Με διαδικασίες fast track επιχειρεί ο Ντόναλντ Τραμπ να καλύψει τη θέση της Ruth Bader Ginsburg, εντείνοντας την πόλωση στο πολιτικό σκηνικό. Στόχος του προέδρου των ΗΠΑ είναι να κινητοποιήσει αποστασιοποιημένες συντηρητικές κοινότητες να τον ψηφίσουν στις επικείμενες εκλογές.
Η επιλογή της 48χρονης Amy Coney Barrett (Έιμι Κόνεϊ Μπάρετ), που είναι το εκ διαμέτρου αντίθετο της RBG, δεν είναι τυχαία. Η Μπάρετ είναι κατά των αμβλώσεων, υπερσυντηρητική και έχει πολλά χρόνια μπροστά της, καθώς η θέση στο Ανώτατο Δικαστήριο είναι ισόβια. Επίσης, εφόσον ψηφιστεί, ο Τραμπ θα έχει διορίσει τους 3 από τους 9 δικαστές του Ανωτάτου Δικαστηρίου, κάτι που έχει να συμβεί από την περίοδο του Ντόναλντ Ρήγκαν.
Μετά τον διορισμό της Amy Coney Barrett, οι Ρεπουμπλικάνοι θα διαθέτουν άνετη πλειοψηφία 6-3 στο Ανώτατο Δικαστήριο της χώρας, γεγονός που τους δίνει τη δυνατότητα να καθορίσουν την πορεία της χώρας σε μείζονα εσωτερικά ζητήματα για αρκετά χρόνια. Είναι λοιπόν προφανές, ότι η πορεία συντηρητικοποίησης των ΗΠΑ έχει μόλις ξεκινήσει.
Άμεσα, μάλιστα, αναμένεται το ξήλωμα του συστήματος κοινωνικής ασφάλισης και υποτυπώδους Δημόσιας Υγείας που έστησε ο Μπαράκ Ομπάμα, καθώς η υπόθεση θα συζητηθεί στο Ανώτατο Δικαστήριο τον Νοέμβριο.
Εφόσον ψηφιστεί η Μπάρετ, ο Τραμπ θα έχει διορίσει τους 3 από τους 9 δικαστές του Ανωτάτου Δικαστηρίου
Ο Ντόναλντ Τραμπ, σε μια προσπάθεια να πείσει για την επιλογή του, υποστήριξε ότι τα επόμενα χρόνια θα δεχθούν επίθεση το δικαίωμα στην οπλοκατοχή και τη… θρησκευτική ελευθερία.
Τούτων δοθέντων, είναι σαφές ότι η επιλογή Barrett είναι μια άκρως μικροπολιτική απόφαση, με γνώμονα την κινητοποίηση των υπερσυντηρητικών Ρεπουμπλικανών στις επικείμενες εκλογές και την εδραίωση των συντηρητικών στο Ανώτατο Δικαστήριο.
Αξίζει τέλος να σημειωθεί ότι οι Ρεπουμπλικάνοι είχαν μπλοκάρει το 2016 τον διορισμό υποψηφίου του Μπαράκ Ομπάμα για το Ανώτατο Δικαστήριο, υποστηρίζοντας τότε ότι ήταν εκλογικό έτος.