Σε επιτελικό και θεσμικό πινγκ πονγκ εξελίσσεται η προσπάθεια ανάληψης δράσης κατά του Οργανωμένου Εγκλήματος στην Ελλάδα, καθώς στην προσπάθεια του Μιχάλη Χρυσοχοΐδη να αντιμεταθέσει το βάρος και τις ευθύνες στη Δικαιοσύνη απαντά με επιστολή του ο Εισαγγελέας του Αρείου Πάγου Βασίλης Πλιώτας.
Πέρα από το προφανές θεσμικό πινγκ πονγκ ευθυνών, ενώ οι δολοφονίες καλπάζουν και η αστυνομία παραμένει σε ρόλο παρατηρητή, από την απάντηση του Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου προκύπτει ότι το θεσμικό οπλοστάσιο του υπουργείου Προστασίας του Πολίτη παραμένει ανενεργό και αχρησιμοποίητο, ενώ τόσο ο καθ ύλην αρμόδιος υπουργός όσο και η αστυνομία βγαίνουν στη “σέντρα” για πλημμελή άσκηση των καθηκόντων τους.
Το Crisis Monitor είχε εξ αρχής επισημάνει την κίνηση του Μιχάλη Χρυσοχοΐδη να εγχειρίσει τον ογκώδη φάκελο της Ασφάλειας για το Οργανωμένο Έγκλημα στον Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου, ως προσπάθεια αντιμετάθεσης ευθυνών και προσπάθεια εντυπωσιασμού. Επίσης, η ομάδα ανάλυσης έχει επισημάνει την καταφανή αδυναμία της αστυνομίας οργανωτικά και επιχειρησιακά να αντεπεξέλθει σε εξάρσεις βίας, καθώς και τα προβλήματα των επιχειρούμενων αλλαγών.
Το μείζον θέμα όμως δεν είναι οι διατυπώσεις της απάντησης, αλλά η απόφαση του Εισαγγελέα να απαντήσει. Προφανώς τέτοιες αποφάσεις δεν λαμβάνονται αυτοβούλως και ελαφρά τη καρδία, αλλά συλλογικά και ο Εισαγγελέας αποτελεί εκφραστή και όργανο σε μια αντιπαράθεση που -όπως φαίνεται- ήταν υποβόσκουσα και τώρα βγαίνει στην επιφάνεια.
Οι ελιγμοί Πλιώτα
Ο εισαγγελέας του Αρείου Πάγου Βασίλης Πλιώτας απέστειλε έγγραφη απάντηση στον υπουργό Προστασίας του Πολίτη, Μιχάλη Χρυσοχοΐδη, για το περιεχόμενο των δύο φακέλων που τού είχε παραδώσει με στοιχεία σχετικά με τον τρόπο δράσης του οργανωμένου εγκλήματος. Ο κ. Πλιώτας διαβίβασε το περιεχόμενο της απάντησής του προς τον κ. Χρυσοχοΐδη, σε όλους τους συναδέλφους του, οι οποίοι διευθύνουν ανά την επικράτεια Εισαγγελίες Εφετών, με την εντολή οι τελευταίοι να ενημερώσουν τις Εισαγγελίες Πρωτοδικών της χώρας.
Οι κινήσεις του Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου είναι μεν θεσμικές, αλλά αντί να αναβαθμίσει το ζήτημα, διατάσσοντας ενέργειες, το υποβαθμίζει και το αφήνει στη διακριτική ευχέρεια των εισαγγελέων πρωτοδικών!
Ο ανώτατος εισαγγελικός λειτουργός επισημαίνει την αναγκαιότητα «εγρήγορσης των προανακριτικών, ανακριτικών και εισαγγελικών αρχών για σε βάθος, ταχύτερη και πληρέστερη έρευνα στις υποθέσεις του οργανωμένου εγκλήματος, με τήρηση βεβαίως των νομίμων δικονομικών διαδικασιών». Παράλληλα, υπογραμμίζει ο κ. Πλιώτας, την αναγκαιότητα αξιοποίησης από την πλευρά των Αστυνομικών αρχών των «Εισαγγελέων Ειδικών Καθηκόντων», όπως είναι του:
- Εισαγγελέα Εφετών που έχει οριστεί να εποπτεύει και να καθοδηγεί στη Διεύθυνση Ασφαλείας Αττικής το έργο των αρχών ασφαλείας στη δίωξη του οργανωμένου εγκλήματος.
- Επιστημονικού Συμβουλίου Ανάλυσης, Έρευνας και Προγραμματισμού που έχει συσταθεί στο υπουργείο Προστασίας του Πολίτη, του οποίου προεδρεύει Εισαγγελέας Εφετών.
Διευκρινίζει, ακόμη, ο κ. Πλιώτας ότι για την καταπολέμηση του εγκλήματος στο πεδίο διακίνησης ναρκωτικών, η προκαταρκτική εξέταση και η προανάκριση τελεί σε καθεστώς ειδικής νομοθετικής ρύθμισης (άρθρο 44 ν. 4139/2013), υπό την άμεση εποπτεία και καθοδήγηση του κατά νόμο αρμόδιου Εισαγγελέα Εφετών.
Υποβαθμίζει το θέμα
Σχετικά με τις υποβαλλόμενες συναφείς δικογραφίες κατά του οργανωμένου εγκλήματος, σημειώνει ο Εισαγγελέας του Αρείου Πάγου, «γίνεται ιδιαίτερη μέριμνα και ζητείται η υποβολή από τις Εθνικές Αρχές Ασφαλείας, που υποβάλλουν αυτεπαγγέλτως σχηματισθείσες ποινικές δικογραφίες, να κοινοποιούν αντίγραφο της υποβλητικής αναφοράς και στην Εισαγγελία του Αρείου Πάγου, για να αξιολογείται κάθε φορά από εισαγγελικό λειτουργό της υπηρεσίας μας και να διατάσσεται, εξαιρετικώς, υπό τους όρους του άρθρου 32 Κώδικα Ποινικής Δικονομίας, η άμεση επίσπευση της προδικασίας».
Κλείνοντας, ο κ. Πλιώτας, αναφέρει ότι
«οι εισαγγελείς, ως ισόβιοι δικαστικοί λειτουργοί, κατά την άσκηση των καθηκόντων τους, εφαρμόζουν το Σύνταγμα και τους νόμους και δεν εμπλέκουν τη δικαστική εξουσία στις αρμοδιότητες των άλλων λειτουργών της Πολιτείας (του άρθρου 26 του Συντάγματος), ούτε, πράγμα αδιανόητο άλλωστε, μπορούν να αξιώνουν υποκατάσταση της νομοθετικής ή εκτελεστικής εξουσίας με υπόδειξη ή καθ’ οιονδήποτε τρόπο προώθηση είτε νομοθετικών ρυθμίσεων είτε διοικητικών επιλογών της σκοπιμότερης λύσης».
Η διατύπωση αυτή καθιστά σαφές ότι ο Άρειος Πάγος και η Δικαιοσύνη σέβονται τη διάκριση των εξουσιών και δεν θα την παραβούν, αλλά ούτε θα αναλάβουν ευθύνες που εκ των πραγμάτων δεν τους ανήκουν. Έτσι, ο Εισαγγελέας του Αρείου Πάγου σκιαγραφεί την υφέρπουσα δυναμική σύγκρουσης Κυβέρνησης – Δικαιοσύνης, την οποία δημιουργούν οι προσπάθειες κυβερνητικών αξιωματούχων για την αντιμετάθεση ευθυνών προκειμένου να διαχειριστούν το πολιτικό κόστος.