Απόφαση για αύξηση της παραγωγής ενέργειας μέσω των λιγνιτικών μονάδων έλαβε το διοικητικό συμβούλιο της ΔΕΗ και ενέκρινε το υπουργείο Περιβάλλοντος και Ενέργειας. Η απόφαση έρχεται αμέσως μετά την ολοκλήρωση της αύξησης κεφαλαίου και μεσούσης της ενεργειακής κρίσης.
Η ΔΕΗ ανακοίνωσε την απόφασή της να αύξηση ραγδαία τις ώρες παραγωγής από όλες τις λιγνιτικές μονάδες που παραμένουν σε λειτουργία και μέχρι την εκπνοή του χρονοδιαγράμματος λειτουργίας τους το 2025. Η κίνηση αυτή εκτιμάται ότι εντάσσεται στον ευρύτερο κυβερνητικό σχεδιασμό για την αντιμετώπιση της ενεργειακής κρίσης, πλην όμως αντιβαίνει τις εξαγγελίες για περιορισμό του ενεργειακού αποτυπώματος της Ελλάδας.
Η ελληνική κυβέρνηση διακρίνοντας πλέον ότι δεν μπορεί να αντιμετωπίσει την ενεργειακή κρίση με επιδοτήσεις και αφού η αύξηση του κόστους της ενέργειας αλλά και η αδυναμία κάλυψης της κατανάλωσης από τις Ανανεώσιμες Πηγές Ενέργειας αναγκάζουν την κυβέρνηση να υπαναχωρήσει στις εξαγγελίες της.
Πολιτικά, όμως, η κυβέρνηση επιλέγει να κινηθεί βραχυχρόνια, έτσι δεν μεταθέτει συνολικά την περίοδο απολιγνιτοποίησης, σε αυτή τη φάση, αλλά αυξάνει τη χρήση των λιγνιτικών μονάδων μέχρις ότου αυτές τεθούν εκτός λειτουργίας. Νομοτελειακά, βέβαια, θα είναι αδύνατο να υπάρξει ξαφνική απολιγνιτοποίηση μετά από περατεταμένη περίοδο αυξημένης εξάρτησης από τον άνθρακα,
Το ενεργειακό μίγμα της Ελλάδας
Επιχειρηματικά, η απόφαση του διοικητικού συμβουλίου της ΔΕΗ έρχεται μετά από την επιτυχή ολοκλήρωση της αύξησης κεφαλαίου, η οποία επέφερε σημαντικές μετοχικές ανακατατάξεις. Συνεπώς, δεν μπορεί να αποκλειστεί η παρέμβαση των νέων μετόχων υπέρ της αύξησης της κατανάλωσης του λιγνίτη, για την κάλυψη της αυξημένης ζήτησης. Έτσι επιτυγχάνονται μεγαλύτερα περιθώρια κέρδους και αξιοποιούνται αποτελεσματικότητα τα ήδη επενδεδυμένα κεφάλαια.
Οι εξελίξεις αυτές αναμένεται να επηρεάσουν το σύνολο της αγοράς ενέργειας στην Ελλάδα, τόσο την παραγωγή όσο και την κατανάλωση, ενώ θα έχουν αντίκτυπο και στην πορεία του κλάδου στο Χρηματιστήριο.
Τόσο από την πολιτική όσο και από επιχειρηματική οπτική, η αύξηση της κατανάλωσης λιγνίτη φαίνεται ως βιώσιμη και ρεαλιστική προσέγγιση. Παράλληλα, η απόφαση εν μέσω ενεργειακής κρίσης, αποτελεί απόδειξη κακού πολιτικού σχεδιασμού. Τέτοιες εξελίξεις συνήθως έχουν και διεθνή αντίκτυπο για την Ελλάδα.
Προαναγγελθείσα απόφαση
Το κλίμα στην κατεύθυνση παρέκκλισης της ευρωπαϊκής οδηγίας είχε αρχίσει να διαμορφώνεται καιρό τώρα. Η ενεργειακή κρίση αποδείχθηκε καταλυτική για την πολιτική υπέρβαση των δεσμεύσεων.
Ο ΑΔΜΗΕ είχε άλλωστε από τον Οκτώβριο επισημάνει σε ΔΕΗ, ΡΑΕ και ΥΠΕΝ, ότι η λειτουργία των λιγνιτικών μονάδων για το κρίσιμο τρίμηνο Δεκεμβρίου – Φεβρουαρίου είναι απαραίτητη.
Στο πλαίσιο αυτό ζήτησε από τη ΔΕΗ να έχει σε πλήρη διαθεσιμότητα, τόσο από άποψη συντήρησης όσο και καυσίμου, όλες τις εν λειτουργία λιγνιτικές μονάδες. Η περιβαλλοντική προσαρμογή των μονάδων στο καθεστώς παρέκκλισης της λειτουργίας τους τέθηκε από τη ΔΕΗ ως προϋπόθεση για τη διαθεσιμότητά τους, και στο πλαίσιο αυτό υπέβαλε το σχετικό αίτημα στο ΥΠΕΝ το οποίο και υπέγραψε τη σχετική υπουργική απόφαση.
Η ΔΕΗ, παράλληλα, εκπόνησε σχέδιο ενεργειακής επάρκειας και διαχείρισης κρίσεων στο πλαίσιο του οποίου η πλήρης διαθεσιμότητα των ενεργών μονάδων κρίνεται αναγκαία. Έτσι, η κυβέρνηση, χωρίς να έχει άμεσες και αξιόπιστες λύσεις από την αγορά, υπαναχώρησε.
Η πορεία της μετοχής της ΔΕΗ
Η απόφαση
Την απόφαση του διοικητικού συμβουλίου της ΔΕΗ μετουσίωσε σε νόμο η υπουργική απόφαση που ανήρτησε χθες στο «Διαύγεια» το υπουργείο Περιβάλλοντος και Ενέργειας. Ειδικότερα, εκεί αναφέρεται ότι γίνεται αποδεκτό σχετικό αίτημα της ΔΕΗ, παρατείνει τις ώρες λειτουργίας 7 λιγνιτικών μονάδων (Αγ. Δημήτριος 1, 2, 3, 4 και 5, Μελίτη και Μεγαλόπολη 4) και των πετρελαϊκών μονάδων του ΑΗΣ Αθερινόλακκου στην Κρήτη, βάζοντας ουσιαστικά στον πάγο το πρόγραμμα απολιγνιτοποίησης.
Σύμφωνα με τη ΔΕΗ, η παράταση των ωρών λειτουργίας κατά παρέκκλιση ευρωπαϊκής περιβαλλοντικής οδηγίας σε σχέση με την έκλυση εκπομπών ρύπων, τόσο των λιγνιτικών μονάδων όσο και των δύο πετρελαϊκών, κρίνεται απαραίτητη για την ευστάθεια του ηλεκτρικού συστήματος της χώρας, ιδίως κατά τις χρονικές περιόδους ακραίων καιρικών φαινομένων λόγω της κλιματικής αλλαγής.
Οι εν λόγω μονάδες λειτουργούν ήδη σε καθεστώς παρέκκλισης της ευρωπαϊκής οδηγίας, έχοντας περιορίσει σημαντικά τον επιτρεπόμενο χρόνο λειτουργίας τους που διασφάλισαν με προηγούμενες υπουργικές αποφάσεις.
Η λειτουργία του ΑΗΣ Μελίτης παρατείνεται για 11.000 ώρες συνολικά από 1η Αυγούστου 2021 έως και την 31η Δεκεμβρίου 2023. Κατά 35.600 ώρες συνολικά από 1 Αυγούστου 2021 έως και την 31η Δεκεμβρίου 2025 παρατείνεται η λειτουργία της μονάδας Μεγαλόπολη IV, κατά 1.500 ώρες ως ετήσιος κυλιόμενος μέσος όρος πενταετίας από 1/7/2020 έως 30/6/2025 η λειτουργία των μονάδων Ι και II του ΑΗΣ Αγ. Δημητρίου και κατά 13.600 ώρες συνολικά κάθε μία από τις μονάδες III και IV για το διάστημα από 1/8/2021 έως 31/12/2023. Oι ώρες λειτουργίας της μονάδας V του Αγ. Δημητρίου παρατείνονται κατά 35.600 συνολικά από 1/8/2021 έως 31/12/2025. Η λειτουργία, τέλος, των πετρελαϊκών μονάδων I και II του ΑΗΣ Αθερινόλακκου παρατείνεται κατά 18.600 ώρες συνολικά για κάθε μία από 1/8/2021 έως 31/12/2024 που θα τεθεί σε λειτουργία η μεγάλη διασύνδεση με την Αττική.
Ανακοίνωση της ΔΕΗ
Από την πλευρά της, η ΔΕΗ, σε ανακοίνωσή της αναφέρει τα εξής:
«Δεν υπάρχει καμία αλλαγή στο πλάνο απόσυρσης των λιγνιτικών μονάδων, όπως αυτό έχει παρουσιαστεί ήδη από τον Δεκέμβριο του 2019 και υλοποιείται κανονικά. Η απόφαση της Γεν. Διεύθυνσης Περιβάλλοντος του ΥΠΕΝ για τις ώρες λειτουργίας των υφιστάμενων λιγνιτικών μονάδων αφορά σε ώρες που θα έχουν εξαντληθεί έως τον προγραμματισμένο χρόνο απόσυρσής τους.
Το πρόγραμμα απόσυρσης των λιγνιτικών μονάδων:
- 2021: Καρδιά 3-4 (αποσύρθηκαν)
- 2022: Μεγαλόπολη 3, Άγ. Δημήτριος 1-4
- 2023: Άγ. Δημήτριος 5, Μελίτη 1, Μεγαλόπολη 4
- 2025: Πτολεμαΐδα 5 (μετατροπή σε Φ.Α.)»