Σκηνικό έντασης, κοινωνικών αναταραχών και πολιτικής πόλωσης δημιουργείται στην Ελλάδα για δεύτερη φορά μέσα σε λιγότερο από ένα μήνα. Αυτή τη φορά επ αφορμή της επετείου για τη δολοφονία του Αλέξανδρου Γρηγορόπουλου, η αστυνομία απαγόρευσε συγκεντρώσεις -με πρόσχημα την πανδημία-, ακόμα και σημειολογικές ενέργειες, διαμορφώνοντας συνθήκες σύγκρουσης.
Ισχυρές αστυνομικές δυνάμεις απαγορεύουν στους πολίτες να προσεγγίσουν το μνημείο του Αλέξανδρου Γρηγορόπουλου στη συμβολή των οδών Τζαβέλλα και Μεσολογγίου. Δυνάμεις καταστολής έχουν δημιουργήσει φραγμό προκειμένου να αποτρέψουν όσους θέλουν να αφήσουν ένα λουλούδι στη μνήμη του δολοφονηθέντος από αστυνομικό 15χρονου.
Οι έλεγχοι περιμετρικά είναι ιδιαίτερα αυστηροί σε μια αστυνομοκρατούμενη πόλη. Ούτε οι δημοσιογράφοι μπορούν να προσεγγίσουν το μνημείο.
Κίνδυνος επεισοδίων
Η ατμόσφαιρα μυρίζει μπαρούτι και ο κίνδυνος επεισοδίων είναι αυξημένος. Ωστόσο, η μετριοπαθής στάση των κοινοβουλευτικών κομμάτων της αντιπολίτευσης φαίνεται ότι αποθαρρύνει τη μετεξέλιξη ενδεχόμενων συγκρούσεων διαδηλωτών μα την αστυνομία σε κύμα κοινωνικών αναταραχών.
Παρ’ όλα αυτά, η στρατηγική της κυβέρνησης είναι προφανές ότι οδηγεί σε πολιτική και κοινωνική πόλωση, στάση η οποία δεν δικαιολογείται από την γενικότερη κοινωνική και πολιτική συγκυρία. Η ενεργοποίηση κοινωνικών αυτοματισμών και η πυροδότηση πολιτικών ανταγωνισμών επ αφορμή τέτοιων γεγονότων, εν μέσω καραντίνας θα μπορούσε να αποτελεί ένδειξη ουσιαστικής αποδυνάμωσης των κοινωνικών ερεισμάτων της κυβέρνησης, κάτι που δεν προκύπτει από τα ευρήματα των δημοσκοπήσεων και το κλίμα που διαμορφώνεται από τα media.
Η αντίφαση αυτή που καταγράφεται μεταξύ εμφανών πολιτικών κινήτρων, δράσεων και αποτελεσμάτων αποτελεί όμως σαφή ένδειξη αρρυθμίας εσωτερικά στην κυβέρνηση ή προσπάθειας συγκάλυψης δυσαρμονίας μεταξύ κυβέρνησης και κοινωνίας.
Το -όχι και το τόσο- κρυφό παιχνίδι
Απ΄την επέτειο του Πολυτεχνείου στις 17 Νοεμβρίου μέχρι την επέτειο της δολοφονίας του Αλέξανδρου Γρηφορόπουλου στις 6 Δεκεμβρίου έχουν μεσολαβήσει μόλις 20 ημέρες. Η εκ νέου ενεργοποίηση του κατασταλτικού μηχανισμού, ενώ βρίσκονται σε εξέλιξη έρευνες και από τη Δικαιοσύνη σε βάρος μάλιστα πολιτικών αρχηγών για την παρουσία τους σε εκδηλώσεις μνήμης, δεν μπορεί να θεωρηθεί τυχαία.
Τα πραγματικά δεδομένα όμως είναι διαφορετικά από τα ευρήματα των δημοσκοπήσεων, που συνεχίζουν να δίνουν προβάδισμα στη Νέα Δημοκρατία και τον Κυριάκο Μητσοτάκη.
Το βαρύ κλίμα για την κυβέρνηση, λόγω των νεκρών από τον κορονοϊό, αλλά και τη δυσαρέσκεια μεγάλου μέρους της κομματικής βάσης της ΝΔ για τις κλειστές εκκλησίες, είναι εύκολα αντιληπτό. Ο αντίκτυπος της βαθιάς οικονομικής κρίσης εξαιτίας του δεύτερου κύματος της πανδημίας και της αδυναμίας της κυβέρνησης να στηρίξει αποτελεσματικά ευρεία κοινωνικά στρώματα, συνδυαστικά οδηγούν σε de facto απώλεια ερεισμάτων στις παραγωγικές τάξεις και ιδιαίτερα στους εργαζομένους του ιδιωτικού τομέα και τους επιχειρηματίες της μεσαίας τάξης.
Συνεπώς, το κλίμα που διαμορφώνεται στην κοινωνία από την υγειονομική και οικονομική κρίση, ασχέτως αν καταγράφεται σε δημοσκοπήσεις, δημιουργεί δυναμική αποδυνάμωσης των πολιτικών δεσμών. Έτσι, ανεξαρτήτως της ενίσχυσης άλλων σχηματισμών, μπορεί πλέον με βεβαιότητα να αποτιμηθεί η αποδυνάμωση της Νέας Δημοκρατίας και η υποχώρηση της δημοτικότητας του Κυριάκου Μητσοτάκη.
Υπ’ αυτό το πρίσμα, η αντιπαράθεση με την Αριστερά σε ζητήματα νόμου και τάξης, επ αφορμή γεγονότων που ενεργοποιούν τα συντηρητικά αντανακλαστικά και προσφέρουν κάλυψη στην “εγκαταλελειμμένη” ακροδεξιά, θα μπορούσαν να συμβάλλει καθοριστικά στην ανάσχεση της τάσης χαλάρωσης των παραταξιακών συνδέσμων.