Θύελλα αντιδράσεων, δημοσιευμάτων και παρεμβάσεων σε media και κοινωνικά δίκτυα έχει προκαλέσει η απόφαση της κυβέρνησης, με την οποία ευθυγραμμίζεται η ηγεσία των ενόπλων δυνάμεων, για την παραγγελία πολεμικών πλοίων από τις ΗΠΑ. Η ένταση, η εστίαση, οι αναφορές και η έκταση της αντιπαράθεσης είναι ενδεικτικές των παραγόντων που επιδρούν στη λήψη τέτοιων αποφάσεων και στην προετοιμασία του εδάφους στην κοινωνία.
Αναλύοντας σε βάθος τον τρόπο, τα μέσα και τα δημοσιεύματα που χρησιμοποιούνται, στην αντιπαράθεση για τις ελληνικές φρεγάτες, σχηματίζεται η εικόνα πολέμου προπαγάνδας, με πρακτικές που καταδεικνύουν οργάνωση, στρατηγική και στόχευση.
Επίσης, πρόκειται για την πρώτη μεγάλη προμήθεια μετά τα υποβρύχια 214, για οποία καταδικάστηκε ο Άκης Τσοχατζόπουλος και τα οποία εν τέλει προσφέρουν στρατηγικό πλεονέκτημα στην Ελλάδα απέναντι στην Τουρκία. Η διαφορά, όμως, είναι ότι στην προηγούμενη παραγγελία, η αντιπαράθεση περιορίζονταν στα ειδικά media και στις σελίδες του αμυντικού ρεπορτάζ στις μεγάλες εφημερίδες. Σήμερα, το πεδίο της συζήτησης είναι πολύ ευρύτερο. Τα πολλά media, ο ρόλος των κοινωνικών δικτύων και οι νέες στρατηγικές στη διαμόρφωση της κοινής γνώμης, αλλάζουν εντελώς τα δεδομένα.
Έτσι τα budget των αμυντικών βιομηχανικών για lobbying που προορίζονταν για πολιτικούς και δημοσιογράφους, τότε, σήμερα κατανέμονται σε πολύ περισσότερους παράγοντες και όχι πάντα της “πρώτης γραμμής”. Η διαμόρφωση δικτύων επηρεασμού της κοινής γνώμης δεν είναι πλέον υπόθεση μόνο των media, αλλά και -ή ακόμα και κυρίως πολλές φορές- των infuencers. Από τη στιγμή που το κοινό έχει διευρυνθεί και η δυνατότητα άσκησης πίεσης στην πολιτική εξουσία έχει διαφοροποιηθεί επίσης. Οι όροι αγοράς εξοπλισμών προσομοιάζουν σε αυτούς της αγοράς καταναλωτικών αγαθών.
Προφίλ μεγάλης επιρροής, μαζικές αντιδράσεις, τακτικές υβριδικού πολέμου, επιχειρήσεις προπαγάνδας που περιλαμβάνουν από unboxing (ναι uboxing) μέχρι smearing campaigns κατά οπλικών συστημάτων, εντάσσονται πολλές φορές στο “οπλοστάσιο” της αμυντικής βιομηχανίας. Οι έμποροι εξοπλισμών διαθέτουν κεφάλαια και τεχνογνωσία εξειδικευμένες επιχειρήσεις επηρεασμού.
Από τη μια πλευρά η γαλλική NAVAL και από την άλλη η αμερικανική Lockheed Martin. Στη μέση ναυπηγεία, εργατικά σωματεία, απόστρατοι, ειδικοί σύμβουλοι, γεωπολιτικοί και στρατιωτικοί αναλυτές. Πρόκειται για σύγκρουση γιγάντων, που θα μπορούσε να λάβει απρόβλεπτες διαστάσεις.
Τί συνέβη
Η ελληνική κυβέρνηση βρισκόταν σε πολύ προχωρημένες συζητήσεις με τη NAVAL για τη διαμόρφωση και αγορά δύο φρεγατών Belh@rra. Οι συζητήσεις όμως κατέρρευσαν τον Ιούλιο. Επισήμως, η αιτιολογία που δόθηκε ήταν το μεγάλο κόστος και η αδυναμία της Γαλλίας να βρει λύσεις για να καλύψει το μεσοδιάστημα της κατασκευής των πλοίων. Στα social media οργίασαν οι φήμες για πολιτικές παρεμβάσεις από Γερμανία και ΗΠΑ. Η αλήθεια, θα μπορούσε να βρίσκεται στη μέση.
Ήδη, πριν την κατάρρευση των συνομιλιών μ ε τους Γάλλους, η φημολογία γοα την αγορά των αμερικανικών MMSC ήταν έντονη. Μετά την αποτυχία συνεννόησης με τη NAVAL, το deal με τις ΗΠΑ έλαβε ανανεωμένη δυναμική με τις ανακοινώσεις του Κυριάκου Μητσοτάκη στη ΔΕΘ, ενώ φαίνεται ότι κλείδωσε με την επίσκεψη του Μάικ Πομπέο στην Ελλάδα.
Για λίγο, συζητήθηκαν, στη δημόσια σφαίρα, και άλλες λύσεις.
Η σύγκρουση
Η αντιπαράθεση εστιάζεται στις ικανότητες των πλοίων MMSC που θα παραγγείλει η Ελλάδα από τις ΗΠΑ, έναντι των Belh@rra που ήταν να παραγγείλει από τη Γαλλία.
Αυτό που διαπιστώνεται όμως, μέσα από δημοσιεύματα και αντιδημοσιεύματα και μπαράζ αναρτήσεων, είναι ότι μεγάλο μέρος της διαδικτυακής κοινής γνώμης ασχολείται ενεργά με τους εξοπλισμούς. Πρόκειται κυρίως για απόστρατους, αλλά δεν περιορίζεται σε αυτούς. Το κοινό για τέτοιες δημοσιεύσεις είναι μεγάλο και διαφοροποιημένο, γνωσιακά, σε εύρος και βάθος. Υπάρχουν πάντα, βέβαια, υπερ-εθνικόφρονες, θερμοκέφαλοι και επιθετικοί. Ωστόσο, η συζήτηση, δεν διεξάγεται πάντα με όρους στείρας αντιπαράθεσης. Υπάρχουν θέσεις και απόψεις αρκετά εμπεριστατωμένες και άλλες διεξοδικά αναλυτικές.
Βέβαια, η πλειονότητα των κειμένων σε ιστοσελίδες και social media επικεντρώνονται στα οπλικά συστήματα. Ελάχιστες είναι οι αναφορές στη διπλωματία των εξοπλισμών, τη γεωπολιτική και τη γεωοικονομία. Η προσέγγιση του ζητήματος από τακτική σκοπιά, φωτίζει μεν αποτελεσματικά κάποιες πτυχές, καταδικάζει άλλες όμως στη “σκοτεινή πλευρά του φεγγαριού”.
Η άλλη… διάσταση
Οι εξοπλισμοί όμως ποτέ δεν αποφασίζονταν με όρους πεδίου μάχης αποκλειστικά, αλλά με γνώμονα την εξασφάλιση των αναγκαίων γεωπολιτικών ισορροπιών για την αποφυγή μιας τέτοιας αντιπαράθεσης. Η αποτρεπτική ισχύς των ενόπλων δυνάμεων της Ελλάδας είναι διαχρονικά καθοριστικός παράγοντας, ωστόσο δεν είναι αυτόνομος. Η λειτουργία των όπλων, η αγορά πυρομαχικών και η δυνατότητα μιας χώρας όπως η Ελλάδα να ενεργήσει, ήταν πάντα αποτέλεσμα πολυδιεργασίας.
Στο μεταξύ η ελληνική κυβέρνηση, σε μια προσπάθεια να κρατήσει τις ισορροπίες με τη Γαλλία και επιζητώντας άμεσες λύσεις για την ενίσχυση της στρατηγικής ισχύος της χώρας, συμφώνησε για την αγορά γαλλικών μαχητικών αεροσκαφών Rafale, ύψους 2,4 δισ. ευρώ.
Για το Πολεμικό Ναυτικό, το budget των 5 δισ. περίπου, αποφασίστηκε να διοχετευθεί στις ΗΠΑ, μέσω διακρατικής συμφωνίας για την αγορά φρεγατών πολλαπλού ρόλου, τύπου MMSC και τον εκσυγχρονισμό των ήδη υπαρχόντων, γερμανικής προέλευσης ΜΕΚΟ. Επίσης, δόθηκε το πράσινο φως για την παραγγελία και εκσυγχρονισμό τορπιλών.
Το κόστος
Ο Βασίλης Νέδος στην “Καθημερινή” αναφέρει, μεταξύ άλλων:
Με δεδομένη την παράλληλη ναυπήγηση τεσσάρων φρεγατών τύπου MMSC και την αναβάθμιση των τεσσάρων ΜΕΚΟ, πρακτικά θα δημιουργηθεί ομοιοτυπία και οικονομίες κλίμακος, καθώς συνολικά οκτώ μονάδες του Π.Ν. θα έχουν κοινές υποδομές υποστήριξης. Το κόστος για τις τέσσερις νέες φρεγάτες υπολογίζεται στα 4 δισ., ενώ η αναβάθμιση των ΜΕΚΟ μαζί με το πλοίο ενδιάμεσης λύσης αθροιστικά περίπου στο 1 δισ. Ως προς το πλοίο ενδιάμεσης λύσης, πέρα από την υφιστάμενη παραφιλολογία, δεν υπάρχει κάποια οριστική πρόταση, αν και οι λύσεις είναι προφανείς, ανάμεσα σε αντιτορπιλικά Arleigh Burke, τα παλιά καταδρομικά Ticonderoga και τις πρώτες φρεγάτες τύπου LCS. Σημειώνεται ότι βασικό χαρακτηριστικό της εισήγησης του ΑΝΣ είναι η διάσωση των ναυπηγείων, καθώς υφίσταται αμερικανικό ενδιαφέρον γι’ αυτά.
Επίσης, απαντώντας, εμμέσως, στην κριτική που γίνεται στις αμερικανικής προέλευσης φρεγάτες, αναφέρει:
Το σχέδιο αυτό ουσιαστικά οδηγεί σε ένα νέο Π.Ν. με ορίζοντα το 2030, που αν συνδυαστεί με προμήθειες, όπως αυτή των ελικοπτέρων ανθυποβρυχιακού πολέμου τύπου MH-60R, θα είναι κυρίως αμερικανικό. Η πρόταση του ΑΝΣ συγκεντρώνει κάποια κριτική, καθώς αρκετοί ειδικοί στις ΗΠΑ είχαν επικρίνει τον προγενέστερο τύπο των MMSC (LCS) για ορισμένα προβλήματα. Ως σημαντικότερο ιεραρχούν τον τύπο του ραντάρ που φέρουν, το οποίο θα είναι βεβαίως πολύ πιο προηγμένο από οτιδήποτε διαθέτει το Π.Ν., αλλά όχι το άλμα προς τα εμπρός που παρέχει ένα σταθερής διάταξης σύστημα.
Ενώ καταλήγοντας, στο άρθρο της “Καθημερινής” αναφέρεται ότι:
Ο ειδικός Τύπος των ΗΠΑ έχει επίσης ασκήσει κριτική για τα προβλήματα που είχε παρουσιάσει το σύστημα πρόωσης, με βάση τις τουρμπίνες hydrojet που φέρουν οι LCS (παρόμοιας τεχνολογίας τουρμπίνες φέρουν και φρεγάτες άλλων χωρών, δίχως όμως τα συγκεκριμένα προβλήματα). Ενστάσεις είχαν εγερθεί και σχετικά με το υλικό κατασκευής τμημάτων του πλοίου. Στην εισήγηση του ΑΝΣ, πάντως, εκτιμάται ότι η τελική διαμόρφωση του νέου πλοίου μπορεί να έχει ολοκληρωθεί εντός της άνοιξης του 2021, δίχως περαιτέρω επιβάρυνση του προϋπολογισμού.