Δυναμική τεκτονικών αλλαγών έχει πλέον δημιουργηθεί στο ελληνικό τραπεζικό σύστημα, καθώς οι τραπεζίτες καθώς ολοκληρώνουν το turn arround, επιζητούν μεγαλύτερη ευελιξία και αυτονομία. Η σύγκρουση τραπεζιτών με τους επόπτες και τους “δυνάστες” τους φαίνεται αναπόδραστη, τουλάχιστον σε αυτή τη φάση.
Οι σχέσεις των τραπεζιτών με τη διοίκηση του Ταμείου Χρηματοπιστωτικής Σταθερότητας έχουν από καιρό διαρραγεί. Δεν είναι όμως το μόνο πεδίο αντιπαράθεσης. Εσχάτως, έχουν ενταθεί οι τριβές στις σχέσεις των τραπεζιτών με τον Γιάννη Στουρνάρα. Αντιθέτως, σε καλό επίπεδο φαίνεται ότι βρίσκεται η συνεργασία των ιθυνόντων των τραπεζών, με τον καθ΄ύλην αρμόδιο υφυπουργό Οικονομικών, Γιώργο Ζαββό.
Οι προστριβές αντικατοπτρίζονται σε σειρά ζητημάτων, από τον ορισμό των διοικητικών συμβουλίων, παλαιότερα, μέχρι τα νομοσχέδια που αφορούν άμεσα ή επηρεάζουν τις τράπεζες.
Η Τράπεζα της Ελλάδος, φαίνεται να αξιοποιεί το δίαυλο που διαθέτει με το Μέγαρο Μαξίμου παρεμβαίνοντας άμεσα στη σχεδίαση των νομοθετικών πρωτοβουλιών. Τα ζητήματα που ανέκυψαν, τώρα, με τον νέο πτωχευτικό νόμο και η επιστολή του κεντρικού τραπεζίτη, Γιάννη Στουρνάρα στον πρόεδρο της Ένωσης Ελληνικών Τραπεζών, Γιώργο Χατζηνικολάου, είναι ενδεικτικά, της ελλιπούς και κακής ποιότητας επικοινωνίας σε θεσμικό επίπεδο.
Τα προβλήματα αυτά, όμως, δεν είναι τα μόνα ή τα πρώτα. Οι τραπεζίτες αντιδρούν, οι περισσότεροι τουλάχιστον, στις παρελκυστικές πρωτοβουλίες του Γιάννη Στουρνάρα έναντι του “Ηρακλή”, ζήτημα που έχει προκαλέσει τριβές. Επίσης, προστριβές υπάρχουν και αναφορικά με τον τρόπο που κινείται και χειρίζεται την εξουσία και επιρροή του το ΤΧΣ. Οι σχέσεις φαίνεται να έχουν ομαλοποιηθεί, μετά τις τελευταίες διοικητικές ανακατατάξεις στην Εθνική, εστίες υφίστανται όμως σε άλλες δύο τράπεζες.
Έρχονται ανατροπές
Παράλληλα, σειρά ζητημάτων που βρίσκονταν σε διαδικασία επώασης, φαίνεται να έχουν ωριμάσει ακόμα και βίαια και πλέον επιζητείται επιτακτικά η εμπέδωσή τους.
Από την πλευρά των τραπεζιτών, κεντρικό ζήτημα είναι η αναμόρφωση του πλαισίου λειτουργίας των τραπεζών, με την ενίσχυση της ευελιξίας και της αυτονομίας, τόσο σε επίπεδο οργανισμών όσο και στελεχών. Εκ πρώτης όψεως οι έννοιες αυτές φαίνονται αρκετά ασαφείς. Ωστόσο, μια πιο προσεκτική ανάλυση της συγκυρίας μπορεί να συμβάλλει στην καλύτερη κατανόηση των εξελίξεων.
Ο ρόλος του ΤΧΣ, ο πτωχευτικός νόμος, ο αναβαλλόμενος φόρος και οι προϋποθέσεις για στελέχωση των διοικητικών συμβουλίων, αποτελούν τα μείζονα ζητήματα της περιόδου.
Καθώς όμως ο χρόνος κυλά, ο κορονοϊός επιμένει και το “λίπος” εξαντλείται, οι προκλήσεις είναι πιθανότερο να γιγαντωθούν, παρά να υποχωρήσουν, καθώς οι τράπεζες θα βρίσκονται για παρατεταμένο χρονικό διάστημα σε δίνη υψηλού ρίσκου.
Η 7η έκθεση της Κομισιόν
Στην έκθεση για την 7η αξιολόγηση σε καθεστώς ενισχυμένης εποπτείας, τα στελέχη της Ευρωπαϊκής Επιτροπής εμφανίζονται ανήσυχα για το μέλλον των εμπορικών τραπεζών. Συγκεκριμένα, τονίζεται η χαμηλή κερδοφορία σε συνδυασμό με το κόστος των επικείμενων τιτλοποιήσεων για την μείωση των κόκκινων δανείων που ενδέχεται να δημιουργηθούν προκλήσεις για την κεφαλαιακή θέση των τραπεζών στο εγγύς μέλλον. Με άλλα λόγια η ΕΕ θεωρεί πιθανή μια νέα ανακεφαλαιοποίηση των εμπορικών τραπεζών.
Ειδικότερα, ο δείκτης κεφαλαιακής επάρκειας (Core Tier 1) σε ενοποιημένη βάση μειώθηκε από το 15,9% των σταθμισμένων κινδύνων με περιουσιακά στοιχεία στο τέλος του 2019, στο 14,6% μετά το πρώτο τρίμηνο του 2020.
Επίσης, τονίζεται ότι η ήδη ισχνή κερδοφορία των ελληνικών εμπορικών τραπεζών θα βρεθεί υπό πίεση από τις κεφαλαιακές απώλειες που θα έχουν από την διαχείριση των κόκκινων δανείων, τα οποία όσο βρίσκονται στα βιβλία τους επηρεάζουν τα κέρδη από τόκους ενώ μέσω της ενεργής διαχείρισης μειώνουν και τα εποπτικά κεφάλαια. Μάλιστα γίνεται η πρόβλεψη ότι τα προ φόρων κέρδη των τραπεζών το πρώτο τρίμηνο του 2020 θα είναι μειωμένα κατά 87% σε σύγκριση με το ίδιο διάστημα του 2019.
Σημειώνεται, επίσης ότι η ποιότητα του κεφαλαίου των τραπεζών παραμένει χαμηλή, λόγω του μεγάλου ποσού αναβαλλόμενων φόρων που αντιπροσωπεύουν σημαντικό μέρος των κοινών ιδίων κεφαλαίων των τραπεζών Core Tier 1 (15,5 δισεκατομμύρια ευρώ ή 60,4% του συνόλου από τον Μάρτιο του 2020). Αυτό το μερίδιο κινδυνεύει να αυξηθεί περαιτέρω στο εγγύς μέλλον, καθώς το συνολικό κεφάλαιο των τραπεζών θα πρέπει να αναλάβει το κόστος στις επερχόμενες τιτλοποιήσεις μη εξυπηρετούμενων δανείων.
Ο ρόλος του ΤΧΣ
Στην έκθεσή της, η Κομισιόν, αναφέρεται επιγραμματικά στο ρόλο και τη συνεισφορά του ΤΧΣ στην ενίσχυση της κεφαλαιακής βάσης του ελληνικού τραπεζικού συστήματος. Παράλληλα, γίνεται αναφορά και στο νόμο που ψηφίστηκε για την προστασία των δικαιωμάτων του Ταμείο σε ενδεχόμενη εξαγορά ή είσοδο επενδυτών.
Η παράγραφος αυτή, καταδεικνύει τις εδραιωμένες σχέσεις της διοίκησης του ΤΧΣ με τους ευρωπαϊκού θεσμούς, με ό,τι αυτό συνεπάγεται για την διελκυστίνδα που έχει στηθεί στο εσωτερικό.
Ο νέος πτωχευτικός και η παρέμβαση Στουρνάρα
Ο νέος πτωχευτικός νόμος έχει προκαλέσει τις αντιδράσεις των τραπεζιτών. Μάλιστα, η Ελληνική Ένωση Τραπεζών ζήτησε από την Deloitte μία μελέτη για τις επιπτώσεις του νέου πλαισίου στα δανειακά τους χαρτοφυλάκια και τα αποτελέσματά της ήταν ανησυχητικά.
Από την άλλη πλευρά, ο Γιάννης Στουρνάρας χαρακτήρισε δημοσίως υπερβολικές τις εκτιμήσεις των τραπεζών για αύξηση των κόκκινων δανείων έως και κατά 10 δισ. ευρώ, ως απόρροια της στρέβλωσης της συναλλακτικής κουλτούρας από την εφαρμογή του νέου πτωχευτικού κώδικα.
Η κυβέρνηση έθεσε σε δημόσια διαβούλευση αυτό το μήνα το σχετικό νομοσχέδιο και αναμένεται να το καταθέσει, κατά πάσα πιθανότητα με ορισμένες τροποποιήσεις, προς ψήφιση στη Βουλή τις επόμενες εβδομάδες.
Ο κεντρικός τραπεζίτης απαντώντας και θεσμικά στις ενστάσεις των τραπεζιτών, αναφέρει σε επιστολή του προς την Ένωση Ελληνικών Τραπεζών, ότι πολλά από τα ζητήματα που τίθενται έχουν διευθετηθεί, ενώ τους συμβουλεύει να αναμένουν την τελική version του νόμου.
Η έκθεση της DBRS
Ο αντίκτυπος της επιδείνωσης του λειτουργικού περιβάλλοντος καθώς και οι μακροοικονομικές προκλήσεις γύρω από την ελληνική οικονομία λόγω της πανδημίας, είναι ήδη εμφανής στις οικονομικές καταστάσεις των τεσσάρων συστημικών τραπεζών, σύμφωνα με τον οίκο αξιολόγησης DBRS.
Στα αποτελέσματα εξαμήνου τα παραπάνω έγιναν εμφανή μέσω των υψηλότερων επιπέδων επισφαλειών. Οι δείκτες ποιότητας περιουσιακών στοιχείων παρέμειναν σχετικά ανεπηρέαστοι, αντικατοπτρίζοντας σε μεγάλο βαθμό τα διάφορα μέτρα δημοσιονομικής και χρηματοδοτικής στήριξης που έχουν τεθεί σε εφαρμογή, καθώς και την κατάλληλη εποπτική αντιμετώπιση των δανειοληπτών που επηρεάζονται από την πανδημία. Ωστόσο, τα εγχώρια δάνεια ύψους 18 δισ. ευρώ που είναι σε μορατόρια δημιουργούν δυνητικούς κινδύνους για τις τράπεζες, δεδομένης της αβεβαιότητας σχετικά με την απόδοση αυτών των δανείων μόλις λήξουν.