Η Ελλάδα θα έχει σχεδόν καλύψει τη ζημιά του Covid-19 σε όρους ΑΕΠ στα τέλη του 2022 και το αργότερο μέχρι τα μέσα του 2023 σύμφωνα με την έκθεση του ΟΟΣΑ που προβλέπει σωρευτική ανάπτυξη 8,8% για τη διετία 2021-22.
Οι εκτιμήσεις του ΟΟΣΑ για την ανάπτυξη είναι ελαφρώς κατώτερες από αυτές της Κομισιόν αλλά πολύ πιο αισιόδοξες από του ΔΝΤ και των επενδυτικών οίκων. Παράλληλα, ο ΟΟΣΑ προβλέπει μείωση του Δημόσιου χρέους της Ελλάδας κατά 14%(!) του ΑΕΠ στο τέλος του 2022, σε σχέση με τα επίπεδα του 2020.
Ο ΟΟΣΑ, γενικά, αναβάθμισε τις προβλέψεις του επενδύοντας τη δυναμική που δημιουργούν οι εμβολιασμοί. Παράλληλα, όμως, αναφέρει ότι το ενδεχόμενο οι εμβολιασμοί να αποδειχθούν λιγότερο αποτελεσματικοί, θα μπορούσε να δυναμιτίσει την αναπτυξιακή δυναμική. Στο κεφάλαιο των κινδύνων, επίσης, αναφέρεται ότι υπάρχει πάντα το ενδεχόμενο οι πρόσφατες μεταρρυθμίσεις συνεισφέρουν λιγότερο από το αναμενόμενο στο Πρόγραμμα Δημοσίων Επενδύσεων. Σε ένα τέτοιο σενάριο ανάπτυξη και απασχόληση θα έχουν μικρότερα από τα προβλεπόμενα οφέλη.
Ενδεχόμενες αρνητικές εξελίξεις στο υγειονομικό πεδίο θα αυξήσουν και τον κίνδυνο πτωχεύσεων, με αποτέλεσμα τη διάβρωση της εμπιστοσύνης και τη χαριστική βολή στις υπερχρεωμένες επιχειρήσεις. Ο ΟΟΣΑ συντάσσεται με την Τράπεζα της Ελλάδος, σύμφωνα με την οποία απαιτούνται συμπληρωματικά του «Ηρακλή» μέτρα για τον αναβαλλόμενο φόρο στις τράπεζες, με στόχο την εξυγίανση και ισχυροποίηση των ισολογισμών τους.
Οι προβλέψεις
Ο ΟΟΣΑ, υποστηρίζει ότι η ελληνική οικονομία θα εμφανίσει φέτος ρυθμό ανάπτυξης 3,8% και 5% το επόμενο έτος, η ανεργία αργά αλλά σταθερά θα συνεχίσει να διαγράφει καθοδική τροχιά σε υψηλά επίπεδα (από 16,3% πέρυσι σε 15,9% φέτος και 15,6% του χρόνου).
Οι αναλυτές του ΟΟΣΑ, ωστόσο, δεν προσδοκούν αντίδραση ελατηρίου στην κατανάλωση, η οποία αναμένεται μεν να ενισχυθεί αλλά όχι εκρηκτικά.
Η έκθεση του ΟΟΣΑ και τα στοιχεία της Τράπεζας της Ελλάδος πιστοποιούν σημαντική αύξηση των καταθέσεων στις τράπεζες που φτάνει τα 24 δισ. Μεγάλο μέρος της έκρηξης των καταθέσεων προέρχεται από την αναβαλλόμενη κατανάλωση, όπως βαφτίστηκε ο αντίκτυπος του του lockdown. Στην έκθεση προβλέπεται αύξηση της ιδιωτικής κατανάλωσης κατά 1,6% φέτος, μετά από κάθετη πτώση κατά 5,2% το 2020. Για το 2022, η κατανάλωση αναμένεται να ενισχυθεί κατά 3%, παραμένοντας αθροιστικά χαμηλότερα από τα προ-covid επίπεδα.
Εισαγωγές και εξαγωγές αυξάνονται φέτος, με τις τελευταίες να είναι πολλαπλάσιες σε ρυθμό αύξησης. Οι εξαγωγές εκτιμάται πως θα αυξηθούν φέτος κατά 4,9% και 13,3% το 2022, όταν οι εισαγωγές θα ενισχυθούν φέτος μόλις 1,5%, για να εκτιναχθούν με αύξηση 13,3% το 2022.