Κόλαφος είναι οι αναθεωρημένες χειμερινές προβλέψεις της Κομισιόν για την ελληνική οικονομία, καθώς εμβαθύνει η ύφεση του 2020 και περιορίζεται ο αναπτυξιακός στόχος του 2021. Η Κομισιόν, προσπαθώντας να κρατήσει τα προσχήματα, ανέβασε τον στόχο ανάπτυξης του ελληνικού ΑΕΠ για το 2022.
Σκληρά μηνύματα για το οικονομικό επιτελείο της ελληνικής κυβέρνησης και “έγκαιρη προειδοποίηση” για τον πρωθυπουργό Κυριάκο Μητσοτάκη συνιστούν οι χειμερινές προβλέψεις της Κομισιόν για την ελληνική οικονομία. Σε αυτές, ο Ιταλός επίτροπος Τζεντιλόνι, ανατρέπει το πλαίσιο παραδοχών και εγκαθιστά νέο, με πολύ μεγαλύτερη αβεβαιότητα και πιθανότητες επιδείνωσης.
Η έκθεση της Κομισιόν αναιρεί όχι μόνο οικονομικές παραδοχές, αλλά παράλληλα αποτελεί σαφή ένδειξη αναδιάταξης πολιτικών ισορροπιών. Τέτοια μηνύματα χρήζουν ενδελεχούς ανάλυσης και αξιολόγησης από τον ίδιο τον πρωθυπουργό. Σε πολλές περιπτώσεις καταδεικνύουν έλλειψη επικοινωνίας, ασυνεννοησία παραγόντων και προβλήματα σε διαύλους επικοινωνίας. Δεν μπορεί όμως να αποκλειστεί το ενδεχόμενο τα μηνύματα αυτά να αποτελούν αντανάκλαση ευρύτερων γεωοικονομικών ανακατατάξεων.
Risk Profile
Στο μεταξύ, μέχρι τη δημοσίευση των εαρινών προβλέψεων της Κομισιόν θα έχει βελτιωθεί η ορατότητα για την λειτουργία του Ταμείου Ανάκαμψης. Παράλληλα, θα έχει βελτιωθεί η ορατότητα στο γεωπολιτικό γεωοικονομικό πεδίο, καθώς θα έχει μεσολαβήσει η Σύνοδος Κορυφής για την Τουρκία στα τέλη Μαρτίου και θα έχει δρομολογηθεί η Σύνοδος ΕΕ – Τουρκίας. Στο πλαίσιο προετοιμασίας των διεργασιών αυτών εντάσσεται η εμπέδωση του πλαισίου των διερευνητικών επαφών, τα εξοπλιστικά και η επαναδιαπραγμάτευση της συμφωνίας ΕΕ – Τουρκίας για τη διαχείριση του προσφυγικού.
Η αβεβαιότητα που αντανακλάται στις προβλέψεις τις κομισιόν, σε συνδυασμό με το υποδόριο μήνυμα που στέλνει η Κομισιόν στην ελληνική κυβέρνηση αποτελούν παράγοντες αύξησης του πολιτικού ρίσκου για την Ελλάδα. Η κυβέρνηση, επίσης, κινείται στην ίδια κατεύθυνση, επιλέγοντας την πόλωση του πολιτικού σκηνικού στο εσωτερικό. Συνδυαστικά, η Ελλάδα φαίνεται ότι εισέρχεται σε περίοδο αυξημένου ρίσκου, που συνεπάγεται την αποστασιοποίηση των επενδυτών και ενδεχομένως την επανεμφάνηση hedge και volture funds.
Το όξυνση του country risk profile, λόγω της ταυτόχρονης αύξησης χρέους και μείωση του ΑΕΠ, επίσης, αποτελεί εξέλιξη που υπονομεύει τη σταθερότητα της οικονομίας και κατ΄ επέκταση του τραπεζικού συστήματος.
Οι προβλέψεις της Κομισιόν
Ακόμα όμως και προσθετικά, η Ελλάδα θα επιστρέψει στα επίπεδα του 2019 κάποια στιγμή το 2023, καθώς σύμφωνα με τις προβλέψεις της Κομισιόν, 2021-2022 η ελληνική οικονομία θα τρέξει με ρυθμό 3,5 και 5%. Εν τέλει, μετά τη διετή ανάπτυξη και εφόσον επιτευχθούν οι στόχοι το ΑΕΠ θα υπολείπεται κατά 15 δισ. αυτό του 2019 στο τέλος του 2022.
Στις προβλέψεις της Κομισιόν, βέβαια, δεν λαμβάνονται υπόψη τα κεφάλαια του αναπτυξιακού Ταμείου, η ιδρυτική διακήρυξη του οποίου υπεγράφη σήμερα. Ενδιαφέρον έχει επίσης η βάση επί της οποίας η Κομισιόν αποφάσισε να επαναπροσδιορίσει και να αντιστρέψει τους στόχους για 2021-22.
Στον πίνακα, η Κομισιόν αναθεωρεί επί τα χείρω τις προβλέψεις για το 2020 μόνο για την Ελλάδα (ύφεση10% από 9%) και για την Ιρλανδία (ύφεση 3% από 2,3%). Οι υπόλοιπες χώρες της ΕΕ και οι μέσοι όροι ΕΕ και Ευρωζώνης βελτιώθηκαν σημαντικά. Αντιστοίχως, η υποβάθμιση των προβλέψεων για την Ελλάδα κατά 1,5% (από το 5 στο 3,5%) ήταν η δεύτερη χειρότερη μετά την Αυστρία που είχε μείωση 2,1% (από 4,1 στο 2%).
Εκτός… στόχου
Όπως αναφέρεται στην κατακλείδα των προβλέψεων, ο βαθμός αβεβαιότητας είναι μεγάλος και η δυναμική εξαρτάται από τον εμβολιασμό, την οξύτητα της αντίδρασης και τη διατήρηση των μέτρων στήριξης.
Μέχρι στιγμής, πάντως, οι προβλέψεις της Κομισιόν για το 2020 και το 2021 είναι πολύ χειρότερες από τις παραδοχές του προϋπολογισμού. Αν οι προβλέψεις του Φθινοπώρου της Κομισιόν ήταν αποτέλεσμα guidance από την ελληνική κυβέρνηση, οι νεότερες αποτελούν σαφή απαξίωση των προβλέψεων του προϋπολογισμού του υπουργείου Οικονομικών.
Οι προβλέψεις της Κομισιόν
Σύμφωνα με τις χειμερινές προβλέψεις που δημοσίευσε σήμερα η Ευρωπαϊκή Επιτροπή, το ΑΕΠ υποχώρησε το 2020 κατά 10%, ποσοστό που ήταν το δεύτερο μεγαλύτερο στην Ευρωζώνη μετά την Ισπανία. Θα πρέπει να σημειωθεί ότι σε σχέση με τις προηγούμενες προβλέψεις στις 5 Νοεμβρίου, η Επιτροπή αναθεώρησε σήμερα προς το χειρότερο την προηγούμενη εκτίμηση που αναφέρονταν σε υποχώρηση της τάξης του 9.0%.
Η Κομισιόν αποδίδει την επιδείνωση της κατάστασης στη μείωση του τουρισμού και στην υποχώρηση της εσωτερικής κατανάλωσης λόγω των περιοριστικών μέτρων για την αντιμετώπιση της πανδημίας.
Για το 2021 η Επιτροπή προβλέπει επιστροφή στην ανάπτυξη, με το ΑΕΠ να αυξάνεται κατά 3,5%, ενώ το 2022 η αύξηση θα είναι της τάξης του 5.0%.
Η οικονομία της Ευρωζώνης αναμένεται, σύμφωνα με τις υπηρεσίες της Επιτροπής, να καταγράψει μεγέθυνση 3,8% τόσο το 2021 (παρότι θα παραμείνει σε ύφεση το α΄ τρίμηνο) όσο και το 2022. Η οικονομία της Ε.Ε., αντίστοιχα, θα αναπτυχθεί κατά 3,7% φέτος και 3,9% το 2022. Η ευρωπαϊκή οικονομία θα ενισχυθεί από την ευρύτερη ανάκαμψη της παγκόσμιας οικονομίας, καθώς η μεγέθυνση του παγκόσμιου ΑΕΠ (εξαιρώντας την Ε.Ε.) αναμένεται να φτάσει το 5,2% φέτος και το 3,8% του χρόνου.
Δηλώσεις Τζεντιλόνι
Παρουσιάζοντας τις προβλέψεις, ο επίτροπος Οικονομίας Πάολο Τζεντιλόνι τόνισε ότι τα νέα περιοριστικά μέτρα που επιβλήθηκαν από το περασμένο φθινόπωρο έχουν επηρεάσει μεν αρνητικά την οικονομική δραστηριότητα, «αλλά σε πολύ μικρότερο βαθμό σε σύγκριση με την περασμένη άνοιξη». Οι προβλέψεις της Κομισιόν βασίζονται στην εκτίμηση ότι τα περιοριστικά μέτρα θα χαλαρώσουν από το β΄ τρίμηνο του τρέχοντος έτους και θα καταργηθούν σταδιακά ως το τέλος της χρονιάς, με κρίσιμο παράγοντα την εξέλιξη της εκστρατείας εμβολιασμού. Στο αρνητικό σενάριο που έχει επεξεργαστεί η Επιτροπή (αργή πρόοδος των εμβολιασμών ή και νέες μεταλλάξεις που δεν καλύπτονται από την πρώτη γενιά εμβολίων), το ΑΕΠ της Ευρωζώνης φέτος θα αυξηθεί κατά μόνο 2%.
Από την άλλη, ο κ. Τζεντιλόνι σημείωσε ότι η ανάκαμψη μπορεί να αποκτήσει ακόμα μεγαλύτερη δυναμική χάρη σε μία «έκρηξη αισιοδοξίας», καθώς η πανδημία θα υποχωρεί, που θα «πυροδοτήσει πιο ισχυρή συμπιεσμένη ζήτηση και επενδυτικά εγχειρήματα». Σε αυτό, τόνισε, θα μπορούσαν να συμβάλουν τα ιστορικά υψηλά επίπεδα αποταμίευσης των νοικοκυριών, το χαμηλό κόστος δανεισμού και τα μέτρα δημοσιονομικής τόνωσης της οικονομίας.
Ο κ. Τζεντιλόνι επανέλαβε το μήνυμα της Κομισιόν ότι δεν πρέπει να αποσυρθούν πρόωρα τα μέτρα στήριξης της οικονομίας. Οι αποφάσεις για την παράταση ισχύος της ρήτρας γενικής εξαίρεσης (αναστολή του Συμφώνου Σταθερότητας και Ανάπτυξης) θα ληφθούν «στις επόμενες εβδομάδες», είπε.