Την αναβάθμιση των συστημικών ελληνικών τραπεζών ως επακόλουθο της αναβάθμισης του αξιόχρεου της ελληνικής οικονομίας ανακοίνωσε σήμερα ο οίκος αξιολόγησης Standard & Poors.
Η S&P αναβάθμισε την ελληνική οικονομία στις 23 Απριλίου 2021 από ΒΒ- σε ΒΒ και σήμερα ολοκλήρωσε -όπως είθισται την ενασχόλησή του μ την Ελλάδα αναβαθμίζοντας και τη μακροπρόθεσμη αξιολόγηση των συστημικών τραπεζών.
Όπως αναφέρει στην ανακοίνωσή του ο οίκος, οι διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις, μαζί με την αναμενόμενη αξιοποίηση των κονδυλίων από το Ταμείο Ανάκαμψης, θα ενισχύσει τις επιχειρηματικές προοπτικές, την προσφορά πιστώσεων και τη ζήτηση στην Ελλάδα και θα αυξήσει τη διάθεση των επενδυτών για αγορά προβληματικών περιουσιακών στοιχείων, βοηθώντας έτσι τις ελληνικές τράπεζες να εκκαθαρίσουν τους ισολογισμούς τους.
Συγκεκριμένα, ο οίκος αναβάθμισε το μακροπρόθεσμο αξιόχρεο (ICR) της Εθνικής Τράπεζας, της Eurobank και της Alpha Bank σε Β+, από Β προηγουμένως, ενώ της Πειραιώς αυξήθηκε σε Β, από Β- προηγουμένως.
Το outlook και των τεσσάρων ελληνικών τραπεζών είναι σταθερό.
sp_28-4.JPG
ΟΙ αξιολογήσεις:
- Αναβάθμιση του μακροπρόθεσμου ICR στην Εθνική Τράπεζα, στη Eurobank και στην Alpha Bank σε “B +” από “B”
- Αναβάθμιση του μακροπρόθεσμου ICR στην Πειραιώς σε “B” από “B-“
- Επιβεβαίωση των μακροπρόθεσμων και βραχυπρόθεσμων αξιολογήσεων «B-/B» στις Alpha Services and Holdings και Piraeus Financial Holdings
- Επιβεβαίωση του μακροπρόθεσμου ICR στην Aegean Baltic Bank σε «B»
- Αναβάθμιση των αξιολογήσεων αντισυμβαλλόμενου (RCR) για την Εθνική Τράπεζα, την Eurobank και την Alpha Bank σε «BB-/B» από «B/B» και τα RCR για την Πειραιως σε «B+/B» από «Β-/Β».
- Αρχίζει με Β+ την αξιολόγηση στους προνομιούχους τίτλους της Eurobank.
- Οι προοπτικές για όλες είναι σταθερές.
Καλύτερη ορατότητα
Η υψηλότερη προβλεψιμότητα της χάραξης πολιτικής και η υποστήριξη της ΕΕ αναμένεται να βελτιώσουν τις οικονομικές προοπτικές της Ελλάδας.
Σε αυτό το πλαίσιο, ο οίκος αναμένει σταθερή αύξηση της ιδιωτικής κατανάλωσης εν μέσω υψηλότερης απασχόλησης, μετά την πτώση του 2020.
Οι καλές οικονομικές προοπτικές θέτουν το σκηνικό για την προσφορά και τη ζήτηση πίστωσης και την υποστήριξη των προοπτικών των τραπεζών, ώστε να κάνουν μεγαλύτερη πρόοδο στην εκκαθάριση των προβληματικών περιουσιακών στοιχείων, βελτιώνοντας παράλληλα την εμπιστοσύνη στον τομέα.
Κόκκινα δάνεια
Οι ελληνικές τράπεζες έχουν μειώσει τα μη εξυπηρετούμενα ανοίγματα (NPEs) κατά περισσότερο από 30 δισ. ευρώ τα τελευταία τρία χρόνια.
Ο τομέας έχει αξιοποιήσει το σύστημα Ηρακλής, ενώ αναμένεται να συνεχιστεί η μείωση των NPEs μέσω μεγάλων τιτλοποιήσεων.
Ένας ακόμη θετικός καταλύτης είναι οι οι προσπάθειες που αποσκοπούν στη βελτίωση της αποτελεσματικότητας του δικαστικού συστήματος, συμπεριλαμβανομένων των αλλαγών στο σύστημα προστασίας του οφειλέτη.
Κατά την άποψη του οίκου, οι ξένοι αγοραστές χρέους χαιρέτισαν αυτές τις αλλαγές αναμένοντας καλύτερες προοπτικές ανάκτησης των προβληματικών δανείων, ενώ οι τέσσερις μεγάλες τράπεζες μπόρεσαν να προχωρήσουν σε μεγάλες τιτλοποιήσεις NPE το 2020 και στις αρχές του 2021.
Ως αποτέλεσμα των παραπάνω ήταν το σύνολο των NPE να μειωθεί κατά 5 ποσοστιαίες μονάδες (κυρίως λόγω της συναλλαγής Cairo 6,5 δισ. ευρώ της Eurobank) το 2020.
Ο S&P αναμένει ότι ο λόγος NPE σε ολόκληρο το σύστημα θα μειωθεί κάτω από το 20% έως το τέλος του έτους 2022.
Οι συναλλαγές το 2021 περιλαμβάνουν το Galaxy 10,8 δισ. ευρώ της Alpha Bank, το Mexico 3,3 δισ. της Eurobank, το Frontier 6 δισ. της Εθνικής και τα Vega και Phoenix των 7 δισ. της Πειραιώς.
Σημειωτέον, για τις συναλλαγές που έχουν ανακοινωθεί αλλά δεν έχουν ακόμη υπογραφεί, υπάρχει ένα ερωτηματικό σχετικά με την ικανότητα των αγοραστών που οι περισσότεροι είναι ήδη σε μεγάλο βαθμό μοχλευμένοι.
Δεδομένου του πολύ μεγάλου όγκου των συνεχιζόμενων και των επερχόμενων πωλήσεων NPE, ο S&P αναμένει ότι οι αναφερόμενοι δείκτες NPE των τραπεζών θα συνεχίσουν να βελτιώνονται κατά τη διάρκεια του 2021 και του 2022, παρά την πρόβλεψη για υψηλότερο σχηματισμό προβληματικών δανείων λόγω της πανδημίας COVID-19.
Μειώνονται οι κίνδυνοι
Σύμφωνα με τον οίκο S&P οι κίνδυνοι χρηματοδότησης και ρευστότητας για τις ελληνικές τράπεζες μειώνονται.
Οι τράπεζες συνεχίζουν να απολαμβάνουν ισχυρή αύξηση των καταθέσεων, ενώ συνεχίζουν την απομόχλευση με μεγάλες πωλήσεις NPE, δεδομένου ότι ο ρυθμός των νέων δανείων παραμένει ανεπαρκής για να οδηγήσει σε αύξηση των εκκρεμών αποθεμάτων.
Στα τέλη του έτους 2020, ο δείκτης δανείων προς καταθέσεις βελτιώθηκε στο 90% από 103% το 2019.
Το πρόγραμμα έκτακτης ανάγκης για την πανδημία της ΕΚΤ, που ξεκίνησε για τη σταθεροποίηση των χρηματοπιστωτικών αγορών, θα συνεχίσει να απορροφά τα οικονομικά σοκ, συμπεριλαμβανομένης της Ελλάδας.
Η απόφαση της ΕΚΤ να θεωρήσει τα ελληνικά ομόλογα ως επιλέξιμα μέσα για χρηματοδότηση από τα TLTRO ήταν αρκετά επωφελής για τις τράπεζες, ιδίως για το κόστος χρηματοδότησής τους.
Εκτός από τη χορήγηση του waiver για κινητές αξίες που έχουν εκδοθεί από την ελληνική κυβέρνηση, η ΕΚΤ αποδέχεται τα ομόλογα του ελληνικού δημοσίου ως εγγύηση στις πράξεις επαναγοράς της, ενισχύοντας περαιτέρω την υποστήριξη ρευστότητας στο τραπεζικό σύστημα.
Ο συνολικός δανεισμός των τεσσάρων μεγαλύτερων τραπεζών μέσω του προγράμματος υπερέβη τα 40 δισ. ευρώ έως τις 30 Μαρτίου 2021.
Risk Premium για τουλάχιστον 12 μήνες
Η αποκατάσταση της κερδοφορίας και τα αδύναμα κεφάλαια παραμένουν βασικές προκλήσεις για τις ελληνικές τράπεζες.
Όπως και με την Κύπρο, ο οίκος εκτιμά τώρα ότι οι ελληνικές τράπεζες βρίσκονται σε ένα σκληρότερο ανταγωνιστικό περιβάλλον εν μέσω της πανδημίας και ο ιδιωτικός τομέας εξακολουθεί να ανακάμπτει από τις κρίσεις της τελευταίας δεκαετίας.
Ακόμη και σε ένα πλαίσιο βελτίωσης των οικονομικών προοπτικών, οι ελληνικές τράπεζες έχουν πολύ δρόμο ακόμη για να βελτιώσουν τις αποδόσεις τους.
Η πίεση στα περιθώρια κερδών και στα έσοδα από αμοιβές θα παραμείνει τουλάχιστον έως το τέλος του 2022.
Η αβεβαιότητα σχετικά με τον ρυθμό της ανάκαμψης συνεχίζεται, δεδομένης της εμφάνισης διαδοχικών κυμάτων της πανδημίας στην Ελλάδα και πιθανών περαιτέρω κυβερνητικών περιορισμών.
Με τη σειρά του, αυτό θα μπορούσε να καθυστερήσει την ανάκαμψη στους τομείς των υπηρεσιών και του τουρισμού.
Σε αυτό το πλαίσιο, ο οίκος αναμένει αυξημένο κόστος κινδύνου για τους επόμενους 12-18 μήνες για να καλυφθούν οι πρόσθετες προβλέψεις που απαιτούνται για την ολοκλήρωση των πωλήσεων NPE, ή για δάνεια υπό αναστολή, όπου αναμένει ένα επιτόκιο προεπιλογής κοντά στο 25%.
Το χαμηλότερο κόστος χρηματοδότησης και η σημαντική εξοικονόμηση κόστους, χάρη στις μειώσεις υποκαταστημάτων και προσωπικού που ολοκληρώθηκαν τα τελευταία χρόνια, θα βοηθήσουν στην υποστήριξη της κερδοφορίας κατώτατης γραμμής, αλλά μόνο σε κάποιο βαθμό.