Σε μπαράζ nonpapers και διαρροών διευκρινήσεις προκειμένου να καλυφθούν οι ελλείψεις της αμυντικής συμφωνίας Ελλάδας – Γαλλίας για τα εξοπλιστικά επιδίδεται το Μαξίμου, καθώς η ανακοίνωση μόνο των φρεγατών και η ασαφής ρήτρα αμυντικής συνδρομής δημιούργησαν περισσότερα ερωτηματικά από αυτά που απαντήθηκαν από τις ανακοινώσεις Μητσοτάκη – Μακρόν.
Αν μη τί άλλο όμως, η ανακοίνωση της αμυντικής συμφωνίας όντας ακόμα ημιτελείς και καθώς οι διαπραγματεύσεις για μια σειρά από ζητήματα είναι ανοιχτές, αποτελεί ένδειξη βιασύνης, η οποία σε γεωπολιτικό επίπεδο αποτελεί ένδειξη ανασφάλειας. Δεν είναι όμως η πρώτη φορά που συμβαίνει αυτό, καθώς την ίδια εικόνα εξέπεμψε και η διαχείριση της κρίσης με το Πατριαρχείο και τον Αρχιεπίσκοπο Αμερικής.
Ο Έλληνας πρωθυπουργός, αναπτύσσεται εσχάτως έντονη κινητικότητα και επιχειρεί να επισφραγίζει με την παρουσία του κάθε κίνηση σε διπλωματικό και πολιτικό επίπεδο. Έτσι, ενώ μετέβη στις ΗΠΑ προσδοκώντας συνάντηση με τον Τζο Μπάιντεν για την MDCA και τα εξοπλιστικά, κάτι τέτοιο δεν συνέβη. Με αποτέλεσμα -και υπό την πίεση της Γαλλίας, λόγω AUKUS- η ελληνική πλευρά να επισπεύσει τις διαπραγματεύσεις για τις φρεγάτες.
Άγχος και Ανασφάλεια
Οι κινήσεις αυτές προδίδουν άγχος, ενώ η ανακοίνωση συμφωνιών πριν ακόμα ολοκληρωθούν αποκαλύπτεται η πιεστική αναγκαιότητα και εμπεδώνεται το αίσθημα ανασφάλειας.
Η ελληνογαλλική συμφωνία, ενώ κινείται στη σωστή κατεύθυνση και εντάσσεται στο πλαίσιο αναθεώρησης της ευρωπαϊκής στρατηγικής ασφάλειας, γίνεται βεβιασμένα, χωρίς οδικό χάρτη και ad hoc, καταδεικνύοντας ότι προέχει ο πολιτικός – επικοινωνιακός σχεδιασμός και υπολείπεται ο στρατηγικός.
Είναι προφανές ότι ο Εμάνουελ Μακρόν έχοντας χάσει τη συμφωνία για τα υποβρύχια της Αυστραλίας, πακέτο άνω των 30 δισ. ευρώ και ενόψει προεδρικών εκλογών το 2022 προσπαθεί να αναπληρώσει τα χαμένα κονδύλια, ενώ ταυτόχρονα επιχειρεί να αναδειχθεί σε γεωπολιτικό παράγοντα εκμεταλλευόμενος το κενό ηγεσίας στη Γερμανία και την αναδίπλωση των ΗΠΑ σε μια σειρά από μέτωπα.
Η στάση του Εμάνουελ Μακρόν είναι μεν επαρκώς αιτιολογημένη, αλλά αυτό δεν σημαίνει ότι βγάζει νόημα, γεωπολιτικά. Παραδοσιακά, οι βεβιασμένες και ελλιπώς σχεδιασμένες κινήσεις προκαλούν κλυδωνισμούς για τη διαχείριση των οποίων δεν υπάρχουν οι απαραίτητοι σχεδιασμοί και έτσι εντείνεται το γεωπολιτικό ρίσκο,
Από ελληνικής πλευράς, η έντονη κινητικότητα του Κυριάκου Μητσοτάκη δεν δικαιολογείται με βάση τις δικές του δηλώσεις, που διαψεύδουν τις εκλογές πριν από την εκπνοή της τετραετίας και το προβάδισμα που απολαμβάνει στις δημοσκοπήσεις.
Auditor’s note
Η ανακοίνωση ατελών συμφωνιών εγείρει ερωτηματικά. Παράλληλα αποπνέει σύγχυση και πανικό, ενδείξεις που αποτελούν εργαλεία για τους σστο πεδίο του γεωπολιτικού ανταγωνισμού.
Μια ακόμη ανάγνωση των εξελίξεων αποδίδει τη… βιασύνη για μικροπολιτικούς παράγοντες και τη δυναμική των πολιτικών εξελίξεων επί ελληνικού εδάφους. Αν επικρατήσει αυτή η ερμηνεία των γεγονότων, τότε η αύξηση του γεωπολιτικού ρίσκου θα είναι τέτοια που θα μπορούσε να πειλήσει την αναπτυξιακή δυναμική.
Η συμφωνία
Η συμφωνία Μητσοτάκη – Μακρόν στο Παρίσι προβλέπει την άμεση στρατιωτική συνδρομή της Γαλλίας προς την Ελλάδα και αντιστρόφως, σε περίπτωση που υπάρξει επίθεση από τρίτη χώρα, ακόμη και αν αυτή η χώρα είναι μέσα στο πλαίσιο των συμμαχιών τους (όπως π.χ. η Τουρκία που είναι μέλος του ΝΑΤΟ).
Παράλληλα η Ελλάδα θα παραλάβει σε χρόνο – ρεκόρ, 3+1 φρεγάτες Belhara με πλήρη εξοπλισμό αεράμυνας και ανθυποβρυχιακού πολέμου και δυνατότητες να καταρρίπτουν εναέριους στόχους σε πολύ μεγάλες αποστάσεις.
Οι φρεγάτες, με την υψηλή τεχνολογία και τα μεγάλου βεληνεκούς οπλικά τους συστήματα θα λειτουργήσουν ως πολλαπλασιαστής ισχύος στο Αιγαίο και στην Ανατολική Μεσόγειο, καθώς πέρα από τις αυξημένες δυνατότητες θα είναι απολύτως συμβατές ώστε να «συνεργάζονται» με τα μαχητικά Rafale.
Όπως αναφέρουν κυβερνητικές πηγές, η κυβέρνηση εξοπλίζει το Πολεμικό Ναυτικό με το βλέμμα στο μέλλον, καθώς οι 3 φρεγάτες (με option για άλλη μια), αγοράζονται από την Ελλάδα στην πιο συμφέρουσα τιμή, με πλήρη οπλισμό και με χρόνο παράδοσης-ρεκόρ. Η πρώτη υπερσύγχρονη «ψηφιακή» φρεγάτα αναμένεται να παραδοθεί το 2025 και η τελευταία το 2026.