Να εντάξει την όποια περιφερειακή διπλωματική κινητικότητα εκδηλώνουν Ελλάδα και Κύπρος στο πλαίσιο προκλήσεων και μονομερών ενεργειών επιχειρεί η Τουρκία, θέλοντας έτσι να βρει άλλοθι για τις παραβάσεις και προκλήσεις και να εδραιώσει την πεποίθηση ότι αντιδρά.
Έντονη ήταν η αντίδραση του τουρκικού υπουργείου Εξωτερικών στην κοινή διακήρυξη Ελλάδας – Κύπρου – Αιγύπτου. Στην ανακοίνωση του τουρκικού ΥΠΕΞ γίνεται λόγος για «μια νέα εκδήλωση της εχθρικής πολιτικής του δiδύμου Ελλάδας- Eλληνοκυπρίων απέναντι στην Τουρκία και την ‘ΤΔΒΚ’». Ωστόσο, η Άγκυρα αποφεύγει να βάλει στο κάδρο και την Αίγυπτο, καθώς ταυτόχρονα εκδηλώνει πρωτοβουλίες προσέγγισης με το Κάιρο.
Ειδικότερα, τουρκικό ΥΠΕΞ χρεώνει στις «μαξιμαλιστικές και παράνομες αξιώσεις Ελλήνων και Ελληνοκυπρίων» την ένταση που επικρατεί στην περιοχή.
Η Τουρκία επιχειρεί με την ανακοίνωσή της να προβάλει τις αξιώσεις της ως εμπεδωμένες και την επίκληση του Δικαίου της Θάλασσας από την τριμερή ως αποσταθεροποιητική κίνηση. Η τύχη αυτής της στρατηγικής εξαρτάται πάντα από το ακροατήριο και το lobbying. Σε αυτή τη φάση, με τη Γερμανία σε μεταβατικό στάδιο΄, τη Γαλλία σε εσωστρέφεια και την Ιταλία σε ρόλο παρατηρητή, δεν είναι σαφής ο αντίκτυπος της στρατηγικής της Τουρκίας στα διεθνή φόρα. Οι ΗΠΑ, πάντως, τοποθετήθηκαν υπέρ της αναγνώρισης της Σύμβασης του Δικαίου της Θάλασσας ως βάσης επίλυσης των περιφερειακών διαφορών.
Στην ανακοίνωση γίνεται ιδιαίτερη αναφορά στα ενεργειακά έργα, στα οποία η Άγκυρα ξεκαθαρίζει ότι δεν αντιτίθεται, αλλά αντιθέτως, ζητά να συμμετάσχει τόσο η Τουρκία, όσο και οι Τουρκοκύπριοι, ως ισότιμο καθεστώς.
Η Άγκυρα κλείνει την ανακοίνωσή της με επίκληση στην κατάσταση που διαμορφώνεται στη Λιβύη, καταδεικνύοντας την εσωτερική εκτίμησή της ότι οι ισορροπίες στην ανατολική Μεσόγειο θα κριθούν από το αποτέλεσμα των εκλογών και το πολιτικό μίγμα που θα αναλάβει την αλλαγή σελίδας στη χώρα.
Η ανακοίνωση του τουρκικού υπουργείου Εξωτερικών:
«Η κοινή δήλωση, που δημοσιεύθηκε μετά την τριμερή σύνοδο κορυφής που πραγματοποιήθηκε στις 19 Οκτωβρίου 2021 με τη συμμετοχή των ηγετών της Ελλάδας, της Αιγύπτου και της Ελληνοκυπριακής Διοίκησης, είναι μια νέα εκδήλωση της εχθρικής πολιτικής του δiδύμου Ελλάδας- Eλληνοκυπρίων απέναντι στην Τουρκία και την ‘ΤΔΒΚ’. Η συμπερίληψη της Αιγύπτου σε αυτή τη δήλωση είναι ένδειξη ότι η αιγυπτιακή διοίκηση δεν έχει καταλάβει ακόμη την πραγματική διεύθυνση όπου μπορεί να συνεργαστεί στην Ανατολική Μεσόγειο.
Έχουμε δείξει σε φίλους και εχθρούς ότι καμία πρωτοβουλία στην Ανατολική Μεσόγειο χωρίς τη συμμετοχή της Τουρκίας και της ‘ΤΔΒΚ’ δεν μπορεί να έχει καμία επιτυχία. Η Τουρκία υποστηρίζει ενεργειακά έργα που θα αυξήσουν τη συνεργασία μεταξύ των χωρών της περιοχής. Ωστόσο, αυτά τα έργα δεν πρέπει να αγνοούν τα δικαιώματα και τα συμφέροντα της Τουρκίας και των Τουρκοκυπρίων και πρέπει να είναι χωρίς αποκλεισμούς.
Σε αντίθεση με τις δηλώσεις στη δήλωση, η κύρια πηγή έντασης στην περιοχή είναι οι μαξιμαλιστικές και παράνομες αξιώσεις του Ελληνικού- Eλληνοκυπριακού διδύμου που αγνοεί τους Τουρκοκύπριους. Η απαραίτητη απάντηση δόθηκε στις προσπάθειες αυτών των δύο να παραβιάσουν την υφαλοκρηπίδα μας για να προκαλέσουν ένταση στην Ανατολική Μεσόγειο. Θα συνεχίσουμε να προστατεύουμε αποφασιστικά τόσο τα δικά μας δικαιώματα όσο και τα δικαιώματα των Τουρκοκυπρίων.
Από την άλλη πλευρά, υποστηρίζουμε τη δήλωση του Υπουργείου Εξωτερικών της ‘ΤΔΒΚ’ σχετικά με την κοινή δήλωση. Δεν είναι δυνατόν μια λογική που απορρίπτει τα γεγονότα στο νησί να συμβάλει στη λύση του Κυπριακού. Θα θέλαμε να υπενθυμίσουμε για άλλη μια φορά ότι μια νέα διαδικασία διαπραγμάτευσης δεν μπορεί να ξεκινήσει πριν καταχωρηθεί η κυρίαρχη ισότητα και το ισότιμο διεθνές καθεστώς του τουρκοκυπριακού λαού.
Επιπλέον, το γεγονός ότι αυτές οι χώρες, που οδήγησαν στην αποσταθεροποίηση της Λιβύης με την υποστήριξή τους σε ορισμένες παράνομες ομάδες, στοχεύουν στο Μνημόνιο Κατανόησης που έχουμε υπογράψει τώρα με τη νόμιμη κυβέρνηση της Λιβύης. Αυτό είναι ασέβεια προς τα συμφέροντα και την κυριαρχία της Λιβύης.