Την προοπτική επαναπροσδιορισμού του APP πιο κοντά στο πρότυπο του PEPP αποκάλυψε ο Έλληνας κεντρικός τραπεζίτης, μιλώντας στο Politico. Ο Γιάννης Στουρνάρας επισήμανε ότι ο επανασχεδιασμός του προγράμματος με μεγαλύτερη ευελιξία μπορεί να επιτύχει περισσότερα και πιο στοχευμένα αποτελέσματα.
Την επαγρύπνηση της ΕΚΤ για ενδεχόμενο υποτροπιασμό της υγειονομικής κρίσης, την προοπτική αναδιάρθρωσης του προγράμματος και συνέχισής του APP καθώς και τις πιο αισιόδοξες προβλέψεις του για την ελληνική οικονομία αποκάλυψε ο διοικητής της Τράπεζας της Ελλάδος, Γιάννης Στουρνάρας μιλώντας στο Politico.
Σύμφωνα με το Politico η ΕΚΤ διαθέτει στα χαρτοφυλάκια της ελληνικά ομόλογα ύψους 30 δισ., μέσω του προγράμματος PEPP.
Μεταξύ άλλων, ο Έλληνας κεντρικός τραπεζίτης, αναγνώρισε ότι ο πληθωρισμός μπορεί να παραμείνει σε υψηλά επίπεδα για περισσότερο από το αναμενόμενο – και ότι η ΕΚΤ ίσως χρειαστεί να αναβαθμίσει τις προοπτικές πληθωρισμού. Ωστόσο, ο Γιάννης Στουρνάρας διευκρίνισε ότι οι πληθωριστικές πιέσεις δεν πρέπει να αναγκάσουν το χέρι της ΕΚΤ να αλλάξει πορεία από την εξαιρετικά χαλαρή πολιτική της.
“Δεχτήκαμε ότι υπάρχει ένας ανοδικός κίνδυνος όσον αφορά τον πληθωρισμό”, δήλωσε ο Στουρνάρας. «Στο παρελθόν, όμως, έχουμε προβλέψει υπερβάσεις του πληθωρισμού, αναμένοντας ότι θα κινηθεί προς το 2% μεσοπρόθεσμα».
Σε κάθε περίπτωση, οι τρέχουσες προβλέψεις για τον πληθωρισμό δείχνουν ότι ο πληθωρισμός υπολείπεται σημαντικά του στόχου και βασίζονται στην υπόθεση ότι η νομισματική πολιτική θα παραμείνει ευνοϊκή τα επόμενα χρόνια, είπε.
Ακόμη και αν ο πληθωρισμός είναι ελαφρώς υψηλότερος από ό, τι αναμενόταν σήμερα, θα εξακολουθεί να υπολείπεται του στόχου της κεντρικής τράπεζας.
Η προσαρμογή της νομισματικής πολιτικής πρέπει να επιδεικνύει “υπομονή και επιμονή”, όσο οι αγορές και το συναίσθημα των καταναλωτών παραμένουν εύθραυστες και η αβεβαιότητα εξακολουθεί να είναι υψηλή, υποστήριξε.
«Κατά τη γνώμη μου, υπάρχει ακόμη κάποιος δρόμος μέχρι οι αυξήσεις των τιμών να πυροδοτήσουν πληθωριστικές ανησυχίες», είπε ο Γιάννης Στουρνάρας.
Για την Ελληνική οικονομία
Πιο αισιόδοξος απο την Κυβέρνηση για την πορεία της ελληνικής οικονομίας εμφανίζεται ο διοικητής της Τράπεζας της Ελλάδος.
Ο Γιάννης Στουρνάρας προβλέπει ότι η αύξηση του ΑΕΠ το 2021 θα ξεπεράσει το 6%. Μάλιστα, όπως ανέφερε ο ίδιος, στο τέλος της χρονιάς το ΑΕΠ της χώρας θα διαμορφωθεί σε υψηλότερο επίπεδο από εκείνο που ήταν πριν από το ξέσπασμα της πανδημίας. Εκτίμησε δε ότι η Ελλάδα θα διατηρήσει υψηλούς ρυθμούς ανάπτυξης, της τάξεως του 3,5% ετησίως, για τα επόμενα 10 χρόνια.
Ως αποτέλεσμα των παραπάνω ο ίδιος εκτίμησε ότι ο λόγος του Δημοσίου Χρέους ως προς το ΑΕΠ θα υποχωρήσει στο 187% το 2022 από τα επίπεδα του 200% που κυμαίνεται σήμερα.
Όπως ανέφερε, έως το 2019 η Ελλάδα είχε καταφέρει να μειώσει το Δημόσιο Χρέος στα επίπεδα του 180% του ΑΕΠ και θα είχε καταφέρει να αποκτήσει την επενδυτική βαθμίδα αν δεν ξεσπούσε η πανδημία.
Τα ομόλογα
Για το ζήτημα των ελληνικών ομολόγων ο διοικητής της ΤτΕ εκτίμησε ότι η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα (η οποία σύμφωνα με το δημοσίευμα κατέχει ελληνικά ομόλογα ύψους 30 δισ. ευρώ επί συνόλου 4,4 τρισ. ευρώ που έχει αποκτήσει μέσω των διαφόρων προγραμμάτων που εφαρμόζει), θα συνεχίσει τις αγορές Ελληνικού Χρέους ακόμη και μετά τη λήξη του προγράμματος πανδημίας – ΡΕΡΡ.
Όπως αναφέρε ο κ. Στουρνάρας το όλο θέμα δεν αφορά το κατά πόσον η Ελλάδα θα έχει τη δυνατότητα να εξυπηρετεί το Δημόσιο Χρέος της αλλά κατά κύριο λόγο αφορά την μετάδοση της νομισματικής πολιτικής που ακολουθεί η ΕΚΤ, και την προσπάθεια της Κεντρικής Τράπεζας στη Φρανκφούρτη να διατηρήσει το κόστος δανεισμού για τα κράτη σε χαμηλό επίπεδο.
«Θα ήταν πραγματικά αλαζονικό από την πλευρά μας να δηλώσουμε τη νίκη επί της πανδημίας αυτή τη στιγμή», είπε ο κ. Στουρνάρας. «Αυτός είναι ο λόγος για τον οποίο είναι πολύ νωρίς για να εξαχθούν συμπεράσματα σχετικά με την παράταση ή όχι του PEPP πέρα από τον Μάρτιο του 2022 ».
Ο ίδιος παραδέχθηκε ότι ο πληθωρισμός επιμένει να διατηρείται σε υψηλό επίπεδο για μεγαλύτερο χρονικό διάστημα από ό,τι προβλεπόταν αρχικώς. Άλλωστε τούτο, όπως είπε, αντανακλάται στις αναθεωρημένες προβλέψεις της ΕΚΤ. Εξέφρασε ωστόσο την πεποίθηση του ότι μεσοπρόθεσμα ο πληθωρισμός θα κινηθεί στο 2%.