Για συμφωνία σε ανώτατο πολιτικό επίπεδο μεταξύ Τραμπ και Ερντογάν όσον αφορά στο μέτωπο της Λιβύης κάνουν λόγο τουρκικά media, μετά την επικοινωνία των συμβούλων εθνικής ασφαλείας των δύο προέδρων, Ιμπραχίμ Καλίν και Ρόμπερτ Ο’ Μπράιεν. Το σενάριο δεν φαίνεται εντελώς αβάσιμο, είναι όμως προδήλως εκβιασμένο, καθώς αντίστοιχες φήμες διαδίδει η Άγκυρα καιρό τώρα, επιχειρώντας στην ουσία να εξαναγκάσει το χέρι των ΗΠΑ στην περιοχή.
Η επικοινωνία των συμβούλων εθνικής ασφαλείας των δύο προέδρων, αποτελεί αδιαμφισβήτητη ένδειξη της προόδου που έχει σημειωθεί επί της συμφωνίας Τραμπ-Ερντογάν για τον συντονισμό των ενεργειών τους σε επίπεδο υπουργών Εξωτερικών, Άμυνας και μυστικών υπηρεσιών.
Πλέον δημιουργείται με αρκετή σαφήνεια, εφόσον δεν υπάρχουν και περί του αντιθέτου ενδείξεις, αίσθηση διευρυνόμενης συνεργασίας ΗΠΑ-Τουρκίας, η οποία βασίζεται σε συναντίληψη για μια σειρά ζητημάτων.
Σύμφωνα με τη Hurriyet, ο εκπρόσωπος Τύπου της τουρκικής προεδρίας Ιμπραχήμ Καλίν επικοινώνησε με τον σύμβουλο Εθνικής Ασφαλείας του Λευκού Οίκου Ρόμπερτ Ο’ Μπράιεν. Οι δύο πλευρές συμφώνησαν ότι πρέπει να δημιουργηθούν προϋποθέσεις για την επίτευξη βιώσιμης εκεχειρίας στη Λιβύη και για την επανέναρξη ειρηνευτικών διαπραγματεύσεων μεταξύ των εμπολέμων.
Ιδιαίτερη αίσθηση προκαλεί η αναφορά της τουρκικής εφημερίδας, ότι οι Καλίν και Ο’ Μπράιεν «υπογράμμισαν ότι πρέπει να υποστηριχθούν παράγοντες με νομιμοποίηση και αξιοπιστία ώστε να υπάρξει πρόοδος προς την κατεύθυνση της πολιτικής λύσης, υπό την εποπτεία του ΟΗΕ».
Η διατύπωση αυτή φαίνεται να υπονοεί ότι υπάρχει σύμπτωση σε κεντρικό επίπεδο που αποκλείει τον Χαλίφα Χαφτάρ και προωθεί την αντικατάστασή του από κάποιο περισσότερο αποδεκτό πρόσωπο στις ειρηνευτικές διαπραγματεύσεις. Ιδανικός υποψήφιος θα ήταν ο Ακίλα αλ Σάλεχ, πρόεδρος της Βουλής, ο οποίος επίσης υποστηρίζεται από την Αίγυπτο.
Το κλίμα αποδυνάμωσης του Χαφτάρ διαχέεται καιρό τώρα. Ο επικεφαλής του LNA έχει υποστεί σημαντικές ήττες, φαίνεται ότι η Μόσχα έχει περιορίσει τη στρατιωτική υποστήριξη που του παρέχει, ενώ το Κάϊρο εμφανίζεται δυσαρεστημένο απέναντί του.
Η Άγκυρα, επιχειρεί να επιτύχει αντίστοιχη προσέγγιση και με την Ιταλία, με τον Μεβλούτ Τσαβούσογλου να δίνει κοινή συνέντευξη Τύπου με τον Λουίτζι Ντι Μάιο λίγο μετά την υπογραφή συμφωνίας οριοθέτησης θαλασσίων ζωνών Ιταλίας-Ελλάδας. Και τότε, τουρκικά media είχαν δημοσιεύματα για την επίτευξη συμφωνίας για τη Λιβύη.
Ακόμα και πρώιμα ή πολιτικά καθοδηγούμενα να ήταν τότε τα δημοσιεύματα, σίγουρο είναι πως η Άγκυρα κινείται σε αυτή την κατεύθυνση. Στόχος της Τουρκίας δεν είναι να πάρει την ΕΕ με το μέρος της, κάτι τέτοιο θα ήταν ουτοπικό, δεδομένων των ισορροπιών. Ο Ταγίπ Ερντογάν θα ήταν ικανοποιημένος αν καταφέρει να πείσει τη Ρώμη να λάβει αποστάσεις από τη Γαλλία στο Συμβούλιο Εξωτερικών Υποθέσεων, πριν τη Σύνοδο Κορυφής, ώστε να μην φτάσει σε επίπεδο ηγετών κοινή θέση που θα υπονομεύει την Τουρκία στο λιβυκό μέτωπο.
Στην πραγματικότητα, ο Ερντογάν δεν ζητά αποδοχή και συνεργασία από άλλους παίχτες, αλλά επιδιώκει τον εσωτερικό διχασμό και την απραξία τους, έτσι ώστε να διευρύνει το περιθώριο κινήσεων που διαθέτει και να παραμείνει ο μόνος με στρατιωτική παρουσία στο έδαφος.
Στο μεταξύ, η Γαλλία, οι σχέσεις της οποίας με την Αγκυρα έχουν επιδεινωθεί ραγδαία το τελευταίο διάστημα, κάλεσε την Ε.Ε. να συζητήσει το «πρόβλημα Τουρκία» το ταχύτερο δυνατόν. Όπερ σημαίνει ότι το ζήτημα των ευρωτουρκικών σχέσεων θα τεθεί στο επόμενο Ευρωπαϊκό Συμβούλιο, στις 16 και 17 Ιουλίου. Η προετοιμασία όμως έχει ήδη ξεκινήσει με την επίσκεψη του ύπατου Εκπροσώπου της ΕΕ στην Ελλάδα και τις συναντήσεις του με τον Έλληνα πρωθυπουργό, τους υπουργούς Εξωτερικών και Άμυνας και την επίσκεψή του στον Έβρο.
Από το βήμα της Γερουσίας, ο υπουργός Εξωτερικών Ζαν-Ιβ Λε Ντριάν δήλωσε: «Η Γαλλία εκτιμά πως είναι απολύτως απαραίτητο να ανοίξει το ταχύτερο η Ε.Ε. μια συζήτηση εις βάθος, δίχως ταμπού, δίχως αφέλεια όσον αφορά τις προοπτικές των μελλοντικών σχέσεων με την Αγκυρα και το πώς η Ε.Ε. θα προασπισθεί σθεναρά τα δικά της συμφέροντα, διότι διαθέτει τα απαιτούμενα μέσα».
Την ισορροπία δυνάμεων στο έδαφος θα μπορούσε να μεταβάλλει μόνο παρέμβαση της Ρωσίας. Η Μόσχα όμως έχει αναγνωρίσει την ανατροπή της ισορροπίας δυνάμεων, έχει αναδιπλωθεί και επιχειρεί να αναβαθμιστεί σε εγγυητή της επόμενης ημέρας, με οποιοδήποτε καθεστώς. Η Μόσχα, μάλιστα, προ ημερών ανακοίνωσε, δια στόματος του υπουργού Εξωτερικών, Σεργκέι Λαβρόφ, ότι υπάρχει κοινό έδαφος μεταξύ Τουρκίας και Αιγύπτου, ενώ χθες ο αντιπρόεδρος επανέλαβε την πρόθεση της Μόσχας να πουλήσει τη δεύτερη συστοιχία S-400 στην Άγκυρα, επιδεικνύοντας ότι οι διαβουλεύσεις είναι παραγωγικές και προσφέροντας κάποιου είδους νομιμοποίηση στις κινήσεις της Άγκυρας.
Η κατάσταση στο έδαφος
Οι δυνάμεις του Σάρατζ (GNA) συνεχίζουν να επελαύνουν προσεγγίζοντας σημεία στρατηγικής σημασίας πέριξ της Σύρτης, έχοντας λάβει σημαντικές ενισχύσει από την Τουρκία. Οι προσπάθειες ανάσχεσης από τη Ρωσία, μέσω βομβαρδισμών, έχουν περιοριστεί.
Το Κάιρο απειλεί με εισβολή σε περίπτωση που καταληφθεί η Σύρτη, με τη Γαλλία να εκφράζει στήριξη στις “ανησυχίες της Αιγύπτου”. Η ΕΕ, όμως, παραμένει διχασμένη, καθώς η Ιταλία συνομιλεί με την Άγκυρα, η Γερμανία έχει περιοριστεί σε ρόλο παρατηρητή και η Κομισιόν φαίνεται ανέτοιμη να διαχειριστεί συνεκτικά την εξωτερική πολιτική.
Η κατάσταση όμως φαίνεται ότι βρίσκεται σε οριακό επίπεδο, καθώς ο πρόεδρος του λιβυκού Κοινοβουλίου, Ακίλα Σάλεχ, ο οποίος θεωρείται επικεφαλής του πολιτικού σκέλους του GLA και εδρεύει στο Τομπρούκ της Ανατολικής Λιβύης, με συνέντευξή του στο αιγυπτιακό πρακτορείο ΜΕΝΑ, καλεί τον Αιγύπτιο πρόεδρο Σίσι να κάνει πράξη την απειλή του.
«Ο λιβυκός λαός επισήμως ζητεί από την Αίγυπτο να επέμβει με στρατιωτικές δυνάμεις αν το απαιτήσουν οι αναγκαιότητες για τη διατήρηση της ασφάλειας των δύο γειτονικών χωρών»,
δήλωσε ο Σάλεχ.
Η δήλωση του προέδρου του Λιβυκού Κοινοβουλίου, δεν αποτελεί κάλεσμα για άμεση δράση, αλλά μήνυμα ότι η Αίγυπτος οικοδομεί την απαραίτητη νομιμοποίηση για να είναι σε θέση να επέμβει. Σε αυτό το πλαίσιο, η “κατανόηση της Γαλλίας” αποτελεί τη βάση της διπλωματικής προσπάθειας της Αιγύπτου.
Ωστόσο, με δεδομένη την ισχυρή παρουσία Αδελφών Μουσουλμάνων στους μηχανισμούς της αιγυπτιακής κυβέρνησης, ο Σίσι γνωρίζει ότι ενδεχόμενη επέμβαση στην Αίγυπτο θα μπορούσε να έχει επιπτώσεις στο εσωτερικό.
Συνεπώς, το Κάιρο είναι αναγκασμένο να ζητήσει το πράσινο φως ή ακόμα και παρέμβαση πολυεθνικής δύναμης από τον Αφρικανικό Σύνδεσμο. Εκεί η εξίσωση είναι αρκετά πιο σύνθετη, καθώς τα συμφέροντα διαφοροποιούνται, ενώ η αύξηση της επιρροής της Κίνας σε πολλές χώρες, οι προσπάθειες της Άγκυρας να αποκτήσει ερείσματα σε άλλες και η κατώτερη των προσδοκιών κινητοποίηση της ευρωπαϊκής διπλωματίας σε περιοχές εκτός του Σάχελ, δεν επιτρέπουν αισιοδοξία.