Ένα λίαν φιλόδοξο ολιστικό πλάνο πλήρους μετασχηματισμού της ΔΕΗ από μια βαθιά κρατική – δυσκίνητη δαιδαλώδης επιχειρησιακή «μηχανή» σε ένα πιο ξεκάθαρο και ευέλικτο επιχειρηματικό σχήμα απαλλαγμένο από βαρίδια του παρελθόντος δρομολογεί το management της ΔΕΗ για τα επόμενα χρόνια.
Έχοντας ήδη δείξει δείγματα γραφής την τελευταία διετία, όπου η ΔΕΗ από τις παρυφές της χρεοκοπίας έχει επιστρέψει σε μια δυναμική επιχειρησιακή οντότητα – κάτι που αντανακλάται και στο ράλι της μετοχής που ενισχύεται περί το 400% από τον Ιούνιο του 2019, η Επιχείρηση στοχεύει να αλλάξει «πίστα» έως το 2023.
Πρόκειται για ένα πολυεπίπεδο πλάνο αλλαγών που αναλόγως με την επιτυχία και την αποτελεσματικότητά τους, θα αλλάξουν εντελώς την Επιχείρηση, καθιστώντας την έναν από τους σημαντικότερους ενεργειακούς ομίλους στην ΝΑ Ευρώπη.
Απομάκρυση από τη λιγνιτική παραγωγή, μετάβαση στην «πράσινη» ενέργεια με επενδύσεις και συνεργασίες στις ΑΠΕ, ψηφιακός μετασχηματισμός, οικονομικό νοικοκύρεμα αλλά και διαμόρφωση μικρότερου αλλά πιο συμπαγούς και «ποιοτικού» πελατολογίου, είναι οι κεντρικοί στόχοι των επόμενων ετών.
«Το δύσκολο κομμάτι του στρατηγικού μετασχηματισμού έχει ήδη γίνει και μπορούμε πλέον να επικεντρωθούμε στην υλοποίηση του υπόλοιπου σχεδίου, με περιορισμένο κίνδυνο», τόνισε κατά τη διάρκεια της τακτικής γενικής συνέλευσης την Πέμπτη 24/6 ο πρόεδρος και διευθύνων σύμβουλος Γιώργος Στάσσης, δίνοντας το στίγμα.
Παράλληλα, τόνισε πως η Επιχείρηση στοχεύει να φτάσει το 2023 σε κέρδη EBITDA 1,1 δισ. ευρώ. Πρόκειται για ένα φιλόδοξο στόχο για μια εταιρεία που έχει καταγράψει σημαντικές παθογένειες όλα τα τελευταία χρόνια με εκατοντάδες εκατομμύρια ζημιές.
Για το 2021, ο κ. Στάσσης προέβλεψε σταθερή πορεία και έκανε λόγο για επανάληψη των επιδόσεων του 2020 σε επίπεδο EBITDA. Επισήμανε μάλιστα με έμφαση ότι η επαναλαμβανόμενη λειτουργική κερδοφορία του 2020 ήταν καλύτερη του αναμενομένου, στα 886 εκατ. ευρώ, έναντι προϋπολογισμού για 665 εκατ. ευρώ.
Οι πυλώνες κερδοφορίας
Βασικοί πυλώνες, όπως ανέφερε, για την ολική μεταστροφή της εταιρείας και την παγίωση της λειτουργικής κερδοφορίας είναι η προώθηση του στρατηγικού μετασχηματισμού, δηλαδή, ο εξορθολογισμός των τιμολογίων προμήθειας και η εφαρμογή μίας νέας βελτιωμένης πιστωτικής πολιτικής για τους πελάτες.
Παράλληλα, σημαντική συμβολή όπως τόνισε, έχει και το ότι έχουν αρθεί όλοι οι ρυθμιστικοί κανονισμοί που περιόριζαν ενδεχομένως την κερδοφορία της ΔΕΗ. Σημείωσε επίσης πως το Target Model και το νέο ρυθμιστικό πλαίσιο για το δίκτυο διανομής υποστηρίζουν το αναπτυξιακό σχέδιο της εταιρείας.
Σύμφωνα με τον κ. Στάσση, η δρομολογημένη αλλαγή του μίγματος «καυσίμου» της επιχείρησης, σε συνδυασμό με τη σημαντική ζήτηση ρεύματος στην Ελλάδα, η οποία είναι καθαρός εισαγωγέας, ανοίγει τον δρόμο για τη βιώσιμη μελλοντική κερδοφορία.
Εξειδικεύοντας, ο κ. Στάσσης τόνισε πως η αύξηση της κερδοφορίας βασίζεται σημαντικά στον περιορισμό της λιγνιτικής παραγωγής, άρα και στη μείωση των δαπανών για δικαιώματα CO2. Επίσης τόνισε ότι «τα ενδοομιλικά PPA για την παραγωγή ενέργειας από ΑΠΕ επιτρέπουν στη ΔΕΗ να επιτυγχάνει περιθώρια κέρδους ως παραγωγός, ως έμπορος ηλεκτρικής ενέργειας και ως προμηθευτής. τη στρατηγική μείωση του μεριδίου».
Οι προτεραιότητες
Όπως είπε, εντός του χρόνου θα αποσυρθούν λιγνιτικές μονάδες ισχύος 250 MW, φτάνοντας στο τέλος του έτους στο 40% του στόχου για το κλείσιμο των εργοστασίων έως το 2023. Παράλληλα, έχουν ήδη έχουν κλείσει μονάδες συνολικής ισχύος 1 GW.
Στον τομέα των Ανανεώσιμων Πηγών, όπου η επιχείρηση διαθέτει χαρτοφυλάκο έργων 7 GW αλλά και πλήθος σημαντικών συνεργιών (π.χ RWE, MASDAR TAALERI GENERATION D.O.O. – MTG κα), ο στόχος που έχει τεθεί προβλέπει την εγκατάσταση μονάδων ισχύος 1,5 GW ως το 2023. Ήδη, όπως ανέφερε ο κ. Στάσσης έχει εξασφαλιστεί η χρηματοδότηση για την κατασκευή του 1 GW, ενώ μέσα στο 2021 αναμένονται άδειες για 600 μεγαβάτ φωτοβολταϊκών.
«Η ανάπτυξη των ΑΠΕ δεν εξαρτάται από επιδοτήσεις, λόγω μείωσης του κόστους, αλλά βασίζεται στην δυνατότητα ενδοομιλικών συμβολαίων και στην αξιοποίηση των εξαιρετικών γεωγραφικών τοποθεσιών της ΔΕΗ», πρόσθεσε. Σημείωσε ακόμη ότι είναι υπό κατασκευή το φωτοβολταϊκό πάρκο 230 μεγαβάτ στην Πτολεμαίδα (ήδη αναμένεται η ηλέκτριση των 30 μεγαβάτ) και είναι υπό αξιολόγηση οι προσφορές για το πάρκο ισχύος 50 μεγαβάτ στη Μεγαλόπολη. Εξάλλου, μέχρι το 2025 η νέα μονάδα ηλεκτροπαραγωγής «Πτολεμαϊδα 5» θα έχει μετατραπεί σε σύγχρονη μονάδα φυσικού αερίου ισχύος άνω του 1 GW.
Ο ανταγωνισμός και οι λογαριασμοί ρεύματος
Αναφορικά με τις τιμές του ανταγωνισμού αλλά και τη στάση που κρατά η Επιχείρηση, ο κ. Στάσσης τόνισε πως οι ανταγωνιστές θα πρέπει «να είναι πολύ προσεκτικοί και να μην παραπλανούν τον κόσμο» καθώς, όπως είπε, εμφανίζουν μεγάλες εκπτώσεις ενώ ταυτόχρονα εφαρμόζουν μεγάλες ρήτρες προς τα πάνω. Υπενθύμισε δε ότι η ΔΕΗ διαθέτει και σταθερά τιμολόγια, χωρίς ρήτρες αναπροσαρμογής για 1-2 χρόνια.
Παράλληλα πρόσθεσε πως «η αγορά στην Ελλάδα ζει την πραγματική της απελευθέρωση και είναι λογικό να υπάρχουν εταιρείες με δυνατές εμπορικές πολιτικές». Σύμφωνα με τον ίδιο «στόχος της ΔΕΗ είναι να μειώσει το μερίδιο της στο 50%. Σε καμία ελεύθερη αγορά δεν υπάρχει προμηθευτής με μερίδιο 70%. Εμείς επιδιώκουμε να πείσουμε τους καλούς πελάτες ώστε να μείνουν σε εμάς», συμπλήρωσε.
Το χρέος και η προοπτική μερίσματος
Σε σχέση με το χρέος της επιχείρησης που ανέρχεται στα 3,283 δισ. ευρώ, ο επικεφαλής της ΔΕΗ αναφέρθηκε στην μείωσή του κατά 400 εκατ. και την αποκλιμάκωση του δείκτης καθαρού χρέους/EBITDA από το 11 το 2019 στο 3,7 το 2020, ενώ έθεσε στόχο την περαιτέρω μείωση στο 3,5. Εφόσον επιτευχθεί κάτι τέτοιο, θα μπορεί να υπάρξει και καταβολή μερίσματος στους μετόχους, εκτιμώντας ότι αυτό μπορεί να συμβεί το 2023. Παράλληλα σημείωσε ότι τα ταμειακά διαθέσιμα ανέρχονται σε ποσό άνω των 500 εκατομμυρίων ευρώ.
Ο επικεφαλής της ΔΕΗ στάθηκε ιδιαίτερα στην εμπιστοσύνη των αγορών προς την επιχείρηση. Μια εμπιστοσύνη που εκφράστηκε με την έκδοση ομολογιών βιωσιμότητας ύψους 775 εκατ. ευρώ, την ολοκλήρωση της τιτλοποίησης απαιτήσεων έως 60 ημερών (από τις οποίες αντλήθηκαν 150 εκατ. το Νοέμβριο), την υπογραφή της αντίστοιχης τιτλοποίησης για απαιτήσεις άνω των 90 ημερών από την οποία αναμένονται μέχρι 325 εκατ. ευρώ, αλλά και τις συμβάσεις χρηματοδότησης που υπεγράφησαν με την Ευρωπαϊκή Τράπεζα Επενδύσεων.