Μπροστά στον κίνδυνο να διαφύγει του ελέγχου, επικοινωνιακά και ενδεχομένως επιχειρησιακά -στο εσωτερικό-, μια καλά προμελετημένη κρίση, βρίσκεται η ελληνική κυβέρνηση, καθώς μπορεί η “πολιτική συνεννόηση” να υπερέβη τις προσδοκίες, δεν συνέβη όμως το ίδιο και με την αντίδραση της κοινής γνώμης, ενώ η συμπύκνωση της έντασης σε μια περιορισμένη θαλάσσια περιοχή, έχει παράξει απροσδόκητα υψηλό όγκο περιστατικών, ο οποίος παράγει διπλωματικές επιπλοκές, πολιτικές τριβές, δυσλειτουργίες και δυσφορία ακόμα και σε επιτελικό επίπεδο.
Στα social media η κυβέρνηση να έλεγξε τη δυναμική των δημοσιεύσεων και η mediaκή “αντιπολίτευση” περιορίστηκε σε συγκεκριμένα ειδικού περιεχομένου sites. Η καταιγιστική ροή της ειδησεογραφίας μπέρδεψε την κοινή γνώμη για τη θέση της κυβέρνησης, την αποτελεσματικότητα της αποτροπής και το πραγματικό επίδικο της αντιπαράθεσης. Η αλληλεπικάλυψη κρίσεων, με τον κορονοϊό, τα εθνικά θέματα και την οικονομία, υποβάθμισε τον διεθνή αντίκτυπο της στρατιωτικοποίησης της κρίσης και υπερκάλυψε τον εσωτερικό αναβρασμό, αφού συμπύκνωσε το “air time” των θεμάτων. Έτσι, θόλωσε το τοπίο, διευρύνοντας το περιθώριο ελιγμών της κυβέρνησης.
Οι μηχανισμοί προπαγάνδας και ελέγχου της ροής ειδήσεων και εξελίξεων σε Ελλάδα και Τουρκία έχουν από καιρό ενεργοποιηθεί, ενώ καθώς η προϊούσα κρίση εξελίσσεται γραμμικά, τα επιτελεία επιλέγουν επικοινωνιακά και πολιτικά σημεία κλιμάκωσης, τα οποία δεν συμπίπτουν χρονικά ή/και πραγματολογικά με τις εξελίξεις.
Οι κρίσεις στα ελληνοτουρκικά έχουν ιστορία και ως εκ τούτου δομημένους μηχανισμούς πρόβλεψης, αντίδρασης και διαχείρισής τους από αμφότερες τις πλευρές. Παράλληλα, όμως, η στρατιωτικοποίηση τους, εισάγει νέες παραμέτρους, αρκετές εκ των οποίων αστάθμητες και υπόκειται πάντα στον κίνδυνο ενός γνήσιου ατυχήματος, κούρασης, αστοχίας εξοπλισμού και υπέρβασης ορίων την ώρα του συμβάντος. Ακόμα και γι αυτά υπάρχουν, βέβαια δικλείδες ασφαλείας. Το πρόβλημα, είναι ότι παρά τις “δοκιμές” που έχουν γίνει, τα τελευταία χρόνια, ποτέ δεν έχει εκδηλωθεί η κρίση ταυτόχρονα σε όλα τα επίπεδα.
Τώρα, στην Αθήνα, μέσα από συστημικά και φιλοκυβερνητικά media, επιχειρείται να δοθεί σαφής κατεύθυνση αποκλιμάκωσης της έντασης, επικοινωνιακά και σκιαγράφησης του οδικού χάρτη για προσφυγή στη Χάγη, μέσω της διαδικασίας των διερευνητικών επαφών, καθ υπέρβαση της εθνικής γραμμής της “μιας διαφοράς” με την Τουρκία.
Σε αυτή την προοπτική, υπάρχει πολιτική συνεννόηση, καθώς σε αυτή την κατεύθυνση κινείται και η παρέμβαση του Αλέξη Τσίπρα, με άρθρο του στην ΕΦΣΥΝ, όπου ξεκαθαρίζει ότι το κόμμα του, στηρίζει την προοπτική αυτή.
Έτσι, αμφότερες οι πολιτικές δυνάμεις, σε επίπεδο ηγεσιών, καθιστούν σαφές στο διεθνή παράγοντα ότι υπάρχει πολιτική συμπόρευση στο δρόμο για τη Χάγη. Πρώτα ο Κυριάκος Μητσοτάκης μέσω των δηλώσεων-διαγγέλματος, έθεσε επί τάπητος τον οδικό χάρτη, που ξεκινά με την αποκατάσταση της ηρεμίας, ακολουθείται από διερευνητικές επαφές, στη βάση της συμφωνίας στο Βερολίνο και ακολουθείται από προσφυγή στη Χάγη για όλο το εύρος.
Στα κόμματα εξουσίας, όμως, υπάρχουν διαφοροποιήσεις, οι οποίες δεν εκφράζονται πάντα με ένταση, ή δεν είναι εύκολα αντιληπτές όσο το σκηνικό είναι θολό. Ο Αλέξης Τσίπρας, όμως, φαίνεται να βλέπει ευκαιρία στη διασαφήνιση του επίδικου ζητήματος της στρατηγικής, εντοπίζοντας ότι το πολιτικό ακροατήριο και ο σκληρός πυρήνας της Νέας Δημοκρατίας θα αντιδρούσε απέναντι στην παραδοχή της προοπτικής προσφυγής στη Χάγη.
Την ίδια στιγμή, στην ΕΦΣΥΝ, όπου δημοσίευσε το άρθρο του ο Αλέξης Τσίπρας, δημοσίευσε και η Θεοδώρα Τζάκρη, άποψη που εμφανίζεται να προωθεί τη σκληρή γραμμή του ενός ζητήματος, κάτι που έχει δηλώσει και ο Νίκος Δένδιας. Η νυν βουλευτής του ΣΥΡΙΖΑ και προερχόμενη από το ΠΑΣΟΚ αναφέρεται στη στρατηγική που για χρόνια εφάρμοζε η προοδευτική παράταξη επ ωφελείας της χώρας. Εντός του ΣΥΡΙΖΑ, υπάρχει και το ισχυρό πολιτικά, αλλά αδύναμο στη νέα διάρθρωση του κόμματος, μπλοκ των 53+ που προωθεί ένα ακόμη πιο lax (χαλαρό) μοντέλο, διαπραγμάτευσης-τύπου Βόρειας Μακεδονίας με την Τουρκία, με το οποίο αντιπαρατίθεται η κυρία Τζάκρη.
Τα μηνύματα αυτά τόσο από τον ΣΥΡΙΖΑ όσο και από τη Νέα Δημοκρατία, θολώνουν το τοπίο στο εσωτερικό, διασφαλίζοντας την έκφραση όλων των τάσεων, αλλά παράλληλα δεν επιτρέπουν στην Τουρκία και τον διεθνή παράγοντα να συμφωνήσει η να διαφωνήσει με το πλάνο.
Πρόκειται, με άλλα λόγια, για πολιτικάντικη διγλωσία, έκφραση ενός νέου διπολισμού που αναζητά σημεία πόλωσης στο εσωτερικό, ώστε να μπορέσει να καταλήξει σε βιώσιμες συμφωνίες στο εξωτερικό. Μητσοτάκης και Τσίπρας, επιχειρούν, τώρα, να κάνουν εξωτερική πολιτική κοιτώντας μέσα, αντιβαίνοντας τη φράση που αποδίδεται στον Κωνσταντίνο Καραμανλή: “δεν γίνεται εξωτερική πολιτική κοιτώντας στο εσωτερικό”.
Σύντομα, αν δεν έχει ήδη γίνει, διεθνή media θα καλέσουν κυβέρνηση και αντιπολίτευση στην Ελλάδα να ξεκαθαρίσουν τη θέση τους. Η στιγμή της κρίσης πλησιάζει. Ή Ελλάδα είτε θα στήσει τραπέζι διαπραγματεύσεων, εφ όλης της ύλης με την Τουρκία, είτε θα αφεθεί μόνη της. Η στήριξη της Γαλλίας είναι άλλωστε για “περιορισμένο χρονικό διάστημα”.
Το πολιτικό κόστος τόσο για τον Αλέξη Τσίπρα, όσο και για τον Κυριάκο Μητσοτάκη θα είναι αισθητό, απομακρύνοντας τις εκλογές από τον πολιτικό ορίζοντα και προτάσσοντας την πολιτική επιβίωση στο πλαίσιο της αναβάθμισης του διεθνούς status των ηγετών.
Ο διεθνής παράγοντας θέλει λύση αλλά δεν έχει χρόνο
Επίσης, δεν πρέπει να παραβλέπεται η διεθνής συγκυρία, καθώς οι ΗΠΑ έχουν αναδιπλωθεί και ο Τραμπ έχει στρέψει την προσοχή του και τους πόρους του συστήματός του στην εσωτερική αντιπαράθεση, ενόψει των εκλογών. Η Άγκελα Μέρκελ καλείται να αντιπαλέψει μια δύσκολη ύφεση εσωτερικά και στην Ευρώπη, που εκ των πραγμάτων επιβάλλει αναδιάταξη ισορροπιών σε κεντρικό και περιφερειακό επίπεδο. Επίσης, ο Εμάνουελ Μακρόν, υπερφιλόδοξος και αντιμετωπίζοντας εσωτερική απαξίωση, επιχειρεί να εκμεταλλευτεί τη διεθνή γεωπολιτική συγκυρία για να ενισχύσει το ρόλο της χώρας του και το δικό του προφίλ, χωρίς ωστόσο να διαθέτει επαρκεί εχέγγυα, σχεδιασμό και δυνατότητες που θα επιτρέψουν να αντέξει μεσοπρόθεσμα. Δεν είναι άλλωστε τυχαία η έκφραση “για βραχύ χρονικό διάστημα”, που συνόδευε τη δήλωση ανάπτυξης δυνάμεων στην ανατολική Μεσόγειο.
Έτσι, μέχρι στιγμής η στάση του διεθνούς παράγοντα περιγράφεται ως εξής:
Οι ΗΠΑ είναι αποστασιοποιημένες εξαιτίας της σχέσης Τραμπ-Ερντογάν, των εσωτερικών αντιφάσεων και ανταγωνισμών του εδραιωμένου συστήματος του Sate Department-Πενταγώνου και του ερμαφρόδιτου νέου μηχανισμού εξουσίας που στήνει ο Τραμπ με επίκεντρο τον Λευκό Οίκο και πυξίδα με μαγνητικό βορά που διαφέρει από αυτό του συστήματος.
Η Γερμανία παρακολουθεί στενά και ανησυχεί την κατάσταση στην ανατολική Μεσόγειο, κατά δήλωση του εκπροσώπου της Άγκελα Μέρκελ, Στέφεν Ζάιμπερτ. Εδώ πρέπει να σημειωθεί ότι στην ανατολική Μεσόγειο περιλαμβάνεται η Λιβύη, ο Λίβανος, η Κύπρος και τα ελληνοτουρκικά.
Η Γαλλία, σε συνεργασία με την ΕΕ, αλλά χωρίς αναφορά στο -εγκεφαλικά νεκρό- NATO, όπως δήλωσε ο Εμάνουελ Μακρόν, διεκδικεί το ρόλο που της αναλογεί στην Ανατολική Μεσόγειο, αυξάνοντα τις δυνάμεις της για περιορισμένο χρονικό διάστημα.
Η Αίγυπτος, που υπέγραψε συμφωνία οριοθέτησης Θαλασσίων ζωνών με την Ελλάδα, θέλει να αποφύγει την ευθεία αντιπαράθεση με την Τουρκία, καθώς ο κρατικός μηχανισμός μπορεί να μην υπακούσει ή ακόμα να υποσκάψει τον Σίσι, εξαιτίας της μεγάλης διείσδυσης που ακόμα έχουν οι αδελφοί Μουσουλμάνοι.
Το Ισραήλ, που είναι πλησιέστερα στην Ελλάδα, διαθέτει δυνατότητα επηρεασμού του Λευκού Οίκου και διαμορφώνει συμφέροντα στην Ελλάδα, ακόμα παραμένει σε πολιτικό αδιέξοδο, με τον Νετανιάχου να επιζητά προσωπικές στηρίξεις και διεξόδους, ενώ παραμένει πάντα ανοιχτό το ενδεχόμενο να δυναμιτίσει ο ίδιος το σκηνικό και να οδηγήσει τη χώρα του σε νέες εκλογές, πριν τη μετάβαση της εξουσίας στον Λίο Γκάντζ, σε 16 μήνες.
Άπαντες, πάντως, πλην Ισραήλ, όσοι παράγοντες έχουν τοποθετηθεί για την προϊούσα κρίση στο Αιγαίο, έχουν χαρακτηρίσει είτε τα ύδατα “διαφιλονικούμενα”, είτε έχουν χρησιμοποιήσει τη διατύπωση “περιοχή στην οποία Ελλάδα και Κύπρος εγείρουν αξιώσεις κυριαρχίας”. Πρόκειται για δηλώσεις που “γκριζάρουν” το Αιγαίο και την ανατολική Μεσόγειο, σκιαγραφώντας προδιάθεση να τεθεί το ζήτημα που εγείρει η Τουρκία σε τραπέζι διαπραγμάτευσης.
Το σκηνικό της κρίσης
Το Oruc Reis εισήλθε σε περιοχή υπερκείμενη της ελληνικής υφαλοκρηπίδας, ποντίζοντας καλώδια και αποχώρησε απ αυτή, μία ώρα μετά το διάγγελμα του Κυριάκου Μητσοτάκη. Μερικές ώρες αργότερα, όμως ανέστρεψε την πορεία του και αντί να πορευτεί βορειοδυτικά άρχισε να κινείται -εκ νέου- νοτιοανατολικά, καθώς γαλλικά Rafale προσγειώνονταν στην Κρήτη και η γαλλική φρεγάτα Lafayette απέπλεε από τη Λάρνακα με κατεύθυνση την ελληνική υφαλοκρηπίδα νότια της Κρήτης.
Οι ελληνογαλλικές ασκήσεις έτυχαν ευρείας μιντιακής ανταπόκρισης, υπερκαλύπτοντας -μιντιακά- την επιστροφή του Oruc reis και του τουρκικού στόλου συνοδείας, καθώς και τα επεισόδια με ελληνικά πλοία.
Η κινητικότητα σε περιοχή, διεθνών υδάτων, επί της ελληνικής υφαλοκρηπίδας από το ερευνητικό σκάφος Oruc Reis, με ανοιχτά καλώδια δεν αποτελεί παραβίαση με τη στενά νομική έννοια του όρου, ως εκ τούτου, δεν θα δικαιολογούσε στρατιωτικού τύπου αντίδραση από την Ελλάδα. Η τουρκική προκλητικότητα, όμως, αποτελεί ικανή βάση για την επαναφορά, μετ επιτάσεως, της συζήτησης για την κατανομή των πόρων του Αιγαίου.
Τα media δεν ασχολούνται -άμεσα- πλέον με το στίγμα του Oruc Reis, το οποίο επέστρεψε στα υπερκείμενα της ελληνικής υφαλοκρηπίδας ύδατα και με ποντισμένα καλώδια, συνοδευόμενο από ικανό αριθμό τουρκικών πλοίων. Χθες, όμως, τα ελληνικά media, δεν κρατήθηκαν ή δεν συνειδητοποίησαν, ότι η διατύπωση “τα γαλλικά Rafale πέταξαν πάνω από το Oruc Reis, εντός της ελληνικής υφαλοκρηπίδας” αποτελεί παραδοχή ότι το τουρκικό ερευνητικό σκάφος βρίσκεται σε περιοχή, από την την οποία η ελληνική κυβέρνηση, έχει καλέσει την Άγκυρα να το αποσύρει.
Σύμφωνα, δε, με άλλα δημοσιεύματα που δεν διαψεύδονται, από ελληνικής πλευράς, στην ίδια περιοχή σημειώθηκαν και άλλα περιστατικά μεταξύ ελληνικών και τουρκικών πολεμικών πλοίων, μέχρι του επιπέδου της χρήσης ηλεκτρονικών αντιμέτρων. Σε άλλο επεισόδιο, μάλιστα, λέγεται ότι τουρκικό επιθετικό υποβρύχιο εντοπίστηκε ανοιχτά του Σουνίου και καταδιώχθηκε από ελληνικά ελικόπτερα ανθυποβρυχιακού πολέμου.
Τα περιστατικά στην περιοχή ερευνών θεωρούν “φυσικό επακόλουθο” της υπερσυγκέντρωσης δυνάμεων επιφανείας -ενδεχομένως και υποβρυχίων- σε μικρό εύρος θάλασσας, όπως δήλωσε ο Έλληνας πρωθυπουργός, επιχειρώντας να καλύψει προς την Τουρκία ή/και να εργαλειοποιήσει ως προς το ελληνικό ακροατήριο την επακούμβση του Λήμνος με την Kemal Reis. Ο εντοπισμός, όμως, τουρκικού υποβρυχίου σε επιχείρηση κοντά στις ακτές της Αττικής, αποτελεί σαφή ένδειξη διάχυσης της έντασης.
Από τουρκικής πλευράς μια τέτοια αντίδραση μπορεί να θεωρηθεί αναμενόμενη, ο αντίκτυπος που έχει όμως στο στελεχιακό δυναμικό των ελληνικών ενόπλων δυνάμεων είναι πολλαπλάσιος. Τέτοιες κινήσεις, εγείρουν ερωτηματικά για την αποτελεσματικότητα της ελληνικής απάντησης, σε πολιτικό, διπλωματικό και στρατιωτικό επίπεδο.