Ισχυρές πολιτικές και σημειολογικές αναφορές αναδύουν οι επιλογές της κυβέρνησης και ειδικότερα του Κυριάκου Μητσοτάκη, για τα ανώτατα Δικαστήρια της Ελλάδας, καθώς τόσο στο Συμβούλιο της Επικρατείας όσο και στο Ελεγκτικό Συνέδριο, προτείνονται γυναίκες.
Βέβαια, πρέπει να σημειωθεί ότι οι επιλογές αυτές ήταν γνωστές ήδη από την αποχώρηση της Κατερίνας Σακελλαροπούλου, η οποία παραιτήθηκε ένα χρόνο πριν τη λήξη της θητείας της, καθώς εξελέγη πρόεδρος της Δημοκρατίας. Στο μεταξύ, επικεφαλής του ΣτΕ, για ένα έτος, είχε αναλάβει ο Αθανάσιος Ράντος, ο οποίος είχε παρακαμφθεί από την προηγούμενη κυβέρνηση στις κρίσεις για την ηγεσία της Δικαιοσύνης.
Το υπουργικό συμβούλιο μετά από πρόταση του υπουργού Δικαιοσύνης Κωνσταντίνου Τσιάρα ομόφωνα τοποθέτησε πρόεδρο του Συμβουλίου της Επικρατείας την Μαίρη Σαρπ και πρόεδρο του Αρείου Πάγου την Αγγελική Αλειφεροπούλου. Και οι δύο θα παραμείνουν στο δικαστικό σώμα έως την 30η Ιουνίου 2021.
Πολιτικά, οι επιλογές γυναικών για την ηγεσία της Δικαιοσύνης, στόχο έχουν να αντισταθμίσουν την έλλειψή τους από την κυβέρνηση, η οποία έχει επισημανθεί διεθνώς, πλήττοντας το φιλελεύθερο και προοδευτικό προφίλ του Κυριάκου Μητσοτάκη. Η επιλογή της κυρίας Αλειφεροπούλου, ολοκληρώνει τον κύκλο ανασύνθεσης της ηγεσίας στα Ανώτατα Δικαστήρια, από την κυβέρνηση της Νέας Δημοκρατίας.
Έτσι, πλέον γυναίκες κυριαρχούν σε δύο από τα τρία Ανώτατα Δικαστήρια στην Ελλάδα και στο ανώτατο πολιτειακό αξίωμα. Ωστόσο, στην κυβέρνηση υπάρχουν μόνο δύο γυναίκες υπουργοί, στον Πολιτισμό και την Παιδεία. Πρόεδρος του Αρείου Πάγου έχει διορισθεί ο Ιωσήφ Τσαλαγανίδης.
Επίσης, πρέπει να σημειωθεί ότι οι γυναίκες που είχαν προταθεί από την προηγούμενη κυβέρνηση για τις ηγετικές θέσεις του Αρείου Πάγου, δεν προήχθησαν σε αυτές, , αφού ο πρόεδρος της Δημοκρατίας, Προκόπης Παυλόπουλος δεν υπέγραψε το σχετικό προεδρικό διάταγμα. Αντ αυτών πρόεδρος τοποθετήθηκε, μετά τις εκλογές, ο Ιωσήφ Τσαλαγανίδης (πρόεδρος) και ο Βασίλειος Πλιώτας (εισαγγελέας). Έτσι, στην πραγματικότητα, σήμερα, η κυβέρνηση “ισοφαρίζει” δύο διορισμούς που δεν έκανε.
Τέλος, πρέπει να σημειωθεί ότι η Μαίρη Σαρπ ήταν η εισηγήτρια στην υπόθεση συνταγματικότητας του Μνηονίου.
Η νέα πρόεδρος του ΣτΕ κυρία Σάρπ σε δήλωσή της αναφέρει ότι:
«Αισθάνομαι ιδιαίτερη συγκίνηση που η Ελληνική Πολιτεία με το κατά το Σύνταγμα αρμόδιο όργανό της, το Υπουργικό Συμβούλιο, με επέλεξε να αναλάβω το ανώτατο αξίωμα του Προέδρου του Συμβουλίου της Επικρατείας. Υπόσχομαι ότι θα συνεχίσω το έργο των προηγουμένων Προέδρων και θα καταβάλλω κάθε προσπάθεια για να διασφαλίσω, με την συνεργασία όλων των δικαστικών λειτουργών και δικαστικών υπαλλήλων του Συμβουλίου της Επικρατείας, ότι το Δικαστήριο θα εξακολουθήσει και στο μέλλον να είναι ικανό και έτοιμο να αντιμετωπίζει τις ανάγκες κάθε εποχής και να επιλύει τις διαφορές, που κάθε φορά ανακύπτουν, αποτελεσματικά και προς το συμφέρον του Ελληνικού Λαού, στο όνομα του οποίου εκτελούνται, κατά το Σύνταγμα, οι αποφάσεις του».
Παράλληλα, η αντιπρόεδρος του Αρείου Πάγου και πρόεδρος του Ζ΄ Ποινικού Τμήματος Αγγελική Αλειφεροπούλου είναι η νέα πρόεδρος του Ανωτάτου Ποινικού Δικαστηρίου, η οποία διαδέχεται τον αποχωρούντα σήμερα, λόγω ορίου ηλικίας, Ιωσήφ Τσαλγανίδη.
Η κυρία Αλειφεροπούλου κληρώθηκε από την Ολομέλεια του Ανωτάτου Δικαστηρίου, για τη θέση της προέδρου της επιθεώρησης των δικαστών και των δικαστηρίων, θέση από την οποία θα παραιτηθεί εκ των πραγμάτων, μετά την ανάληψη των νέων καθηκόντων της. Στο δικαστικό σώμα εισήλθε τον Αύγουστο του 1979.
Η νέα πρόεδρος του Αρείου Πάγου κυρία Αλειφεροπούλου, σε δήλωσή της αναφέρει:
«Αποτελεί εξαιρετική τιμή και μεγάλη ευθύνη για μένα η επιλογή μου στη θέση της Προέδρου του Αρείου Πάγου, ως επιστέγασμα μιας πολύχρονης θητείας σαράντα ενός ετών στην υπηρεσία απονομής της Δικαιοσύνης. Είναι αυτονόητο, ότι, συναισθανόμενη το μέγεθος της ευθύνης αυτής, θα καταβάλω κάθε δυνατή προσπάθεια, για να ανταποκριθώ στις απαιτήσεις του αξιώματος, που μου εμπιστεύτηκε η Πολιτεία».
«Με την ευκαιρία της δήλωσης αυτής επιθυμώ να τονίσω, ότι όλοι οι δικαστικοί λειτουργοί θα εργαστούμε με ευσυνειδησία και εντιμότητα για τη διασφάλιση της τήρησης της νομιμότητας και της προστασίας των δικαιωμάτων των πολιτών, που αποτελούν ακρογωνιαίους λίθους του Κράτους Δικαίου»,
καταλήγει.