Σύμφωνα με τη Deutsche Welle, -το γερμανικό πρακτορείο ειδήσεων-, καθώς και το πιο ανεξάρτητο, επίσης γερμανικό DPA, ο Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν είχε ενημερώσει το Βερολίνο πριν από την έναρξη της έκτακτης τηλεδιάσκεψης των Ευρωπαίων, ότι δέχεται την πρόταση της Άνγκελα Μέρκελ για εκκίνηση διαλόγου με την Ελλάδα όταν ολοκληρωθούν οι έρευνες του Oruc Reis.
Το μήνυμα αυτό μετέφερε ο Χάικο Μάας στην έκτακτη σύνοδο των Ευρωπαίων υπουργών Εξωτερικών, που πραγματοποιήθηκε μέσω τηλεδιάσκεψης, με αποτέλεσμα η προσπάθεια του Νίκου Δένδια να κεφαλαιοποιήσει την ένταση που προκλήθηκε και το παρ’ ολίγον θερμό επεισόδιο, για να προωθήσει τη διαδικασία των κυρώσεων, να πέσει στο κενό.
Στο άρθρο της DW, που από τις 15 Αυγούστου αναπαράγεται ευρέως στα ελληνικά media, το Βερολίνο εμφανίζεται να επιδιώκει τον διάλογο μεταξύ Ελλάδας και Τουρκίας, όπως έχει αποκαλυφθεί πρωταγωνίστησε στον παρασκηνιακό διάλογο σε επίπεδο συμβούλων ηγετών, που αποτέλεσε το πρώτο βήμα αποκλιμάκωσης, μετά την -εν πολλοίς ελεγχόμενη- κλιμάκωση τον Ιούλιο.
Παρ’ όλα αυτά, όπως φάνηκε Ελλάδα και Τουρκία δεν ήταν έτοιμες να βγουν από την παγίδα του Χομπς, όπως ονομάζεται στη διεθνή διπλωματία η διαρκής και εδραιωμένη αντίληψη της επιθετικότητας του αντιπάλου, που οδηγεί διαρκώς σε νέα προληπτικά πλήγματα, συντηρώντας ένα φαύλο κύκλο βίας, όπως φάνηκε με το νέο επεισόδιο μεγαλύτερης διάρκειας, που βρίσκεται ακόμα σε εξέλιξη. Πρόκειται στην ουσία για έλλειμμα εμπιστοσύνης και αξιοπιστίας μεταξύ των δύο εμπλεκομένων πλευρών, το οποίο επιλύεται μέσω της διαμεσολάβησης τρίτου.
Ο Τούρκος πρόεδρος, κάθε φορά που κάνει δηλώσεις για τις εξελίξεις στην Ανατολική Μεσόγειο, και εν μέσω απειλών, δηλώνει ότι το ερευνητικό σκάφος θα συνεχίσει έως τις 23 Αυγούστου τις έρευνες. Η Αθήνα, από την πλευρά της απαντά ότι δεν θα δεχθεί τετελεσμένα. Δηλώσεις που και στις δύο περιπτώσεις ερμηνεύονται στο πλαίσιο της επικοινωνίας Αθήνας-Άγκυρας.
Στο φως όμως της έκτασης της γερμανικής εμπλοκής και του προαπαφασισμένου ρόλου που επιφυλάσσει για τον εαυτό του το Βερολίνο στις διαπραγματεύσεις, οι δηλώσεις τόσο του Ταγίπ Ερντογάν, όσο και του Κυριάκου Μητσοτάκη, απευθύνονται στην Άγκελα Μέρκελ, που ως επιδιαιτητής θα θέσει τους όρους για την έναρξη της συζήτησης. Όπερ σημαίνει ότι, στην πραγματικότητα, πρόκειται για εισαγωγικές τοποθετήσεις των ηγετών που επιχειρούν να προσδιορίσουν τη γραμμή εκκίνησης του διαλόγου.
Όπως επισήμανε εγκαίρως το Crisis Monitor, η στάση που υιοθέτησε το έκτακτο Συμβούλιο Εξωτερικών Υποθέσεων, παραπέμποντας τα ελληνικά στην τακτική διάσκεψη στις 28-29 Αυγούστου, δεν ήταν παρά η υφ όρων αναστολή της έναρξης της διαδικασίας επιβολής κυρώσεων, σε μια προσπάθεια να εδραιώσει τη θέση του ως ανεξάρτητος επιδιαιτητής και να πιέσει αμφότερους τους παράγοντες να εμπλακούν άμεσα σε διάλογο. Το ίδιο μήνυμα, μέσα από διαφορετικό δίαυλο έστειλε και ο Εμάνουελ Μακρόν, αφού απέστειλε δυνάμεις στην ανατολική Μεσόγειο, προς υποστήριξη Ελλάδας και Κύπρου, διευκρινίζοντας ότι θα είναι για περιορισμένο χρονικό διάστημα.
Η κατάσταση που έχει δημιουργηθεί, τώρα, έχει τρία βασικά προβλήματα για την Ελλάδα:
- Ο διάλογος θα ξεκινήσει μετά την ολοκλήρωση των ερευνών του Oruc Reis, ήτοι αφού η Τουρκία θα έχει επιβάλλει τη βούλησή της στην περιοχή
- Η ΕΕ έχει φανεί ανακόλουθη, καθώς δεν επέβαλε κυρώσεις στην Τουρκία, όπως είχε εξαγγείλει τον Ιούλιο ο Ύπατος Εκπρόσωπος, Ζοζέπ Μπορέλ, εφόσον η Άγκυρα συνέχιζε τις προκλήσεις
- Κορυφαίοι πολιτικοί παράγοντες σε ΗΠΑ και Ευρώπη έχουν χαρακτηρίσει τα ύδατα που που στην Αθήνα χαρακτηρίζονται ελληνική υφαλοκρηπίδα, διαφιλονικούμενα.
Όπως επισημαίνει η DW, το βλέμμα της Άγκελα Μέρκελ είναι στραμμένο στο προσφυγικό, ενώ η Τουρκία θεωρείται στο Βερολίνο στρατηγικός εταίρος της Δύσης. Το άρθρο του γερμανικού πρακτορείου ειδήσεων, που μεταφράζεται στα ελληνικά, Γερμανίδα καγκελάριος ενεργεί εδώ και τέσσερις εβδομάδες φαίνεται υπό το πρίσμα των συμφερόντων του Βερολίνου, παράμετρος που αν και πάντα υπαρκτή, η επισήμανσή της, δείχνει ότι η πλάστιγγα έχει ήδη πάρει κλίση.
Με βάση αυτά τα δεδομένα, Ελλάδα και Τουρκία φαίνεται να οδηγούνται σε μια νέα παγίδα, αυτή του Βερολίνου, η οποία παρουσιάζεται ως διέξοδο από τον φαύλο κύκλο βίας που έχουν ανοίξει. Υπάρχει όμως και εναλλακτική… η Χάγη.
Σε κάθε περίπτωση, ανεξαρτήτως της λύσης που τελικά θα επιλεγεί ως στρατηγικά πιο συμφέρουσα, πολιτικά επιβεβλημένη ή με οποιοδήποτε πρίσμα, είναι η τεχνική προετοιμασία και ο καθορισμός της βάσης και της ατζέντας της διαπραγμάτευσης τα μείζονα ζητήματα που θα καθορίσουν σε σημαντικό βαθμό την έκβασή της. Επίσης, για να είναι αξιόπιστες οι διαπραγματεύσεις, χρειάζεται και ρήτρα μη-διαφυγής.
Υπ αυτό το πρίσμα, οι δηλώσεις για αποφυγή προκλήσεων και περί μη αποδοχής τελεσμένων, φαίνεται να απευθύνονται τόσο στις δραστηριότητες στο Αιγαίο, όσο και στη διαδικασία τεχνικής προετοιμασίας, καθώς η Τουρκία, επιχειρεί να ποδηγετήσει την Αθήνα σε διάλογο με ανοιχτούς τους κόλπους και χωρίς γραμμές βάσης, όπως έχει εγκαίρως επισημάνει το Crisis Monitor,