Οι αποδώσεις των ελληνικών ομολόγων υποχωρούν σημαντικά μετά την ανακοίνωση της Κριστίν Λαγκάρντ ότι η Ελλάδα θα μείνει χωρίς ουσιαστική κάλυψη, μιας και το waiver ίσχυε μόνο στο πλαίσιο του PEPP για αφορούσε την υγειονομική κρίση. Πρόικειται για σχήμα που εκ πρώτης όψεως μοιάζει οξύμωρο καθώς το country και το investment risk αυξάνονται και μάλιστα αισθητά. Στην πραγματικότητα η αντίδραση της αγοράς δεν είναι ένδειξη εφησυχασμού αλλά κατοχύρωση κερδών, καθώς τα στοιχεία είχαν εν πολλοίς προεξοφληθεί, μιας και το ράλι κρατούσε από τον Αύγουστο.
Η κεντρική τράπεζα δηλώνει πως αν απαιτηθεί, λόγω πανδημίας, θα έχει την ευελιξία να αγοράζει ελληνικά ομόλογα ακόμα και μετά τη λήξη του έκτακτου προγράμματος τον Μάρτιο. Η ΕΚΤ, επίσης, θα συνεχίζει να αγοράζει ελληνικά ομόλογα επανεπενδύοντας κέρδη από το rollover άλλων που λήγουν. Πρόκειται όμως για πρόγραμμα μικρότερου ύψους που απαιτεί πολύ προσεκτικό προγραμματισμό από ελληνικής πλευράς.
Η κατάσταση που διαμορφώνεται δεν έχει ουσιαστικούς οικονομικούς και επενδυτικούς κινδύνους, καθώς το μεγαλύτερο μέρος του ελληνικού χρέους βρίσκεται σε χέρια θεσμών και υπάρχει συμφωνημένο moratorium. Επίσης, για το 2022 ο ΟΔΔΗΧ έχει διαμορφώσει πλάνο δανεισμού 20 δισ., με τα μισά να σκοεπύει να τα αντλήσει από τις αγορές το πρώτο τρίμηνο και όσο βρίσκεται σε ισχύ ακόμα το PEPP. Τα υπόλοιπα, εκτιμάται ότι θα είναι εύκολο να αντληθούν, ενδεχομένως με ελαφρώς υψηλότερο κόστος, αλλά χωρίς τραγικές αποκλήσεις.
Η αδυναμία όμως της Αθήνας να πετύχει ανανέωση του Waiver και επέκτασή του στο APP αποτελεί σαφή ένδειξη ότι δεν διαθέτει τα απαραίτητα πολιτικά ερείσματα. Κατ επέκταση καταρρέει ο πολτιικός μύθος της αποκατάστασης της αξιοπιστίας που επέτρεψε στη χώρα να ενταχθεί στο πρόγραμμα της ΕΚΤ.
Η αξιολόγηση της Ελλάδας
Στο μεταξύ, πάντως, η Ελλάδα αναμένεται να αποκτήσει investment status στα τέλη του 2022 ή μετά τις εκλογές το 2023. Αυτό, στο καλύτερο σενάριο αφήνει ένα κενό 8 μηνών και στο χειρότερο 13 μηνών. Για την περίοδο αυτή εξετάζονται σειρά σεναρίων για την κάλυψη των χρηματοδοτικών αναγκών. Ωστόσο, υπό κανονικές συνθήκες δεν γεννάται ζήτημα. Πρόβλημα θα υπάρξει αν η κυβέρνηση αναγκαστεί σε νέο lockdown. Τότε, η προσφυγή στον ESM θεωρείται αναπόδραστη.,, όπως και το συνακόλουθο πολιτικό κόστος.
Έτσι, η κυβέρνηση επιχειρεί με κάθε τρόπο να εμπεδώσει τη βούλησή της για ανοιχτή οικονομία και κοινωνία, έχοντας αποτιμήσει τα κόστη για κάθε μια από τις επιλογές φαίνεται ότι έχει καταλήξει στο συμπέρασμα ότι μπορεί να διαχειριστεί με μεγαλύτερη αποτελεσματικότητα την έξαρση της πανδημίας.
Τί λέει η ΕΚΤ
Όπως επισημαίνει η ΕΚΤ στην ανακοίνωση που εξέδωσε, σε περίπτωση νέου κατακερματισμού της αγοράς που σχετίζεται με την πανδημία, οι επανεπενδύσεις ομολόγων που αποκτήθηκαν μέσω του έκτακτου προγράμματος αγοράς τίτλων (PEPP) (σ.σ. τον οποίο λήγει τον Μάρτιο) μπορούν να προσαρμοστούν με ευελιξία σε χρονική διάρκεια, επενδυτική τάξη και αρμοδιότητα ανά πάσα στιγμή. Αυτό μπορεί να περιλαμβάνει και αγορές ομολόγων που εξέδωσε η Ελλάδα, πέρα και πάνω από τα ρολαρίσματα τίτλων που ήδη έχει στην κατοχή της.
Όπως εξηγεί, αυτό θα γίνει για να αποφευχθεί μια διαταραχή στην εγχώρια αγορά, η οποία μπορεί να προκαλέσει βλάβη στην ελληνική οικονομία ενώ αυτή είναι ακόμα σε διαδικασία «ανάρρωσης» από τις συνέπειες της πανδημίας.
Η Κριστίν Λαγκάντ ερωτήθηκε για την Ελλάδα στη συνέντευξη τύπου. Σημείωσε ότι η χώρα έκανε πραγματικά πολύ καλή πρόοδο στις μεταρρυθμίσεις το τελευταίο καιρό, τόνισε. Βελτίωσε την αξιολόγηση της αλλά δεν έχει ακόμα την αξιολόγηση που την κάνει επιλέξιμη για αγορές από την ΕΚΤ από το πρόγραμμα αγορών APP (σ.σ. μόνιμο πρόγραμμα αγοράς ομολόγων). Γι’ αυτό έγινε η συγκεκριμένη αναφορά στο κείμενο της απόφασης, τόνισε. Είναι ισχυρό σήμα, δήλωσε και επεσήμανε ότι αυτή η κίνηση είχε μεγάλη αποδοχή στο Συμβούλιο.
.