότι βλέπει τη δημιουργία νέων μετά την εκπνοή των μορατόρια. Επίσης, στις συστάσεις του ο επικεφαλής του γραφείου της ΕΚΤ στην Αθήνα, ζητά -εμμέσως πλην σαφώς- διαφοροποίηση του μηχανισμού και των κριτηρίων χορήγησης των ευρωπαϊκών δανείων.
Ο Μπάιστερμπος δήλωσε ότι:
Τα ευρωπαϊκά δάνεια για τη στήριξη από τις επιπτώσεις της πανδημίας θα πρέπει να χορηγούνται με βάση εύλογα οικονομικά κριτήρια, ενώ η χρηματοδότηση θα πρέπει επίσης να παρέχεται σε υγιείς μικρότερες επιχειρήσεις χωρίς άλλες πηγές χρηματοδότησης.
Το ζήτημα είχε τεθεί και κατά την έγκριση του ελληνικού σχεδίου Ελλάδα 2.0. Η επαναφορά του θέματος σημαίνει ότι δεν θεωρείται λήξαν και ότι η ΕΚΤ βλέπει άλλες κινήσεις από τις ελληνικές τράπεζες.
Νέα και παλαιά κόκκινα δάνεια
Μεταξύ άλλων, ο Μπάιστερμπος θέτει θέμα του αποθέματος μη αναδιαρθρωμένων δανείων που έχουν φύγει από τις τράπεζες, αλλά παραμένουν στο σύστημα.
Ειδικότερα, ο Μπάιστερμπος δήλωσε ότι:
«Τα μη αναδιαρθρωμένα επισφαλή δάνεια, ακόμη και αν δεν είναι πλέον στο τραπεζικό σύστημα, εξακολουθούν να αποτελούν βάρος», είπε. «Καθώς η οικονομία ανακάμπτει, η ενίσχυση της λεγόμενης “θεραπείας δανείων” αποτελεί ολοένα και πιο σημαντική προτεραιότητα».
Σε αυτό το σημείο, οι θέσεις του ταυτίζονται με αυτές που είχε προσφάτως διατυπώσει ο Γιάννης Στουρνάρας, αποτελώντας έτσι το… δεύτερο καμπανάκι για το ζήτημα.
Ως σηματικότερο ζήτημα ο αξιωματούχος της ΕΚΤ εκτοπίζει, βέβαια, τα εναπομείναντα κόκκινα στις τράπεζες, τα οποία ανέρχονται στα 21 δισ., σύμφωνα με τα στοιχεία του Σεπτεμβρίου.
Στον χρηματοπιστωτικό τομέα, η μεγαλύτερη πρόκληση παραμένουν τα μη εξυπηρετούμενα δάνεια, τα οποία παρότι μειώθηκαν από το ανώτατο όριο των 107 δισ. ευρώ το 2016 παρέμειναν στα 21 δισ. ευρώ περίπου τον Σεπτέμβριο.
Πάσα για… Στουρνάρα
Ο Μπάιστερμπος επισήμανε ότι υπάρχει «ουσιαστική πρόοδος» από τις τράπεζες στο ξεφόρτωμα των επισφαλών χρεών, ενώ ο αντίκτυπος της πανδημίας στις νεότερες πιστώσεις είναι μέχρι στιγμής περιορισμένος. Ακόμα κι έτσι, τόνισε ότι οι τράπεζες πρέπει να «επιταχύνουν τον ρυθμό» της αναδιάρθρωσης ή να αναζητήσουν άλλες λύσεις για την αντιμετώπιση του ζητήματος.
Η διαπίστωση αυτή εκλαμβάνεται ως σαφής πίεση στην κατεύθυνση της προώθησης του σχεδίου του Γιάννη Στορνάρα. Αν μάλιστα προστεθεί και η πίεση για την ταχύτερη κατάπτωση και αποπληρωμή των κρατικών εγγυήσεων, τότε φαίνεται πως η ΕΚΤ δεν είναι ικανοποιημένη από την πρόοδο της διαδικασίας εξυγίανσης του χρηματοπιστωτικού συστήματος. Ο Μπάιστερμπος, μάλιστα, σκιαγραφεί ένα τοπίο στατικότητας, το οποίο, δεν βοηθά στην επίτευξη επενδυτικής βαθμίδας.