Τα futures ουρανίου εκτοξεύτηκαν πάνω από τα 40 δολάρια, φτάνοντας στο υψηλότερο επίπεδο από τον Νοέμβριο του 2014, λόγω του δίπτυχου ισχυρής ζήτησης και περιορισμένης προσφοράς.
Η μειωμένη προσφορά προέρχεται σε μεγάλο βαθμό από την Sprott Physical Uranium Trust, η οποία άρχισε να διαπραγματεύεται στο χρηματιστήριο του Τορόντο τον Ιούλιο, και ξεκίνησε να αγοράζει επιθετικά ουράνιο τον Αύγουστο, διαμορφώνοντας έτσι συνθήκες οριακής προσφοράς.
Παράλληλα, η υπηρεσία προμηθειών της Euratom δήλωσε ότι η πανδημία έχει επηρεάσει σημαντικά την αγορά ουρανίου καθώς αρκετές εταιρίες ανακοίνωσαν το δεύτερο τρίμηνο του 2020 μέτρα που οδήγησαν σε σημαντική μείωση της παραγωγής και των σχετικών υπηρεσιών. Επίσης, ο μεγαλύτερος παραγωγός ουρανίου παγκοσμίως, Kazatomprom, αποφάσισε να διατηρήσει την παραγωγή σε σταθερά επίπεδα για τη διετία 2022-2023.
Ωστόσο, η ζήτηση είναι ολοένα και αυξανόμενη καθώς κυβερνήσεις από τις ΗΠΑ έως και την Κίνα έλκονται από την πυρηνική ενέργεια με απώτερο στόχο να την εντάξουν ως κύρια μορφή παραγωγής ενέργειας. Με την έντονη αστάθεια του πετρελαίου και τις πιέσεις για μεταστροφή στις εναλλακτικές μορφές ενέργειας λόγω της περιβαλλοντικής κρίσης, αλλά και την περιορισμένη χρήση του φυσικού αερίου, το ουράνιο φαντάζει η καλύτερη επιλογή για τις μεγάλες οικονομίες.
Ο πράσινος… πυρηνικός Μπάιντεν
Οι traders όμως παραμένουν ανήσυχοι, καθώς η ζήτηση θα μπορούσε να εκτοξευθεί έτι περαιτέρω, στην προοπτική αναβίωσης των πυρηνικών μονάδων παραγωγής ενέργειας στις ΗΠΑ, μέσα από τη χρηματοδότηση που παρέχει το νομοσχέδιο για τον εκσυγχρονισμό των υποδομών που πέρασε ο Τζο Μπάιντεν.
Μπορεί κάτι τέτοιο να φαντάζει αντιφατικό με την ώθηση για την ενίσχυση των φιλικών προς το περιβάλλον μορφών παραγωγής ενέργειας και της Συμφωνίας του Παρισιού, στην οποία εισχώρησαν εκ νέου οι ΗΠΑ, στην πραγματικότητα όμως δεν είναι. Καιρό τώρα, έχει ανοίξει η συζήτηση για την “πράσινη” οπτική της πυρηνικής ενέργειας.
Σήμερα, η πυρηνική ενέργεια καλύπτει το 19% της ηλεκτρικής ενέργειας των ΗΠΑ και έχει πληγεί από ένα κύμα κλεισίματος των αντιδραστήρων, λόγω της ελλιπούς συντήρησης και της αδυναμίας αναβάθμισης.