Με “πιρουέτες” επιχειρεί τώρα ο Τούρκος υπουργός Εξωτερικών, Μεβλούτ Τσαβούσογλου, να αποφύγει σύγκρουση με το Κάιρο για τη συμφωνία οριοθέτησης θαλασσίων ζωνών που υπέγραψε με την Ελλάδα, ενώ ταυτόχρονα προσπαθεί να αμφισβητήσει το ελληνικό σκέλος της συνθήκης.
Αν και πρόκειται για νομική και διπλωματική ακροβασία, στην πραγματικότητα η κίνηση του Μεβλούτ Τσαβούσογλου εδράζεται στα κενά της συμφωνίας Ελλάδας-Αιγύπτου, που σε συνδυασμό με τα αντίστοιχα της αντίστοιχης Ελλάδας-Ιταλίας, αφήνουν να διαφανεί η ανασφάλεια της Αθήνας.
«Σύμφωνα με πληροφορίες μας τα θαλάσσια σύνορα που καθορίζει το Κάϊρο δεν παραβιάζουν την υφαλοκρηπίδα μας. Όμως είναι ξεκάθαρο πως ο καθορισμός της υφαλοκρηπίδας από την πλευρά της Ελλάδας παραβιάζει την τουρκική υφαλοκρηπίδα»,
δήλωσε, μεταξύ άλλων ο Μεβλούτ Τσαβούσογλου.
Για το «Ορούτς Ρέις» που απέπλευσε κατευθυνόμενο προς την ελληνική υφαλοκρηπίδα για έρευνες, ο Τσαβούσογλου δήλωσε:
«Με την εντολή του προέδρου μας τα πλοία μας κατευθύνονται στην περιοχή. Έτσι, όπως φαίνεται, έχουν γίνει υποχωρήσεις από τα κυριαρχικά δικαιώματα των νησιών και της Κρήτης κι αυτό ουσιαστικά ενισχύει τις θέσεις μας».
Για το ελληνοαιγυπτιακό σύμφωνο επέμεινε στη θέση ότι η Ελλάδα δεν θέλει το διάλογο.
«Αυτή η συμφωνία (Ελλάδας-Αιγύπτου) μας συμφέρει, διότι κανένας δεν μπορεί να μας πει πως προκαλούμε ένταση, κανένας δεν μπορεί να πει να μην πάμε στις περιοχές αυτές. Κανένας δεν μπορεί να πει οτιδήποτε στις έρευνες και γεωτρήσεις που κάνει η Τουρκία στην Ανατολική Μεσόγειο. Και όλοι είδαν πως η Ελλάδα δεν θέλει διάλογο».
Τέλος, για τη συμφωνία της Ελλάδας με την Ιταλία, είπε:
«Η Συμφωνία της Ελλάδας με την Ιταλία, (όπως κι αυτή με την Αίγυπτο) ενισχύουν τις θέσεις μας πως τα νησιά δεν μπορούν να έχουν υφαλοκρηπίδα. Στο Ιόνιο δεν ξεκίνησαν την υφαλοκρηπίδα από τα νησιά».
Αν και οι διατυπώσεις αυτές, από μόνες τους, δεν βγάζουν νόημα, μέσα στο ευρύτερο πλαίσιο των εντάσεων και της στρατιωτικοποίησης του ζητήματος, που επιχειρεί η Άγκυρα, πολλά θέματα μπορεί να χρησιμοποιηθούν για την εδραίωση εμπιστοσύνης, σε μια διαδικασία αποκλιμάκωσης ή προώθησης του διαλόγου στο επόμενο στάδιο.