Ο στρατός της Μιανμάρ ανέλαβε ξανά τον πλήρη έλεγχο της ασιατικής χώρας, δίνοντας τέλος σε βραχεία περίοδο απόπειρας μετάβασης στη Δημοκρατία. Οι στρατιωτικοί διαφώνησαν με το εκλογικό αποτέλεσμα, ζήτησαν την αναπροσαρμογή του και όταν η απαίτησή τους δεν έγινε δεκτή, ανέστειλαν για ένα ακόμη χρόνο την ισχύ του Συντάγματος συλλαμβάνοντας την νεοκλεγείσα πρόεδρο και πλειάδα πολιτικών στελεχών.
Ο στρατός της Μιανμάρ κήρυξε κατάσταση έκτακτης ανάγκης σε όλη την επικράτεια και ανακοίνωσε ότι την εξουσία αναλαμβάνει ως μεταβατικός πρόεδρος ο στρατηγός Μιν Αούνγκ Χλάινγκ, μερικές ώρες μετά τη σύλληψη της επικεφαλής της πολιτικής κυβέρνησης Αούνγκ Σαν Σου Τσι, του προέδρου Ουίν Μιντ και κορυφαίων στελεχών του κόμματός της, του Εθνικού Συνδέσμου για τη Δημοκρατία, τις πρώτες πρωινές ώρες.
Το timeline
- Η Μιανμάρ τελεί υπό καθεστώς στρατιωτικής χούντας από το 1989.
- Πρώτη φορά διεξήχθησαν βουλευτικές εκλογές το 2010, με τον στρατό να διατηρεί ερείσματα και καίρια πόστα στη νέα κυβέρνηση, την οποία είχε εν πολλοίς επιβάλλει.
- Στις νέες εκλογές που διεξήχθησαν το 2021 η χούντα διαφώνησε με το αποτέλεσμα, το χαρακτήρισε χαλκευμένο και απείλησε με αναστολή του συντάγματος αν αυτό δεν αλλάξει.
- Οι στρατιωτικοί αναγκάστηκαν να πραγματοποιήσουν τις απειλές του σήμερα, Δευτέρα 1 Φεβρουαρίου, επιβάλλοντας κατάσταση εκτάκτου ανάγκης για ένα έτος.
Τελευταίες εξελίξεις
Ο στρατός υποστήριξε ότι η επιβολή πραξικοπήματος ήταν αναγκαία για την υπεράσπιση της “σταθερότητας” της Μιανμάρ, μέσω του τηλεοπτικού δικτύου των ενόπλων δυνάμεων. Οι πραξικοπηματίες κατηγόρησαν την εκλογική επιτροπή ότι δεν φρόντισε να διορθωθούν οι “τεράστιες παρατυπίες” που κατ’ αυτούς αμαύρωσαν τις βουλευτικές εκλογές του Νοεμβρίου, στις οποίες το κόμμα της Αούνγκ Σαν Σου Τσι υποστήριξε πως κατήγαγε συντριπτική νίκη. Ο στρατός της Μιανμάρ υποσχέθηκε επίσης ότι θα οργανώσει νέες εκλογές μετά το τέλος της κατάστασης έκτακτης που επέβαλε για έναν χρόνο και ότι θα παραδώσει την εξουσία στην κυβέρνηση που θα προκύψει από αυτές.
- Η κλιμάκωση της έντασης ανάμεσα στο επιτελείο και την πολιτική κυβέρνηση είχε εγείρει ανησυχίες πως απειλείτο πραξικόπημα από την περασμένη εβδομάδα.
- Την Τετάρτη, ο επικεφαλής του στρατού Μιν Αούνγκ Χλάινγκ είχε απειλήσει πως το Σύνταγμα της χώρας θα μπορούσε να τεθεί “σε αναστολή” ή ακόμη και να “ανακληθεί” εάν δεν τηρείτο.
- Την Πέμπτη κυκλοφόρησαν σε ιστότοπους κοινωνικής δικτύωσης φωτογραφικά στιγμιότυπα που απαθανάτιζαν τεθωρακισμένα και άλλα στρατιωτικά οχήματα να κινούνται στη Γιανγκόν και σε άλλες πόλεις.
Background
Η Μιανμάρ, η πάλαι ποτέ Βιρμανία, πέρασε σχεδόν πέντε δεκαετίες υπό τον ζυγό των στρατιωτικών, προτού αρχίσει το 2010 μια αργή διαδικασία πολιτικής μετάβασης, στο πλαίσιο της οποίας αφέθηκαν ελεύθεροι πολιτικοί κρατούμενοι και ανέλαβε εν μέρει πολιτική κυβέρνηση.
Η 75χρονη Αούνγκ Σαν Σου Τσι, που πέρασε 15 χρόνια σε κατ’ οίκον κράτηση — είχε λάβει το Νόμπελ Ειρήνης το 1991 —, ήταν ανάμεσα στους αντιφρονούντες που αφέθηκαν ελεύθεροι.
Ανέλαβε την εξουσία μετά τις εκλογές του 2015, που είχαν χαρακτηριστεί οι πιο ελεύθερες που διεξήχθησαν ποτέ στη χώρα, εν μέσω ατμόσφαιρας αισιοδοξίας για τον εκδημοκρατισμό της Μιανμάρ.
Ωστόσο της έχει απαγορευθεί να αναλάβει την προεδρία δυνάμει του Συντάγματος του 2008, το οποίο συνέταξε ο στρατός. Ήταν ως σήμερα “κρατική σύμβουλος”, αξίωμα ουσιαστικά ταυτόσημο με αυτό της πρωθυπουργού σε άλλα κράτη, ώστε να μπορεί να ασκεί την εξουσία μέσω του προέδρου Ουίν Μιντ, στελέχους του κόμματός της.
Νωρίτερα, η κρατική τηλεόραση έπαψε να εκπέμπει, ενώ οι τηλεφωνικές γραμμές και η σύνδεση στο διαδίκτυο έμοιαζαν να έχουν πρακτικά κοπεί.
Η γενοκτονία των Ροχίνγκια
Η εικόνα και το κύρος της Αούνγκ Σαν Σου Τσι επλήγησαν σε διεθνές επίπεδο μετά τον μαζικό διωγμό χιλιάδων μελών της μουσουλμανικής μειονότητας των Ροχίνγκια στη δυτική πολιτεία Ραχίν από το 2017. Αλλά η ηγετική μορφή του Εθνικού Συνδέσμου για τη Δημοκρατία παρέμεινε πολύ δημοφιλής στο εσωτερικό.
Αντιδρά η διεθνής κοινότητα
Ο Γενικός Γραμματέας του ΟΗΕ Αντόνιο Γκουτέρες εξέφρασε τη “μεγάλη ανησυχία” του για το πραξικόπημα σε εξέλιξη και “καταδίκασε με τον πιο σθεναρό τρόπο” τη σύλληψη της Αούνγκ Σαν Σου Τσι και την κατάληψη “της νομοθετικής, εκτελεστικής και δικαστικής εξουσίας” από τον στρατό, που πλήττει “τις δημοκρατικές μεταρρυθμίσεις” των τελευταίων ετών στη Μιανμάρ.
Ο Λευκός Οίκος έκανε γνωστό ότι ο Δημοκρατικός πρόεδρος Τζο Μπάιντεν έχει ενημερωθεί για τις εξελίξεις. “Οι ΗΠΑ εναντιώνονται σε οποιαδήποτε απόπειρα αλλοίωσης του αποτελέσματος των πρόσφατων εκλογών και παρεμπόδισης της δημοκρατικής μετάβασης της Μιανμάρ” και “θα αναλάβουν δράση σε βάρος όσων ευθύνονται εάν αυτά τα βήματα δεν αντιστραφούν”, τόνισε η εκπρόσωπος της αμερικανικής προεδρίας, η Τζεν Ψάκι.
Ο επικεφαλής της αμερικανικής διπλωματίας Άντονι Μπλίνκεν κάλεσε τους επικεφαλής των ένοπλων δυνάμεων της Μιανμάρ να αφήσουν αμέσως ελεύθερη την ως νωρίτερα σήμερα επικεφαλής της πολιτικής κυβέρνησης της ασιατικής χώρας, την 75χρονη Αούνγκ Σαν Σου Τσι, καθώς και τους υπόλοιπους πολιτικούς οι οποίοι συνελήφθησαν σε εφόδους του στρατού τις πρώτες πρωινές ώρες.
Ο κ. Μπλίνκεν εξέφρασε την “μεγάλη ανησυχία” των ΗΠΑ για τις συλλήψεις των πολιτικών και ηγετών της επιλεγόμενης κοινωνίας των πολιτών.
Αντίστοιχες ήταν και οι δηλώσεις του επικεφαλής της Ευρωπαϊκής διπλωματίας, Ζοζέπ Μπορέλ.
Η Αυστραλία εξέφρασε “βαθιά ανησυχία” και απαίτησε η ηγεσία των ενόπλων δυνάμεων της Μιανμάρ να αφήσει ελεύθερη την Αούνγκ Σαν Σου Τσι και τους άλλους πολιτικούς που τέθηκαν υπό κράτηση, κατηγορώντας τους στρατηγούς πως “επιδιώκουν για άλλη μια φορά να αρπάξουν τον έλεγχο” της χώρας.
Η κυβέρνηση της Ιαπωνίας ανέφερε ότι παρακολουθεί την κατάσταση και προς το παρόν δεν σχεδιάζει τον εσπευσμένο επαναπατρισμό των ιαπώνων υπηκόων από τη χώρα.
Η Μιανμαρ
Η Μιανμάρ (και πριν το 1989 Βιρμανία ή Μπούρμα)[5] είναι μία μεγάλη χώρα της νοτιοανατολικής Ασίας με έκταση 676.578 τ.χλμ. και πληθυσμό 55.294.979 κατοίκους, σύμφωνα με επίσημη εκτίμηση για το 2021[1]. Συνορεύει με την Κίνα προς βορρά, το Λάος στα ανατολικά, την Ταϊλάνδη στα νοτιοανατολικά, το Μπανγκλαντές δυτικά και την Ινδία στα βορειοδυτικά. Νότια υπάρχει η Θάλασσα του Ανταμάν εντός του Κόλπου της Βεγγάλης βορειοδυτικά. Το ένα τρίτο της συνολικής περιμέτρου της Μιανμάρ, μήκους 1.930 χιλιομέτρων, σχηματίζει μια συνεχόμενη ακτογραμμή.
Η Μιανμάρ απέκτησε την ανεξαρτησία της από το Ηνωμένο Βασίλειο στις 4 Ιανουαρίου 1948 ως «Ένωση της Βιρμανίας». Μετονομάστηκε σε «Σοσιαλιστική Δημοκρατία της Ένωσης της Βιρμανίας» στις 4 Ιανουαρίου 1974, πριν ονομαστεί πάλι «Ένωση της Βιρμανίας» στις 23 Σεπτεμβρίου 1988. Στις 18 Ιουνίου 1989, το Κρατικό Συμβούλιο Αποκατάστασης του Νόμου και της Τάξης μετονόμασε το κράτος σε «Ένωση του Μιανμάρ».
Στη Μιανμάρ έχει εγκαθιδρυθεί στρατιωτική δικτατορία από το 1989 και ο δικτάτορας άλλαξε το όνομα σε Μιανμάρ από Βιρμανία. Το Σεπτέμβριο του 2007, ξεκίνησαν καθημερινές διαδηλώσεις βουδιστών μοναχών ενάντια στην απόφαση της κυβέρνησης για διπλασιασμό της τιμής του πετρελαίου, στις οποίες συμμετείχαν χιλιάδες εργάτες και φοιτητές. Λόγω της επέμβασης της αστυνομίας, μέχρι τις 28 Σεπτέμβρη είχαν σκοτωθεί 14 άνθρωποι.
Από τις 6 Νοεμβρίου 2005, πρωτεύουσα της χώρας είναι το Νέπιντο (Naypyidaw). Μεγαλύτερη πόλη παραμένει η Ρανγκούν ή Γιανγκόν, που ήταν ως τότε η πρωτεύουσα της χώρας. Στις 7 Νοεμβρίου του 2010 διεξήχθησαν οι πρώτες βουλευτικές εκλογές έπειτα από 20 χρόνια.
Κύρια γλώσσα είναι η Βιρμανική.