Πολυεπίπεδες επιπλοκές προκαλεί η υποτιμημένη από την ΑΘήνα -έως τώρα- σχέση Άγκυρας – Μαδρίτης-, καθώς η οικονομική κρίση στην Τουρκία αποτελεί ευκαιρία για την Ισπανία που αναζητά εμπορικές διεξόδους και υψηλές αποδόσεις. Έτσι, μετά τον αποκλεισμό της από τα εξοπλιστικά προγράμαμτα στην Ελλάδα και αφού ουδείς επεδίωξε μια στενότερη προσέγγιση σε πολιτικό, επιχειρηματικό και γεωστρατηγικό επίπεδο, η Ισπανία αποφάσισε να ενισχύσει τους δεσμούς με την Τουρκία.
Παρά την έκπληξη και τον ντόρο που προκλήθηκε στην Ελλάδα, ηεπίσκεψη Σάντσεθ στην Άγκυρα ούτε μυστική, ούτε ξαφνική ήταν και χρόνος για να αντιδράσει η Αθήνα υπήρχε. Η καθυστερημένη και υψηλών τόνων αντίδραση της ελληνικής πλευράς, δείχνει νευρικότητα και αποτελεί ένδειξη κακής διαχείρισης πληροφοριών.
Τα media στην Ελλάδα εστιάζουν στις στρατιωτικές συνεργασίες και συνέργειες που επιχειρούν να αναπτύξουν οι δύο χώρες, όταν είναι ήδη σύμμαχοι στο NATO. Αντιθέτως υποβαθμίζεται το κεφαλαιώδες ζήτημα της εξαγοράς του συνόλου τω μετοχών της Garanti Bank από την ισπανική BBVA, σε ένα deal που αποτιμά την τουρκική τράπεζα στα 4,5 δισ. ευρώ.
Υπ αυτό το πρίσμα και με βάση την έκθεση της ισπανίας στο τραπεζικό σύστημα της Τουρκίας, την διεύρυνση των εμπορικών σχέσεων και την εμβάθυνση των πολιτικών, είναι προφανές ότι δεν υπάρχουν περιθώρια αναστρεψιμότητας.
Συνεπώς, η ανακοίνωση του υπουργείου Εξωτερικών για την έλευση του Ισπανού ΥΠΕΞ στην Ελλάδα, σε συνέχεια της διαμαρτυρίας της Αθήνας στην ΕΕ για τις πωλήσεις όπλων, δεν αποτελεί παρά μια προσπάθεια της Μαδρίτης να “χρυσώσει το χάπι”, ενώ παράλληλα αναμένεται να προβάλλει και απαιτήσεις για τη βελτίωση των διμερών σχέσεων.
Αξίζει να σημειωθεί ότι η Ελλάδα μέχρι στιγμής έχει αποκλείσει από τα εξκοπλιστικά της προγράμματα τόσο την Ισπανία όσο και την Ιταλία. Οι ίδιες χώρες, αναζητώντας έσοδα και χώρο στην ανατολική Μεσόγειο προσεγγίζουν την Τουρκία, με την οποία έχουν και αλληλεπικαλυπτόμενα συμφέροντα στην Αφρική και τη Μέση Ανατολή.
Auditor’s note
Οι εξελίξεις αυτές, μπορεί να προκαλούν θόρυβο στην Αθήνα, είναι όμως γνωστές στην Ουάσιγκτον και τις Βρυξέλλες και υλοποιούνται υπό την ομπρέλα του NATO και με την -ακόμα και σιωπηρή- αποδοχή της ΕΕ. Η σύσφιξη σχέσεων Ισπανίας – Τουρκίας, μάλιστα, αποτελεί και έναν ακόμη τρόπο για τη διατήρηση της σκληρής θέσης των ΗΠΑ απέναντι στην Τουρκία, χωρίς κίνδυνο διάσπασης της ανατολικής πτέρυγας του NATO.Γεωστρατηγικά, η ενίσχυση των δεσμών της Ελλάδας με τις ΗΠΑ και τη Γαλλία, ήταν αναπόφευκτι να πυροδοτήσει το ενδιαφέρον της Τουρκίας για προσέγγιση με άλλες ευρωπαϊκές χώρες. Παρά τις προσδοκίες για άνοιγμα στο Βερολίνο, η ουδέτερη στάση της Άγκελα Μέρκελ δεν θα άλλαζε, ενώ η αντίσταση στη χώρα απέναντι στον Ταγίπ Ερντογάν ήταν μεγάλη για να προχωρήσουν εξοπλιστικά deals. Έτσι, η Τουρκία στράφηκε στην Ισπανία με την οποία είχε εδραιωμένες σχέσεις και στην Ιταλία με την οποία η συνεργασία είναι εκκολαπτόμενη.
Το έδαφος είχε άλλωστε ξεκινήσει να προετοιμάζει από καιρό η Ρώμη, όταν απομακρύνθηκε από τους διασυνδετήριους αγωγούς του TAP και το project του East Med, παρά την ευνοϊκή για την Ιταλία, συμφωνία για τον καθορισμό θαλασσίων ζωνών. Η Μαδρίτη, από την πλευρά της, ενίσχυσε τους δεσμούς με την Τουρκία μέσω της στάσης του Ζοζέπ Μπορέλ, καθώς ο Ισπανός Ύπατος Εκπρόσωπος της ΕΕ, καθυστέρησε και έθεσε εν τέλει εκτός συζήτησης της κυρώσεις στην Τουρκία για μια σειρά από καυτά ζητήματα.
Οι σχέσεις Ισπανίας – Τουρκίας
Στο πλαίσιο της επίσημης επίσκεψης που πραγματοποιεί στην ¨Αγκυρα ο πρωθυπουργός της Ισπανίας παραχώρησε κοινή συνέντευξη Τύπου με τον Ταγίπ Ερντογάν, όπου ο τελευταίος «ανακοίνωσε» πως «ελπίζει να αυξήσει την αμυντική συνεργασία των δύο χωρών μέσω της προμήθειας ενός ακόμη αεροπλανοφόρου και πιθανά υποβρυχίου». Επίσης. ο Τούρκος πρόεδρος τόνισε πως “υπάρχουν πολλά που μπορούμε να κάνουμε μαζί στον αμυντικό τομέα, όπως π.χ. στα μη επανδρωμένα”. Από την πλευρά του ο Σάντσεθ αφού περιέγραψε τις καλές σχέσεις των δύο χωρών, δηλώνοντας πως η Ισπανία επιθυμεί την ένταξη της Τουρκίας της Ε.Ε., δεν έκανε σχετική αναφορά σε εξοπλιστικά.
Οι δύο ηγέτες εξέτασαν οικονομικά και εμπορικά ζητήματα, την επόμενη Σύνοδο Κορυφής του ΝΑΤΟ στην Ισπανία τον Ιούνιο του 2022, τις σχέσεις της Ευρωπαϊκής Ένωσης με την Τουρκία και την κατάσταση στην Ανατολική Μεσόγειο, τη Μέση Ανατολή και την Βόρεια Αφρική.
Η Ισπανία και η Τουρκία διατηρούν έντονες οικονομικές σχέσεις που έχουν βελτιωθεί τα τελευταία χρόνια, από το εμπορικό ισοζύγιο των 6,8 δισ. ευρώ το 2010, στο ιστορικό μέγιστο των 13 δισ. ευρώ το 2019. Ομοίως, το απόθεμα των ισπανικών επενδύσεων στην Τουρκία έχει αυξηθεί από 906 εκατομμύρια ευρώ το 2007 σε 5,3 δις ευρώ το 2019 ενώ υπάρχουν περισσότερες από 600 ισπανικές εταιρείες εγκατεστημένες στην Τουρκία.
Οι δύο πλευρές συμφώνησαν επίσης στην ενίσχυση των πολιτιστικών δραστηριοτήτων μέσω του Ινστιτούτου Θερβάντες στην Κωνσταντινούπολη και του Κέντρου Yunus Emre στη Μαδρίτη.
“Είμαστε δύο άκρα της Μεσογείου, δύο περιοχές με έντονο συμβολισμό. Και οι κυβερνήσεις μας αγωνίζονται από κοινού εδώ και χρόνια στη διεθνή σκηνή, για την υπεράσπιση των αξιών του διαπολιτισμικού και διαθρησκευτικού διαλόγου”, δήλωσε ο Πέδρο Σάντσεθ τονίζοντας την υποστήριξη και από τις δύο πλευρές της “Συμμαχίας των Πολιτισμών”, μιας πρωτοβουλίας που χρηματοδοτείται από τα Ηνωμένα Έθνη για την καταπολέμηση των θρησκευτικών και πολιτιστικών συγκρούσεων.