Τη διαδικασία για τη αναθεώρηση του Συμφώνου Σταθερότητας άνοιξε και επισήμως η Κριστίν Λαγκάρντ, ενώ η αναδεικνύεται σε κορυφαίο… αναθεωρητή, καθώς νωρίτερα είχε αναθεωρήσει τους στόχους της ΕΚΤ.
Το Σύμφωνο Σταθερότητας στην Ευρώπη «είναι βέβαιο» ότι δεν θα επιβληθεί «με τους ίδιους κανόνες» στο μέλλον, δήλωσε σήμερα η πρόεδρος της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας Κριστίν Λαγκάρντ, η οποία δεν προβλέπει, ωστόσο, αναθεώρηση των ανωτάτων ορίων του ελλείμματος και του χρέους μέχρι το επόμενο έτος.
Με τις δηλώσεις της η Κριστίν Λαγκάρντ αποκάλυψε το πλαίσιο μέσα στο οποίο προωθούνται οι αλλαγές και σύμφωνα με το οποίο η Ελλάδα δεν θα ωφεληθεί ιδιαίτερα, καθώς εμπίπτει στις σκληρές περιπτώσεις.
Η πρόεδρος της ΕΚΤ εκτίμησε ότι η ΕΕ θα επιμηκύνει την περίοδο ισχύος της ρήτρας διαφυγής και το 2023, αναθέτοντας ωστόσο στο Eurogroup και το Ecofin να προσδιορίζουν ad hoc όρια και να κάνουν συστάσεις. Υποστήριξε επίσης, ότι υπάρχουν περιθώρια για διασταλτικές ερμηνείες.
Χαλαρώνουν το έλλειμμα, κρατούν τα όρια χρέους
Μετά την ολοκλήρωση των ευρωπαϊκών συνομιλιών που ξεκίνησαν τον Οκτώβριο με στόχο την αναζήτηση συναίνεσης μεταξύ των χωρών μελών για την τροποποίηση των κριτηρίων που πλαισιώνουν τα δημόσια οικονομικά, «είναι βέβαιο ότι δεν θα εφαρμοσθούν οι ίδιοι κανόνες», σχολίασε η επικεφαλής της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας σε δηλώσεις της στο δίκτυο France Inter της δημόσιας γαλλικής τηλεόρασης.
Τα κριτήρια αυτά σταθερότητας, που επιβάλλουν δημόσιο έλλειμμα κάτω του 3% του ΑΕΠ, δημόσιο χρέος κάτω του 60% του ΑΕΠ, καθώς και την τροχιά επιστροφής στην ισορροπία για τις χώρες που έχουν ξεπεράσει τα όρια αυτά, θρυμματίστηκαν εξαιτίας των δαπανών για την αντιμετώπιση της υγειονομικής κρίσης.
Για την Κριστίν Λαγκάρντ, τα πλαφόν του 3% και 60% «είναι εγγεγραμμένα στα κείμενα (των συνθηκών) και για να εξαφανισθούν, τα κείμενα πρέπει να αναθεωρηθούν» ομοφώνως από τα κράτη μέλη.
Διασταλτικές… ερμηνείες
«Το 2023 δεν θα υπάρξει επιστροφή» στους κανόνες αυτούς, προέβλεψε η Κριστίν Λαγκάρντ, η οποία θεωρεί ότι η Ευρώπη έχει την δυνατότητα να ενεργήσει ως προς «τους τρόπους ερμηνείας» των κανόνων.
«Δεν πιστεύω ότι μπορούμε με ρεαλιστικό τρόπο να περιμένουμε θεμελιώδεις αλλαγές στα κριτήρια του ελλείμματος και του χρέους , για τα οποία θα χρειαζόταν τροποποίηση των συνθηκών», δήλωσε ήδη την περασμένη εβδομάδα ο γερμανός υπουργός Οικονομικών, ο φιλελεύθερος Κρίστιαν Λίντνερ.
Οι τοποθετήσεις αυτές προδιαθέτουν για δύσκολες συνομιλίες για την μεταρρύθμιση του Συμφώνου Σταθερότητας, δεδομένης και της δήλωσης του γάλλου υπουργού Οικονομίας Μπρουνό Λεμέρ, ο οποίος θεωρεί «ξεπερασμένο» το όριο του 60%.
Ο πρόεδρος της Γαλλίας Εμανουέλ Μακρόν δήλωσε τον Δεκέμβριο από την πλευρά του ότι θέλει «να ξανασκεφτεί το δημοσιονομικό πλαίσιο» , θεωρώντας ότι «το ζήτημα που τίθεται πλέον δεν είναι να είναι κανείς υπέρ ή κατά του 3%». «Είναι ξεπερασμένο», έχει δηλώσει.
Σε ότι αφορά τον πληθωρισμό στην Ευρωζώνη θα μειωθεί σταδιακά φέτος καθώς βασικοί μoχλοί του, όπως οι τιμές της ενέργειας και οι στενότητες στην προσφορά, αναμένεται να υποχωρήσουν, όπως δήλωσε η Κριστίν Λαγκάρντ.
«Αυτοί θα σταθεροποιηθούν και θα υποχωρήσουν σταδιακά στην πορεία του 2022», είπε.
Σε ερώτηση για την πολιτική αναφορικά με την αντιμετώπιση των πληθωριστικών πιέσεων, η Λαγκάρντ επανέλαβε ότι η ΕΚΤ δεν χρειάζεται να δράσει τόσο πολύ όσο η κεντρική τράπεζα των ΗΠΑ (Fed), λόγω της διαφοράς στην οικονομική κατάσταση των δύο περιοχών.
«Ο κύκλος οικονομικής ανάκαμψης στις ΗΠΑ είναι πιο μπροστά από αυτόν στην Ευρώπη. Επομένως, έχουμε κάθε λόγο να μη δράσουμε τόσο γρήγορα και τόσο βίαια όσο θα μπορούσε να φανταστεί κανείς ότι θα δράσει η Fed», είπε, προσθέτοντας ότι και ο πληθωρισμός είναι υψηλότερος στις ΗΠΑ.
«Έχουμε αρχίσει, όμως, να αντιδρούμε και είμαστε προφανώς έτοιμοι να αντιδράσουμε με μέτρα νομισματικής πολιτικής αν οι αριθμοί, τα στοιχεία, τα γεγονότα το απαιτήσουν», πρόσθεσε.
Σχολιάζοντας τις πρόσφατες τάσεις στις αποδόσεις των ομολόγων της Ευρωζώνης, με την απόδοση του γερμανικού 10ετούς τίτλου να έχει γίνει θετική για πρώτη φορά από το 2019, η Λαγκάρντ δήλωσε: «Αν οι αποδόσεις αυξηθούν ξανά, αυτό σημαίνει ότι τα θεμελιώδη μεγέθη της οικονομίας βελτιώνονται».