Σε ανταγωνισμό εξοπλισμών στην Ανατολική Μεσόγειο οδηγεί η προσπάθεια του Ταγίπ Ερντογάν να ανατρέψει το status quo στην ανατολική Μεσόγειο. Οι συνθήκες έντασης που έχουν δημιουργηθεί απειλούν να υπονομεύοσουν μεσοπρόθεσμα της οικονομίες των χωρών της περιοχής, αυξάνοντας τις εκροές κεφαλαίων για αγορές εξοπλισμών, διευρύνοντας κοινωνικές ανισότητες και υποσκάπτοντας την κοινωνική συνοχή.
Όπως έχει εγκαίρως επισημάνει το Crisis Monitor, Ελλάδα και Τουρκία βρίσκονται πλέον στην “παγίδα του Χομπς”, στην κλασική συμπτωματολογία της οποίας περιλαμβάνονται προληπτικά πλήγματα και η κούρσα εξοπλισμών, ως απόρροια της έλλειψης εμπιστοσύνης. Διέξοδο σε τέτοιες κρίσης μπορούν να δώσουν είτε τα μέτρα οικοδόμησης εμπιστοσύνης, είτε η παρέμβαση τρίτου παράγοντα.
Ωστόσο, οι παρεμβάσεις ξένων δυνάμεων, σε αυτή τη φάση, δεν φαίνεται να συμβάλλουν ενεργητικά στην αποκλιμάκωση της έντασης, αλλά ενισχύουν τις δύο πλευρές, υποδαυλίζοντας την επιθετικότητά. Η κατευναστική πολιτική της Άγκελα Μέρκελ προς τον Ταγίπ Ερντογάν και η υποστηρικτική προσέγγιση του Ντόναλντ Τραμπ και του Βλάντιμιρ Πούτιν, έχουν συμβάλλει ενεργά στη συμπεριφορά που επιδεικνύει ο Τούρκος πρόεδρος. Από την άλλη πλευρά, η προσπάθεια της Γαλλίας να διατηρήσει και να ενισχύσει ερείσματά της στην ανατολική Μεσόγειο, θέτοντας την Ελλάδα ως προμετωπίδα στην ανάσχεση της τουρκικής επιθετικότητας, τροφοδοτούν συνθήκες εθνικιστικής έξαρσης και στην Ελλάδα.
Στο παρελθόν, ο ανταγωνισμός για εξοπλισμούς έχει οδηγήσει Ελλάδα και Τουρκία στο χείλος της κατάρρευσης, ενώ πολύ ισχυρότερες οικονομικά χώρες έχουν χάσει τον έλεγχο, ακριβώς με τον ίδιο τρόπο.
Οι πωλήσεις αμυντικών συστημάτων από τη Ρωσία στην Τουρκία και η συνεπακόλουθη αφλογιστία των ΗΠΑ. Στην ίδια κατεύθυνση κινείται και η Γερμανία, καθώς το Βερολίνο συνεχίζει τις πωλήσεις στρατιωτικού υλικού στην Τουρκία. Η κατάσταση δεν είναι πολύ διαφορετική και στην Ελλάδα, όπου εξοπλισμοί αναπτύσσονται διαρκώς, από τη μια ως αποτέλεσμα της στενότερης αμυντικής συνεργασίας με ΗΠΑ και Ισραήλ και αφετέρου με τη Γαλλία.
Με τους στόλους να αντιπαρατίθενται στο Αιγαίο, τα αεροσκάφη σε καθημερινές εμπλοκές και τους φυσικούς πόρους να βρίσκονται στο επίκεντρο της αντιπαράθεσης, οι υπερεξοπλισμοί μοιάζουν μονόδρομος. Υπό τις τρέχουσες συνθήκες, με το ελληνικό χρέος να υπερβαίνει ήδη το 200% του ΑΕΠ, την ανάπτυξη να αργεί και την τουρκική λίρα να βρίσκεται στο ναδίρ, οι δύο χώρες φαίνεται ότι θα φτάσουν πρώτα στο ΔΝΤ…
“Αστακός” η Τουρκία
Ο Ταγίπ Ερντογάν ανακοίνωσε συμβόλαια αγοράς S-400, πιέζει για την προμήθεια των F-35. προωθεί το “χτίσιμο” αεροπλανοφόραου, ελικοπτεροφόρου και ανακοινώνει στρατηγική ενίσχυσης της εγχώριας αμυντικής βιομηχανίας. H Τουρκία, όπως γράφει σήμερα η Frankfurter Allgemeine Zeitung, τα τελευταία χρόνια εξοπλίζεται σαν αστακός, αφού μόνο πέρσι «ξόδεψε 20,5 δισεκατομμύρια δολάρια για στρατιωτικές δαπάνες, αύξηση άνω του 50% από το 2015 και σχεδόν διπλάσια από ό,τι πριν από δέκα χρόνια».
Στην αύξηση των στρατιωτικών δαπανών στην Τουρκία αναφέρεται ρεπορτάζ της Frankfurter Allgemeine Zeitung το οποίο σημειώνει:
«Μόνο την περασμένη εβδομάδα, εν μέσω της κλιμάκωσης της σύγκρουσης για τα οικόπεδα φυσικού αερίου στην Κύπρο, ο Ερντογάν ζήτησε η χώρα να σκαρφαλώσει στην “κορυφή του πρωταθλήματος” της βιομηχανίας όπλων. Δεν πρέπει “ούτε λεπτό να χάσουμε”,
είπε.
Οι περιφερειακές συγκρούσεις αναγκάζουν τη χώρα να παράγει σύγχρονα οπλικά συστήματα με ίδιους πόρους. Μια εθνική αμυντική βιομηχανία «σε όλους τους κρίσιμους τομείς» που είναι ανεξάρτητη από το εξωτερικό είναι ο πιο σημαντικός στόχος, είπε σε ένα ναυπηγείο. Ο Ερντογάν βρίσκεται στη διαδικασία αύξησης του στρατιωτικού δυναμικού της Τουρκίας εδώ και χρόνια. Αυτό προκύπτει και από τα στοιχεία που συλλέγει το Διεθνές Ινστιτούτο για την Ειρήνη στη Στοκχόλμη (SIPRI). Το ποσοστό για τον εξοπλισμό στον κρατικό προϋπολογισμό το 2019 ήταν 7,8%, το υψηλότερο από το 2003. Το γερμανικό ποσοστό -λίγο αλλαγμένο- ανέρχεται στο 2,8%. Πέρυσι, η Τουρκία ξόδεψε 20,5 δισεκατομμύρια δολάρια για στρατιωτικές δαπάνες, μία αύξηση άνω του 50% από το 2015 και σχεδόν διπλάσια από ό,τι πριν από δέκα χρόνια.
Ο Ταγίπ Ερντογάν, μάλιστα, αναφέρθηκε και σε εκτόξευση πυραύλων στο διάστημα, επιχειρώντας να ενισχύσει τη συσπείρωση γύρω από το πρόσωπό του, εντείνοντας παράλληλα τον ανταγωνισμό με την Ελλάδα, τη Γαλλία και εν τέλει την ΕΕ.
Η Ελλάδα ετοιμάζεται για… “ψώνια”
Από την άλλη πλευρά, η Ελλάδα εξήγγειλε εξοπλιστικό πρόγραμμα 7-10 δισ., με την αγορά γαλλικών μαχητικών αεροσκαφών, ενδεχομένως και πλοίων, ενώ συνεχίζεται η διαδικασία εξυγχρονισμού του στρατού ξηράς με αμερικάνικα, κυρίως μέσα. Στο μεταξύ η Ελλάδα έχει επίσης ξεκινήσει διαδικασία συμπαραγωγής κορβέτας με το Ισραήλ, αγόρασε επιθετικά ελικόπτερα από τις ΗΠΑ και προωθεί “εθνικό τυφέκιο”.
Ο υπουργός Οικονομικών, Χρήστος Σταϊκούρας, μιλώντας στον ΑΝΤ1, τόνισε ότι έχει αποφασιστεί η ενίσχυση της αποτρεπτικής δύναμης των Ενόπλων Δυνάμεων, αρχής γενομένης από το τρέχον έτος. Πρόσθεσε ότι η κυβέρνηση έχει καταλήξει στο κονδύλι που θα διατεθεί για τη στήριξη των Ενόπλων Δυνάμεων με εξοπλιστικά- και όχι μόνο- προγράμματα.
Παράλληλα, ο υπουργός Επικρατείας, Γιώργος Γεραπετρίτης, μιλώντας στον ΣΚΑΪ και αναφερόμενος στα εξοπλιστικά -αφού διευκρίνισε πως δεν έχει υπάρξει συμφωνία με τη Γαλλία για τα αεροσκάφη τύπου «Ραφάλ»- υπογράμμισε τη βασική στρατηγική επιλογή της κυβέρνησης
«να πάμε σε μια αναβάθμιση των οπλικών μας συστημάτων και όχι μόνο. Θα υπάρξει μια αναβάθμιση και στον αριθμό και στην επιχειρησιακή ικανότητα του προσωπικού των Ενόπλων Δυνάμεων. Είναι ένα σχέδιο που θα ανακοινωθεί σύντομα για την αναβάθμιση και σε προσωπικό και σε υποδομές. Επί τη βάσει των προτάσεων από το στράτευμα, ήδη την περίοδο που διανύουμε έχουμε ένα μενού επιλογών σε ό,τι αφορά την αναβάθμιση των υφιστάμενων οπλικών συστημάτων αλλά και την αγορά νέων, στο πλαίσιο του δημοσιονομικού χώρου που θα έχουμε».
Ερωτηθείς για το χρόνο αναβάθμισης, ο υπουργός Επικρατείας απάντησε: «στο κατά το δυνατόν συντομότερο χρόνο». Ενώ συμπλήρωσε λέγοντας πως «είναι πολύ μεγάλες οι επιλογές που διαθέτει η χώρα μας, βρισκόμαστε σε διαπραγματεύσεις και συζητήσεις. Πρόθεσή μας επίσης είναι να αναβαθμίσουμε και την εγχώρια βιομηχανία».