Καμπανάκι για την κατάσταση στην Ελλάδα σε επίπεδο ανθρωπίνων δικαιωμάτων και της θεσμικής ανεξαρτησίας κρούει ο οίκος αξιολόγησης DBRS, καθώς στην έκθεσή τους σημειώνει ως βασικούς παράγοντες που επέδρασαν στην αξιολόγησή.
O οίκος πιστοληπτικής αξιολόγησης DBRS επιβεβαίωσε το αξιόχρεο της Ελλάδας στη βαθμίδα ΒΒ (low) με σταθερό trend. Ειδικότερα, όπως σημειώνει η DBRS ανθρώπινα δικαιώματα, η ισχύς των θεσμών, διακυβέρνηση και η Διαφάνεια ήταν μεταξύ των κεντρικών οδηγών για την αξιολόγηση.
Ειδικότερα, ο οίκος αξιολόγησης επισημαίνει ότι συγκριτικά με τις υπόλοιπες χώρες της Ευρωζώνης, το κατά κεφαλήν ΑΕΠ της Ελλάδας είναι σχετικά χαμηλό στα 18.168 δολάρια το 2020.
Σύμφωνα με τους δείκτες διακυβέρνησης της Παγκόσμιας Τράπεζας 2019, η Ελλάδα βρίσκεται στην 60η θέση όσον το κράτος δικαίου και στην 67η για την αποτελεσματικότητα της κυβέρνησης, σημαντικά χαμηλότερα από τις άλλες χώρες της ζώνης του ευρώ.
Ωστόσο, η DBRS Morningstar σημειώνει τα θεσμικά πλεονεκτήματα της Ελλάδας που σχετίζονται με την ένταξη στο ευρώ και τις πρόσφατες βελτιώσεις σε αυτούς τους τομείς. Αυτοί οι παράγοντες ελήφθησαν υπόψη στα ακόλουθα δομικά στοιχεία: Δημοσιονομική διαχείριση και πολιτική, οικονομική διάρθρωση και επιδόσεις και πολιτικό περιβάλλον.
Τα οικονομικά
Όπως αναφέρει ο οίκος σε ανακοίνωσή του, το σταθερό trend αντανακλά την άποψή του ότι η Ελλάδα εισήλθε στην τρέχουσα κρίση μετά από σειρά ετών με δημοσιονομική υπεραπόδοση, η οποία σε συνδυασμό με τα υψηλά ταμειακά διαθέσιμα παρέχει στη χώρα κάποια δημοσιονομική δυνατότητα για να αντιμετωπίσει τον αντίκτυπο της κρίσης.
Η επιβεβαίωση του αξιόχρεου υποστηρίζεται από τη συμμετοχή της Ελλάδας στο ευρωσύστημα, επισημαίνει ο οίκος.
Όπως αναφέρεται στην έκθεση, μετά τις εκλογές του Ιουλίου 2019, η ελληνική κυβέρνηση έχει δείξει ισχυρή δέσμευση στην εφαρμογή της μεταρρυθμιστικής της ατζέντας σε συνεργασία με τους ευρωπαϊκούς θεσμούς.
Χάρη στις διαρθρωτικές δημοσιονομικές μεταρρυθμίσεις που υλοποιήθηκαν κατά τη διάρκεια των προγραμμάτων προσαρμογής, η Ελλάδα διατήρησε μία συνετή δημοσιονομική στάση έως την κρίση, που αποτυπώθηκε σε πρωτογενή πλεονάσματα για μία πενταετία, υπερκαλύπτοντας τους δημοσιονομικούς στόχους της και οδηγώντας σε πρόσθετη ελάφρυνση του χρέους», σημειώνει ο DBRS.
Οι αναλυτές σημειώνουν τον θετικό αντίκτυπο από η ένταξη των ελληνικών ομολόγων στο έκτακτο πρόγραμμα αγορών ομολόγων της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας λόγω της πανδημίας (PEPP). Ειδικότερα, επισημαίνεται ότι διασφαλίζει την πρόσβαση της Ελλάδας στις αγορές με ιστορικά χαμηλό κόστος χρηματοδότησης.
Πιο σημαντικό είναι, προσθέτει ο οίκος ότι η Ελλάδα αναμένεται να λάβει ένα σημαντικό ποσό επιχορηγήσεων από το χρηματοδοτικό μέσο «Επόμενη Γενιά ΕΕ» που ανέρχεται στο 9% του ΑΕΠ του 2019 και θα στηρίξει πιθανότατα την ανάκαμψη, βελτιώνοντας τις προοπτικές ανάπτυξης της ελληνικής οικονομίας.
Καθυστερεί η ανάκαμψη
Ο οίκος αναφέρει ότι η αύξηση των κρουσμάτων κορονοϊού στο πρώτο τρίμηνο φέτος και τα περιοριστικά μέτρα θα καθυστερήσουν πιθανόν την ανάκαμψη. Ωστόσο», προσθέτει, έχει γίνει σημαντική πρόοδος στην ενίσχυση των προοπτικών ανάπτυξης με τη βελτίωση του επιχειρηματικού κλίματος και τη μείωση της γραφειοκρατίας που είχε περιορίσει στο παρελθόν τις ιδιωτικές επενδύσεις.
Επιπλέον, η Ελλάδα θα ωφεληθεί σημαντικά από το χρηματοδοτικό μέσο «NEXT GEN EU», καθώς θα λάβει περίπου 32 δισ. ευρώ (17% του ΑΕΠ του 2019) σε επιχορηγήσεις και δάνεια έως το 2026.
Ο DBRS σημειώνει ότι κατά την άποψή του η ικανότητα της Ελλάδας να βελτιώσει την ικανότητα απορρόφησής της (σ.σ.: των κοινοτικών πόρων), διατηρώντας παράλληλα τη μεταρρυθμιστική δυναμική της θα είναι οι βασικοί καθοριστικοί παράγοντες των προοπτικών ανάπτυξής της.
Καλύτερο πολιτικό περιβάλλον
Από τις εκλογές του Ιουλίου 2019, σημειώνει ο οίκος, η ελληνική κυβέρνηση έχει κάνει σημαντική πρόοδο σητν απεμπλοκή μεγάλων επενδυτικών σχεδίων, στη μείωση της γραφειοκρατίας και τη βελτίωση του επιχειρηματικού περιβάλλοντος.
«Το 2019, η Ελλάδα είχε υψηλή επίδοση στον δείκτη «Start a Business» της Παγκόσμιας Τράπεζας, κατατασσόμενη 11η μεταξύ 190 χωρών».
Οι πρόσφατες προσπάθειες για τη βελτίωση της λειτουργίας της δημόσιας διοίκησης με την ψηφιοποίηση των κυβερνητικών υπηρεσιών της είναι θετικές, ωστόσο η ψηφιακή επίδοση της Ελλάδας, όπως μετράται από τον δείκτη Ψηφιακής Οικονομίας και Κοινωνίας είναι ακόμη χαμηλότερη από τον μέσο όρο της ΕΕ.
Ο DBRS θεωρεί ότι η βελτίωση στο πολιτικό περιβάλλον και η κυβερνητική δέσμευση για την αντιμετώπιση μακροχρόνιων προκλήσεων «δικαιολογεί μία θετική ποιοτική αξιολόγηση για το κεφάλαιο που αφορά στο πολιτικό περιβάλλον.