Νέα μηνύματα που επαναπροσδιορίζουν τη βάση συζήτησης με την Τουρκία, στέλνει ο Έλληνας πρωθυπουργός, Κυριάκος Μητσοτάκης, με άρθρο που δημοσίευσε στο Time, την Frankfurter Allgemeine Zeitung, και τη Le Monde.
Το άρθρο έρχεται πριν τη συνάντησή του Κυριάκου Μητσοτάκη με τον Εμάνουελ Μακρόν, στο πλαίσιο της οποίας θα συζητηθούν τα εξοπλιστικά. Στόχος της δημόσια παρέμβασης του Έλληνα πρωθυπουργού είναι όχι μόνο να στείλει μηνύματα σε υψηλό πολιτικό επίπεδο, αλλά να αλλάξει και τη δυναμική που έχει δημιουργήσει η τουρκική προπαγάνδα στην ευρωπαϊκή κοινή γνώμη και το lobbying στους διπλωματικούς κύκλους.
Τα μηνύματα που στέλνει ο Έλληνας πρωθυπουργός δεν έχουν παραλήπτες όμως μόνο στην Ευρώπη, αλλά και στην Άγκυρα, ενώ φαίνεται να απαντά και στο κλίμα που επικρατεί στους κόλπους της ευρωπαϊκής διπλωματίας για τη συγκρουσιακή ροπή της Ελλάδας. Επίσης, ο Κυριάκος Μητσοτάκης, θέτει ξεκάθαρα την ελληνική διαπραγματευτική θέση, αναφερόμενος στην περιοχή που πραγματοποιεί έρευνες το Oruc Reis, υπερβαίνοντας στερεότυπα:
(…)τόσο η Ελλάδα όσο και η Τουρκία διεκδικούν δικαιώματα και η οποία δεν έχει ακόμη οριοθετηθεί.
Η διατύπωση αυτή, σηματοδοτεί έναν ρητορικό αποπληθωρισμό, μια τάση συζήτησης επί ίσοις όροις και όχι με τη λογική του απριόρι ιδιοκτήτη, στην οποία αντιδρούσε η Τουρκία. Πρόκειται για μια “απόχρωση” η οποία όμως μπορεί να αποδειχθεί κρίσιμη.
Η κίνηση αυτή εντάσσεται στο πλαίσιο της δημόσιας διπλωματίας, όπως την περιέγραφε σε πρόσφατο άρθρο του ο Αλέξης Παπαχελάς. Η επιλογή του δημόσιου διαύλου είναι αποτέλεσμα της έλλειψης εμπιστοσύνης μεταξύ των δύο πλευρών και αποτελεί μια συνειδητή προσπάθεια για να σπάσει ο φαύλος κύκλος της έντασης, που έχει οδηγήσει τις δύο χώρες στην “παγίδα του Χομπς”.
Μηνύματα και υπομνήσεις
Το κεντρικό μήνυμα του Κυριάκου Μητσοτάκη προς την ΕΕ είναι ότι αν επιθυμεί μια λειτουργική σχέση με την Τουρκία αυτή δεν μπορεί να προέλθει μέσα από την πολιτική του κατευνασμού, γιατί κάτι τέτοιο δεν θα είναι βιώσιμο.
Απέναντι στην Άγκυρα, δηλώνει έτοιμος να παίξει το ρόλο γέφυρας και να στηρίξει πρωτοβουλίες, τις οποίες δεν κατονομάζει. Τα ανοιχτά ζητήματα της ΕΕ με την Τουρκία είναι η επικαιροποίηση της τελωνειακής ένωσης και η φιλελευθεροποίηση της βίζα. Για τα διμερή, δηλώνει έτοιμος για προσφυγή στη Χάγη, που αποτελεί και μήνυμα προς εταίρους και συμμάχους.
«Εάν η Τουρκία επέλεγε τη γέφυρα, πιστεύω ότι ο Πρόεδρος Ερντογάν θα εξακολουθούσε να έχει τη δυνατότητα να επιτύχει μια φιλόδοξη, μακρόπνοη συμφωνία με την ΕΕ, η οποία θα ήταν προς όφελος όλων. Οι διαφορές δεν επιλύονται με βία, τεχνάσματα ή χειραγώγηση, αλλά ειρηνικά και μέσω αμοιβαίου σεβασμού και αμοιβαίας κατανόησης. Δεν χρειάζεται να είναι έτσι η κατάσταση. Η λύση είναι απλή. Καθόμαστε. Συζητάμε τις διαφορές μας. Και προσπαθούμε να καταλήξουμε σε συμφωνία. Αν δεν τα καταφέρουμε, τότε θα αφήσουμε το Διεθνές Δικαστήριο να αποφανθεί. Τι έχει άλλωστε να φοβηθεί η Άγκυρα από το κράτος δικαίου;»,
αναφέρει ο πρωθυπουργός.
…παρασκήνιο
Παράλληλα, ο κ. Μητσοτάκης αναφέρεται και στη συνάντηση στο Βερολίνο και στην υπαναχώρηση της Τουρκίας από όσα συμφωνήθηκαν.
«Στη διάρκεια όλων αυτών έχω παραμείνει ανοικτός στον διάλογο. Όταν το Βερολίνο προσφέρθηκε να μεσολαβήσει, καθίσαμε καλόπιστα για να προσπαθήσουμε να βρούμε κοινό έδαφος. Καταφέραμε ακόμη και να καταλήξουμε σε «έγγραφη συμφωνία». Το αποτέλεσμα ήταν να αποσυρθεί τελικά η Τουρκία, αποκαλύπτοντας ανεπίσημες αλλά απόρρητες συζητήσεις. Οι ελπίδες που συνεχίζω να τρέφω για την Τουρκία δεν μου αποκρύπτουν την πραγματικότητα. Χρειαζόμαστε διάλογο, αλλά όχι υπό το καθεστώς εκβιασμού».
Το μέρος αυτό, το περιλαμβάνει για να αποδείξει στην ευρωπαϊκή διπλωματία και την κοινή γνώμη, ότι το κακόπιστο μέρος είναι η Τουρκία. Από την άλλη πλευρά, καταδεικνύει ότι η Ελλάδα έχει κάνει τα απαραίτητα για να είναι σε θέση να ζητά από τους εταίρους να πράξουν τα δέοντα, όσον αφορά στις κυρώσεις.
timeline
Μιλώντας για την πρώτη συνάντηση που είχε με τον Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν και στην τροπή που έχουν πάρει τα πράγματα σε αυτό τον ένα χρόνο, ο κ. Μητσοτάκης σημειώνει:
«Οταν συναντηθήκαμε το περασμένο φθινόπωρο, είπα στον Πρόεδρο Ερντογάν ότι είμαστε προορισμένοι να είμαστε γείτονες λόγω της γεωγραφικής μας θέσης, και ως τέτοιοι πρέπει να συνυπάρχουμε, να ζούμε ειρηνικά ο ένας δίπλα στον άλλο. Προσπάθησα επισταμένως να τείνω χείρα φιλίας και συνεργασίας. Μίλησα για ανοιχτό διάλογο, για επιθυμία προόδου και για τη βούλησή μου να ενεργήσω για το χτίσιμο γέφυρας της Τουρκίας με την Ευρώπη. Δυστυχώς, τα πράγματα πήραν άλλη τροπή. Μετά την πρώτη εκείνη συνάντηση, η Τουρκία εμφανίζεται λιγότερο ως εταίρος και περισσότερο ως προβοκάτορας»..
Οι αναφορές αυτές είναι γενικόλογες και περιλαμβάνονται στο άνοιγμα του άρθρου. Ως εκ τούτου δεν έχουν να προσδώσουν κάτι, αλλά καταδεικνύουν τη βάση, σκιαγραφώντας και την απόσταση που διανύει η Ελλάδα προκειμένου να βρεθεί λύση. Η διάρθρωση των διπλωματικών μηνυμάτων, είθισται, να κινείται με βάση παραγωγική λογική, που συνεπάγεται ότι το συμπέρασμα, άρα και το μήνυμα βρίσκεται στην κατακλείδα.
«Η ρητορική της Τουρκίας ανήκει σε μια περασμένη εποχή. Μιλάει για εχθρούς, μάρτυρες, αγώνα και προθυμία να καταβάλει οποιοδήποτε τίμημα. Αυτή είναι η γλώσσα και η συμπεριφορά μιας υποψήφιας προς ένταξη χώρας, η οποία απειλεί όχι μόνο δύο κράτη μέλη της Ευρωπαϊκής Ένωσης, την Ελλάδα και την Κύπρο, αλλά και την ίδια την ΕΕ, γεγονός που προβληματίζει σοβαρά τα κράτη μέλη»,
προσθέτει ο πρωθυπουργός.
Η αναφορά στη ρητορική της Τουρκίας και ιδιαίτερα στη λέξη “μάρτυρες” έχει συγκεκριμένο στόχο να ενεργοποιήσει τα συντηρητικά αντανακλαστικά στην ευρωπαϊκή κοινή γνώμη. Ενώ η “προθυμία να καταβάλλει οποιοδήποτε τίμημα”, φαίνεται να καταδεικνύει προετοιμασία της Άγκυρας για κυρώσεις, καθώς αποτελεί αποστροφή δηλώσεων του Ταγίπ Ερντογάν, που έχει επισημανθεί στην ΕΕ.
Μετάφραση του άρθρου του Κυριάκου Μητσοτάκη
Στην προσπάθειά τους να προβλέψουν το μέλλον, οι πολιτικοί επιστήμονες συχνά στρέφονται στο παρελθόν, στην κοινή ιστορία. Η σχέση μεταξύ της χώρας μου, της Ελλάδας, και της γειτονικής Τουρκίας δεν αποτελεί εξαίρεση. Η ιστορία μάς διδάσκει ότι υπάρχουν λόγοι αισιοδοξίας αλλά και τομείς βαθιάς ανησυχίας. Σήμερα το ερώτημα σχετικά με το τι επιφυλάσσει το μέλλον – σύγκρουση ή συνεργασία – αποκτά μεγαλύτερη σημασία από ποτέ.
Όταν ανέλαβα πρωθυπουργός πέρυσι τον Ιούλιο, ήμουν συγκρατημένα αισιόδοξος. Δεν υπήρχε κανένας λόγος να πιστεύω ότι η Ελλάδα και η Τουρκία δεν θα μπορούσαν να είναι φίλες χώρες. Εξάλλου, πολλοί από τους προκατόχους μου είχαν καταφέρει να υπερβούν φαινομενικά ανυπέρβλητα εμπόδια. Ηγέτες όπως ο Ελευθέριος Βενιζέλος, θείος του πατέρα μου, ο οποίος υπέγραψε συμφωνία ειρήνης και φιλίας με τον Κεμάλ Ατατούρκ το 1930. Φυσικά, έκτοτε έχουν υπάρξει εντάσεις, όμως οι καλές μέρες ήταν πολύ περισσότερες από τις κακές.
Όταν συναντηθήκαμε το περασμένο φθινόπωρο, είπα στον Πρόεδρο Ερντογάν ότι είμαστε προορισμένοι να είμαστε γείτονες λόγω της γεωγραφικής μας θέσης, και ως τέτοιοι πρέπει να συνυπάρχουμε, να ζούμε ειρηνικά ο ένας δίπλα στον άλλο. Προσπάθησα επισταμένως να τείνω χείρα φιλίας και συνεργασίας. Μίλησα για ανοιχτό διάλογο, για επιθυμία προόδου και για τη βούλησή μου να ενεργήσω για το χτίσιμο γέφυρας της Τουρκίας με την Ευρώπη.
Δυστυχώς, τα πράγματα πήραν άλλη τροπή. Μετά την πρώτη εκείνη συνάντηση, η Τουρκία εμφανίζεται λιγότερο ως εταίρος και περισσότερο ως προβοκάτορας. Στα τέλη του προηγούμενου έτους, ο Πρόεδρος Ερντογάν υπέγραψε παράνομη συμφωνία οριοθέτησης θαλασσίων συνόρων με μια από τις πλευρές του αιματηρού εμφυλίου πολέμου της Λιβύης. Δεδομένου ότι η Τουρκία και η Λιβύη δεν έχουν αντικείμενες ή παρακείμενες ακτές, η συμφωνία κηρύχθηκε άκυρη από το μεγαλύτερο μέρος της διεθνούς κοινότητας και των νομικών εμπειρογνωμόνων και θεωρήθηκε ότι παραβιάζει κυριαρχικά δικαιώματα τρίτων χωρών, συμπεριλαμβανομένης της Ελλάδας.
Τον Μάρτιο, η Τουρκία προέβη σε συντονισμένες κινήσεις προκειμένου να παροτρύνει και να διευκολύνει προσπάθειες απεγνωσμένων μεταναστών να διασχίσουν τα σύνορα της Ελλάδας. Υπερασπιστήκαμε τα σύνορά μας με την υποστήριξη των εταίρων μας στην ΕΕ. Το συλλογικό μας μήνυμα ήταν σαφές – τα σύνορα της Ελλάδας είναι σύνορα της ΕΕ και θα τα προστατεύσουμε.
Και φέτος το καλοκαίρι, αντιδρώντας στην υπογραφή μιας μακροχρόνιας, νόμιμης και διεθνώς αναγνωρισμένης συμφωνίας οριοθέτησης θαλασσίων συνόρων μεταξύ Ελλάδας και Αιγύπτου, ο Πρόεδρος Ερντογάν έστειλε το πολεμικό ναυτικό του για να στηρίξει μια προσπάθεια εξερεύνησης κοιτασμάτων φυσικού αερίου σε περιοχή της Ανατολικής Μεσογείου στην οποία τόσο η Ελλάδα όσο και η Τουρκία διεκδικούν δικαιώματα και η οποία δεν έχει ακόμη οριοθετηθεί. Σύμφωνα με τη Σύμβαση των Ηνωμένων Εθνών για το δίκαιο της θάλασσας, επρόκειτο για μονομερή πράξη κατά παράβαση του διεθνούς δικαίου.
Η Ελλάδα δεν έχει επιδιώξει ποτέ ούτε πρόκειται να επιδιώξει την κλιμάκωση αυτών των εντάσεων, ανεξαρτήτως των προκλήσεων. Αλλά η αρχικά δυσάρεστη πολιτική εντυπώσεων έχει εξελιχθεί αναμφισβήτητα σε απειλητική στάση τις τελευταίες εβδομάδες. Κάθε μέρα που περνάει, η τουρκική κυβέρνηση παρουσιάζει έναν νέο ψευδή ισχυρισμό ή διαδίδει ένα νέο ψέμα. Πολεμοχαρής γλώσσα, εθνικιστική προπαγάνδα, επιθετικός μιλιταρισμός, αγορά οπλικών συστημάτων από τη Ρωσία που αποτελούν απειλή για το ΝΑΤΟ, μετατροπή μνημείων παγκόσμιας κληρονομιάς σε τζαμιά, παράνομη θαλάσσια δραστηριότητα και απειλές πολέμου.
Η ρητορική της Τουρκίας ανήκει σε μια περασμένη εποχή. Μιλάει για εχθρούς, μάρτυρες, αγώνα και προθυμία να καταβάλει οποιοδήποτε τίμημα. Αυτή είναι η γλώσσα και η συμπεριφορά μιας υποψήφιας προς ένταξη χώρας, η οποία απειλεί όχι μόνο δύο κράτη μέλη της Ευρωπαϊκής Ένωσης, την Ελλάδα και την Κύπρο, αλλά και την ίδια την ΕΕ, γεγονός που προβληματίζει σοβαρά τα κράτη μέλη.
Σε αυτό το νέο γεωπολιτικό τοπίο, η Τουρκία εμφανίζεται ολοένα και πιο απομονωμένη. Καθώς η Ελλάδα έχει σφυρηλατήσει ισχυρές εταιρικές σχέσεις με χώρες όπως το Ισραήλ, η Αίγυπτος και τα ΗΑΕ, η Τουρκία ενεργεί μόνη της, παίζοντας παιχνίδια εντυπώσεων στην Ανατολική Μεσόγειο, παρεμβαίνοντας στη Συρία και τη Λιβύη και υποστηρίζοντας ανοιχτά τη Χαμάς. Η Γαλλία, η οποία έχει ζωτικά εθνικά συμφέροντα στη Μεσόγειο, στέκεται στο πλευρό μας και έχει ενισχύσει τη στρατιωτική της παρουσία στην περιοχή. Το Υπουργείο Εξωτερικών των ΗΠΑ καταδίκασε απερίφραστα τη στάση της Τουρκίας ως μονομερή επιθετική στάση.
Στη διάρκεια όλων αυτών έχω παραμείνει ανοικτός στον διάλογο. Όταν το Βερολίνο προσφέρθηκε να μεσολαβήσει, καθίσαμε καλόπιστα για να προσπαθήσουμε να βρούμε κοινό έδαφος. Καταφέραμε ακόμη και να καταλήξουμε σε «έγγραφη συμφωνία». Το αποτέλεσμα ήταν να αποσυρθεί τελικά η Τουρκία, αποκαλύπτοντας ανεπίσημες αλλά απόρρητες συζητήσεις.
Οι ελπίδες που συνεχίζω να τρέφω για την Τουρκία δεν μου αποκρύπτουν την πραγματικότητα. Χρειαζόμαστε διάλογο, αλλά όχι υπό το καθεστώς εκβιασμού. Η απειλή για την ασφάλεια και τη σταθερότητα της χώρας μου αποτελεί επίσης απειλή για την ευημερία και την ασφάλεια όλων των κρατών μελών της ΕΕ. Κινδυνεύει να υπονομεύσει τη συμμαχία του ΝΑΤΟ. Και απειλεί το κράτος δικαίου διεθνώς. Η Ελλάδα έχει τη στρατιωτική δυνατότητα να αποκρούσει κάθε τουρκική επίθεση. Αλλά σίγουρα ένα στρατιωτικό επεισόδιο μεταξύ των δύο χωρών μας δεν είναι προς το συμφέρον κανενός.
Αργότερα αυτόν τον μήνα, οι ηγέτες της ΕΕ θα πραγματοποιήσουν ειδική σύνοδο για να αποφασίσουν με ποιον τρόπο θα απαντήσουν. Εάν η Τουρκία αρνηθεί να λογικευτεί έως τότε, δεν βλέπω άλλη επιλογή παρά να επιβάλουν οι Ευρωπαίοι ηγέτες ουσιαστικές κυρώσεις. Διότι δεν είναι πλέον μόνο ζήτημα ευρωπαϊκής αλληλεγγύης. Είναι ζήτημα αναγνώρισης του γεγονότος ότι διακυβεύονται ζωτικά συμφέροντα – στρατηγικά ευρωπαϊκά συμφέροντα. Εάν η Ευρώπη θέλει να αποτελέσει πραγματική γεωπολιτική δύναμη, τότε δεν έχει την πολυτέλεια κατευνασμού μιας πολεμοχαρούς Τουρκίας.
Η Τουρκία εξακολουθεί να έχει χρόνο στη διάθεσή της για να αποφύγει τις κυρώσεις, να κάνει ένα βήμα πίσω και να χαράξει πορεία εξόδου από αυτήν την κρίση. Η Τουρκία πρέπει απλώς να απόσχει από τη ναυτική και ερευνητική της δραστηριότητα σε μη οριοθετημένες θαλάσσιες ζώνες και να συγκρατήσει την επιθετική ρητορική της. Θα πρέπει να αποσυρθεί, να επιστρέψει στο τραπέζι και να συνεχίσει από εκεί που σταμάτησε όταν αποχώρησε από τις διερευνητικές συνομιλίες το 2016. Και αν δεν μπορέσουμε να συμφωνήσουμε, τότε πρέπει να αναζητήσουμε λύση στη Χάγη.
Η επιλογή είναι ξεκάθαρη. Η Τουρκία μπορεί να συνεργαστεί και να βρει κοινό έδαφος, ή μπορεί να συνεχίσει να συμπεριφέρεται ως ο επιτιθέμενος, παίζοντας παιχνίδια εντυπώσεων στις παρυφές της Ευρώπης, και να πληρώσει ένα σημαντικό οικονομικό τίμημα για τη συμπεριφορά της. Μπορεί να επιλέξει εάν η Ελλάδα θα αποτελέσει γέφυρα ή εμπόδιο για την εταιρική σχέση και την πρόοδο.
Εάν η Τουρκία επέλεγε τη γέφυρα, πιστεύω ότι ο Πρόεδρος Ερντογάν θα εξακολουθούσε να έχει τη δυνατότητα να επιτύχει μια φιλόδοξη, μακρόπνοη συμφωνία με την ΕΕ, η οποία θα ήταν προς όφελος όλων. Οι διαφορές δεν επιλύονται με βία, τεχνάσματα ή χειραγώγηση, αλλά ειρηνικά και μέσω αμοιβαίου σεβασμού και αμοιβαίας κατανόησης. Δεν χρειάζεται να είναι έτσι η κατάσταση. Η λύση είναι απλή. Καθόμαστε. Συζητάμε τις διαφορές μας. Και προσπαθούμε να καταλήξουμε σε συμφωνία. Αν δεν τα καταφέρουμε, τότε θα αφήσουμε το Διεθνές Δικαστήριο να αποφανθεί. Τι έχει άλλωστε να φοβηθεί η Άγκυρα από το κράτος δικαίου;