Νέα εξοπλιστικά προγράμματα ύψους 9 δισ. εξαγγέλλει εμμέσως η ελληνική κυβέρνηση, τα οποία επιχειρεί μάλιστα να περάσει με τον μανδύα της επιβεβλημένης αναγκαιότητας, σε μια προσπάθεια να προηγηθεί καλύψει χαμένο χώρο και χρόνο και να δημιουργήσει δυναμική ενόψει τις επανεκκίνησης των σχέσεων με τις ΗΠΑ.
Η Ελλάδα επαναφέρει μετ επιτάσεως την προοπτική απόκτησης F-35 και περαιτέρω αναβάθμισης των F-16, στο πλαίσιο προσπάθειας οικοδόμησης ισχυρής σχέσης με το νέο ένοικο του Λευκού Οίκου, Τζο Μπάιντεν. Η δημόσια αυτή διπλωματία των εξοπλιστικών, όμως, οδηγεί αναπόδραστα σε κούρσα εξοπλισμών, παραπέμποντας στην παγίδα του… Χομπς.
Έτσι, λίγο μετά την έκθεση-κόλαφο του State Department που θέτει εν αμφιβόλω ακόμα το εναέριο χώρο της Ελλάδας, ενώ η Τουρκία εντείνει τις προκλήσεις και διευρύνει το πλαίσιο άσκησης, με τις ΗΠΑ σε διαδικασία στρατηγικής αναδίπλωσης και την Ευρώπη σε φάση επαναξιολόγησης, η Ελλάδα επιχειρεί να διευρύνει το γεωπολιτικό της αποτύπωμα, μπαίνοντας κούρσα εξοπλισμών.
Μετά τη συμφωνία για την απόκτηση Rafale και ενώ υπάρχουν διαπραγματεύσεις για την απόκτηση φρεγατών, πιθανότητα από τις ΗΠΑ, διαρρέει… αρμοδίως ένα ακόμα Letter Of Interest (LOR) για την απόκτηση 18-24 F-35, ενδεχομένως και μεταχειρισμένων.
Το ζήτημα απόκτησης του αμερικανικού μαχητικού 5ης γενιάς άνοιξε η προηγούμενη κυβέρνηση, θέλοντας έτσι να δείξει διάθεση για την κάλυψη του κενού που άφηνε η εκπαραθύρωση της Τουρκίας από το πρόγραμμα, μετά την αγορά των S-400. Στο μεταξύ, η προοπτική αυτή φάνηκε μάλλον ουτοπική, το κόστος υψηλό και τα αεροσκάφη κρίθηκε ότι δεν ταίριαζαν στις απαιτήσεις και το προφίλ της Πολεμικής Αεροπορίας.
Τώρα, μετά τη συμφωνία για την αγορά των Rafale και τη συντήρηση (FOS) των Mirage 2000-5 και την αναβάθμιση των F-16 block52+ σε Viper, η προοπτική απόκτησης των F-35 αναβιώνει. Μαζί έρχεται και το ενδεχόμενο προγράμματος μερικής αναβάθμισης αεροσκαφών F-16 block50 και με την απόκτηση φρεγατών και drones.
Τα εξοπλιστικά προγράμματα είναι, εν γένει, απαραίτητα για τη διατήρηση του αξιόμαχου των ενόπλων δυνάμεων και την εμπέδωση της αποτρεπτικής ισχύος της χώρας. Ιδιαίτερα σε περιόδους τουρκικής έξαρσης και γεωπολιτικής αστάθειας. Σε αυτή τη φάση, όμως, φαίνεται ότι τα εξοπλιστικά χρησιμοποιούνται ad hoc, στο πλαίσιο της διπλωματίας για την εξασφάλιση διεθνούς υποστήριξης.
Τα περίεργα
Η διαρροή του συγκεκριμένου σχεδιασμού έχει ξεκινήσει καιρό τώρα, από site όχι mainstream, χωρίς να επιβεβαιώνεται ή να διαψεύδεται, επισήμως. Ακόμα και σήμερα, που το θέμα ανέδειξε η έγκυρη “Καθημερινή” και ο δημοσιογράφος Βασίλης Νέδος, ο κυβερνητικός εκπρόσωπος Στέλιος Πέτσας απέφυγε να απαντήσει. Ο κ. Πέτσας, μεταξύ άλλων, δήλωσε ότι θα υπάρξει ενημέρωση όταν υπάρξει συμφωνία, επιβεβαιώνοντας εμμέσως τις εν εξελίξει διαπραγματεύσεις.
Ωστόσο, σύμφωνα με το ρεπορτάζ της “Καθημερινής” το νέο Letter Of Intent δεν έχει αποσταλεί στις ΗΠΑ, αλλά παραμένει στο γραφείο του υπουργού Εθνικής Άμυνας, Νίκου Παναγιωτόπουλου.
Σύμφωνα με την “Καθημερινή” ο υπουργός Άμυνας, ο αρχηγός της Πολεμικής Αεροπορίας και ο αρχηγός Τακτικής Αεροπορίας, βρίσκονται σε διαρκή επικοινωνία΄, για τη διαδικασία.
Η διαρροή όμως του LOR καθώς και του σημείο που βρίσκεται στη διαδικασία δεν αποτελεί ένδειξη καλής… επικοινωνίας, ούτε ομαλότητας. Συνήθως, τέτοιες μέθοδοι επιλέγονται είτε όταν υπάρχει κάποιου είδους εμπλοκή και επιχειρεί να ενίσχυση της πίεσης, είτε όταν το σενάριο χρησιμοποιείται για κάποιο λόγο εκτός του αντικειμενικού του σκοπού. Η εξαγωγή ασφαλών συμπερασμάτων, με το εύρος και την ποιότητα των διαθέσιμων πληροφοριών και συσχετισμών δεν είναι δυνατή.
Οι πηγές και τα μηνύματα
Ενδιαφέρον έχει ο προσδιορισμός των πηγών από την “Καθημερινή”, καθώς αναφέρεται σε “καλά πληροφορημένες πηγές, στο γραφείο του κ. Παναγιωτόπουλου”. Πρόκειται για λεπτομέρεια που θα οδηγούσε σε αποπομπή στελεχών. Συνεπώς, η φωτογράφηση της πηγής της πληροφορίας, για την ενίσχυση της αξιοπιστίας, έγινε με συναίνεση, που συνεπάγεται ότι δεν υπήρχε φόβος.
Συνεπώς, όπως ερμηνεύεται διεθνώς, η ελληνική κυβέρνηση στέλνει μήνυμα στις ΗΠΑ, ότι το LOR είναι έτοιμο και οι αποφάσεις ειλημμένες. Η υλοποίηση, όμως, του σχεδιασμού φαίνεται ότι εξαρτάται από σειρά άλλων παραμέτρων. Η Αθήνα, δίνοντας δημοσιότητα θέλει να δείξει την ισχυρή βούλησή της και ότι δεν σκοπεύει να υπαναχωρήσει.
Αναπόφευκτα, τα μηνύματα αυτά λαμβάνει και διαβάζει και η Άγκυρα. Από τη στιγμή που η Ελλάδα επιχειρεί με τον τρόπο αυτό να χτίσει σχέσεις με τον νεοεκλεγέντα πρόεδρο, Τζο Μπάιντεν, τότε ο ωφέλιμος χρόνος για την Τουρκία περιορίζεται. Όπερ σημαίνει ότι η Άγκυρα αναγκάζεται από τις εξελίξεις να δράσει άμεσα.
Ειδικότερα, στο δημοσίευμα της “Καθημερινής αναφέρεται ότι:
“υπάρχει έτοιμη η πρόταση προς τις ΗΠΑ για απόκτηση έξι μαχητικών πέμπτης γενιάς F-35, με λίγες ώρες πτήσης, τα οποία θα μπορούσαν να παραδοθούν στην Ελλάδα ακόμα και εντός του 2021. Εν ευθέτω χρόνω, η Αθήνα θα προωθήσει το σχέδιο και για 18 ακόμα νέα αεροσκάφη αυτού του τύπου, ώστε η Π.Α. να καταλήξει με έναν αριθμό συνολικά 24 F-35”.
Επίσης, ο Βασίλης Νέδος αναφέρεται και στα διαδικαστικά, υποστηρίζοντας πως το LOR θα ενταχθεί στη διακρατική συμφωνία MDCA, μέσω FMS.
Η προώθηση του ελληνικού αιτήματος θα γίνει, εκτός απροόπτου, μέσω διακρατικής συμφωνίας τύπου FMS (αμερικανικό Πεντάγωνο), με την αποστολή επιστολής αιτήματος (Letter of Request) για επιστολή προσφοράς και αποδοχής (Letter of Offer and Acceptance).
Τί θέλει η Ελλάδα
Η Ελλάδα, σύμφωνα με την “Καθημερινή” θέλει έξι ελαφρώς μεταχειρισμένα. Μάλιστα, επισημαίνεται ότι θα μπορούσε να τα προμηθευτεί άμεσα, εντός του 2021.
Επίσης σκιαγραφείται το σύνολο της αμυντικής συνεργασίας με τις ΗΠΑ, ως εξής:
- Η άφιξη έξι F-35 θα μπορούσε να συντονιστεί και με τη σταδιακή προώθηση
- του προγράμματος της αναβάθμισης 85 F-16 της Π.Α. σε διαμόρφωση «Viper», ώστε σταδιακά να μπορεί να συνεργαστούν.
- Ταυτόχρονα η Π.Α. και η Lockheed Martin συζητούν για την αναβάθμιση των 38 παλαιότερων F-16 Block 50, σε διαμόρφωση «Plus advance», αξιοποιώντας, μεταξύ άλλων, εξαρτήματα των F-16 που θα εκσυγχρονιστούν σε «Viper».
Το δημοσίευμα, μάλιστα, καταλήγει ακόμα και στον τρόπο που θα γίνουν οι αναβαθμίσεις, περιγράφοντας με λεπτομέρειες τον σχεδιασμό, έτσι ώστε να καταστεί σαφές ότι η Αθήνα έχει επεξεργαστεί και διαθέτει πλήρες σχέδια και ότι υπάρχει η απαραίτητη βούληση.