Μεγάλη αβεβαιότητα και πολλους κινδύνους εντοπίζει ο διοικητής της Τράπεζας της Ελλάδος Γιάννης Στουρνάρας στις πρβλέψεις του για την πορεία της ελληνικής οικονομίας. Ο Γιάννης Στουρνάρας προβλέπει επέκταση του ΑΕΠ με ρυθμό 4,5 το 2021, επισημαίνοντας ότι το τρίτο κύμα της πανδημίας καθυστερεί την ανάπτυξη.
Παράλληλα, ο διοικητής της Τράπεζας της Ελλάδος αναγνωρίζει τρεις καθοριστικούς παράγοντες για την επίτευξη υψηλών αναπτυξιακών ρυθμών, ενώ καταθέτει προτάσεις για τη στόχευση και τη διάρθρωση των μέτρων στήριξης.
Ειδικότερα, στην έκθεσή του ο διοικητής της ΤτΕ επισημαίνει ότι η ανάκαμψη της ιδιωτικής κατανάλωσης και της συνολικής ζήτησης προβλέπεται να κερδίσει έδαφος αργότερα μέσα στο έτος και συγκεκριμένα από το β΄ τρίμηνο και να οδηγήσει σε θετικό και ισχυρό ρυθμό ανάπτυξης της ελληνικής οικονομίας.
Σύμφωνα με τις προβλέψεις της Τράπεζας της Ελλάδος, ο ρυθμός αύξησης του πραγματικού ΑΕΠ το 2021 θα είναι 4,2%. Η πρόβλεψη αυτή ωστόσο εμπεριέχει μεγάλη αβεβαιότητα εξαιτίας των κινδύνων που συνδέονται άμεσα με την εξέλιξη των επιδημιολογικών δεδομένων και τη δυνατότητα άμεσης άρσης πολλών περιοριστικών και απαγορευτικών μέτρων, αλλά και με τα ιδιαίτερα δομικά χαρακτηριστικά της οικονομίας που καθορίζουν σε μεγάλο βαθμό την έκταση των οικονομικών επιπτώσεων.
Auditor’s note
Ακόμα και αν οι στόχοι της Τράπεζας της Ελλάδος, ως προς ΑΕΠ και τα βασικά δημοσιονομικά μεγέθη επιτευκτούν το 2021, η ελληνική οικονομία θα υπολείπεται αισθητά από τα προ-covid επίπεδα. Αντίστοιχο αναπτυξιακό gap δεν έχουν οι περισσότερες ευρωπαϊκές χώρες. Σε ένα βαθμό η διαφορά αυτη οφείλεται στη διάρθρωση της οικονομίας και την εξάρτηση από τον τουρισμό. Δεν είναι όμως το μόνο πρόβλημα. Ο ρυθμός απορρόφησης των ευρωπαϊκών κονδυλίων, θα είναι αργός, κάτι που απασχολεί και τον διοικητή της ΤτΕ. Επίσης, το Ταμείο Ανάκαμψης καθυστερεί, με αποτέλεσμα η αναπτυξιακή δυναμική να υπονομεύεται. Το εκτεταμένο και εξαντλητικό lockdown και η ανισοκατανομή πόρων στήριξης αποτελούν επίσης ζητήματα που χρήζουν αντιμετώπισης.
Οι προβλέψεις
Ανάπτυξη 4,2% θα εμφανίσει η ελληνική οικονομία φέτος, σύμφωνα με τις εκτιμήσεις που ανακοίνωσε ο Γιάννης Στουρνάρας, μιλώντας στην Ετήσια Γενική Συνέλευση των μετόχων της Τράπεζας της Ελλάδος.
Οι δυσκολίες αντιμετώπισης της πανδημίας, οι φόβοι των μεταλλάξεων και οι καθυστερήσεις τους εμβολιασμούς μεταθέτουν χρονικά την ανάκαμψη σε όλη την Ευρώπη, τόνισε ο διοικητής της κεντρικής τράπεζας, εκτιμώντας ότι η ανάκαμψη της ζήτησης στην ελληνική οικονομία θα ξεκινήσει το β΄ τρίμηνο του 2021, θα ισχυροποιηθεί το β΄ εξάμηνο του ίδιου έτους και θα συνεχιστεί το 2022.
Η ταχύτητα ανάκαμψης εξαρτάται από τρεις παράγοντες:
Πρώτον, την επιτάχυνση των εμβολιασμών όχι μόνο σε εθνικό, αλλά και σε παγκόσμιο επίπεδο. Ο εμβολιασμός του πληθυσμού θα ενισχύσει την εμπιστοσύνη των πολιτών στην προοπτική επίλυσης της υγειονομικής κρίσης και θα δώσει τη δυνατότητα επιστροφής στην κανονικότητα με άρση ταξιδιωτικών και άλλων περιορισμών, συμβάλλοντας έτσι στην ανάκαμψη της εξωτερικής ζήτησης, κυρίως υπηρεσιών. Παράλληλα, θα επιτρέψει την αύξηση της εγχώριας κατανάλωσης και των εγχώριων επενδύσεων.
Δεύτερον, τη διατήρηση σε εφαρμογή, όσο διαρκεί η πανδημία και μέχρι να εδραιωθεί η ανάκαμψη, των δημοσιονομικών παρεμβάσεων και των έκτακτων μέτρων από το τραπεζικό σύστημα, στοχευμένων σε κατηγορίες εργαζομένων και παραγωγικούς κλάδους που επλήγησαν βαρύτερα αλλά παραμένουν οικονομικά υγιείς.
Τρίτον, την ταχύτητα ενεργοποίησης του Εθνικού Σχεδίου Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας. Η αξιοποίηση των ευρωπαϊκών πόρων από το δεύτερο εξάμηνο του 2021 θα ενισχύσει τη δυναμική της ανάπτυξης και θα διευκολύνει, μέσω της αύξησης του εθνικού προϊόντος, την αποκατάσταση της δημοσιονομικής ισορροπίας χωρίς την ανάγκη επιστροφής στις αυστηρές πολιτικές λιτότητας του παρελθόντος που εγκλώβισαν την οικονομία σε ένα φαύλο κύκλο ύφεσης και στασιμότητας.
Οι προκλήσεις
Οι δύο σημαντικότεροι κίνδυνοι τους οποίους θα αντιμετωπίσει η ελληνική οικονομία στη μετα-πανδημική εποχή είναι ο μεγάλος αριθμός πτωχεύσεων επιχειρήσεων και η κατάργηση πολλών θέσεων εργασίας, κυρίως διαμεσολαβητικού χαρακτήρα και σε κλάδους εντάσεως εργασίας χαμηλής εξειδίκευσης, προειδοποίησε.
«Το ενδεχόμενο πτώχευσης μεγάλου αριθμού οριστικά μη βιώσιμων επιχειρήσεων ενέχει σημαντικούς πιστωτικούς κινδύνους (νέα μη εξυπηρετούμενα δάνεια) και δημοσιονομικούς κινδύνους (καταπτώσεις κρατικών εγγυήσεων, οριστική διαγραφή χρεών προς το Δημόσιο, εισοδηματική στήριξη στους απολυόμενους εργαζομένους), οι οποίοι επηρεάζουν αρνητικά το χρηματοπιστωτικό τομέα και επιβραδύνουν την επιστροφή στη δημοσιονομική ισορροπία»,
τόνισε ο κ. Στουρνάρας.
Και πρόσθεσε ότι οι επιπτώσεις της πανδημίας θέτουν την ελληνική οικονομία ενώπιον δύο σημαντικών προκλήσεων, που αφορούν:
- την επίσπευση του ολικού μετασχηματισμού της με στόχο την αύξηση της παραγωγικότητας και με κατεύθυνση την ενίσχυση της ψηφιακής και πράσινης οικονομίας και
- την ταυτόχρονη και ολική αντιμετώπιση του προβλήματος των μη εξυπηρετούμενων δανείων και των αναβαλλόμενων φορολογικών απαιτήσεων.
Στόχοι
Κυρίαρχο ζητούμενο είναι ο τρόπος επαναφοράς της ελληνικής οικονομίας σε κανονική λειτουργία, επισημαίνει ο διοικητής της ΤτΕ. Η οικονομική πολιτική θα πρέπει να στραφεί σε ενεργητικές πολιτικές απασχόλησης και να διευκολύνει τη διαδικασία ανακατανομής πόρων σε δυναμικούς κλάδους και επιχειρήσεις με καλύτερες προοπτικές ανάπτυξης, τόνισε.
Αναγκαία είναι η διατήρηση της επιλεκτικής οικονομικής στήριξης προς εκείνους τους κλάδους παραγωγής και εκείνες τις ομάδες των εργαζομένων που επλήγησαν βαρύτερα.
Τα μέτρα στήριξης θα πρέπει να είναι εξειδικευμένα και στοχευμένα ώστε να αποφευχθεί ο κίνδυνος δημιουργίας συνθηκών πιστωτικής ασφυξίας για τις βιώσιμες επιχειρήσεις που αντιμετωπίζουν προσωρινά προβλήματα ρευστότητας.
Παράλληλα, πρέπει να διασφαλιστεί η κουλτούρα πληρωμής υποχρεώσεων και η ομαλή εξυπηρέτηση των χρεών, ενώ επίσης πρέπει να υπάρξει ένα δίχτυ προστασίας για τους εργαζόμενους στις οριστικά μη βιώσιμες επιχειρήσεις. Επιπλέον, είναι αναγκαία η επίσπευση της εφαρμογής πολιτικών με μεταρρυθμιστικό και αναπτυξιακό χαρακτήρα, είπε.
Δημοσιονομική πολιτική
Με βάση την αναθεωρημένη πρόβλεψη της Τράπεζας της Ελλάδος, εκτιμάται ότι το 2020 το πρωτογενές έλλειμμα της γενικής κυβέρνησης θα διαμορφωθεί σε 7% του ΑΕΠ και το δημόσιο χρέος σε 205% του ΑΕΠ.
Εκτιμάται ότι το 2021 το πρωτογενές έλλειμμα της γενικής κυβέρνησης θα διαμορφωθεί σε 5,3% του ΑΕΠ.