Ανατροπές στο διεθνές γεωπολιτικό, αλλά και στο εγχώριο πολιτικό σκηνικό σε Ελλάδα και Τουρκία θα μπορούσε να προκαλέσει η συμφωνία οριοθέτησης θαλάσσιων ζωνών με την Αίγυπτο ή ακόμα και το ναυάγιο των διαπραγματεύσεων, τις οποίες επιχειρεί να επανεκκινήσει με ένταση η Αθήνα, υπό την πίεση της τουρκικής κινητικότητας και της αβεβαιότητας σχετικά με τις θέσεις που τελικά θα υιοθετήσει ο διεθνής παράγοντας στην περιοχή.
Ο Νίκος Δένδιας, τώρα, καλείται να αξιολογήσει την ειλικρίνεια των προθέσεων της Αιγύπτου, την ισχύ της πολιτικής βούλησης του προέδρου Σίσι και τις εσωτερικές πολιτικές δυναμικές στην Αίγυπτο. Παράλληλα, ο Κυριάκος Μητσοτάκης και το επιτελείο του προ-αποτιμούν το ενδεχόμενο πολιτικό κόστος των σεναρίων επίτευξης και μη συμφωνίας με την Αίγυπτο. Μείζον ζήτημα για την Ελλάδα, πλέον, είναι ο χρόνος, καθώς οι διεθνείς και περιφερειακές εξελίξεις τρέχουν και η Τουρκία επωφελείται από την τροχιά που έχουν προσλάβει αυτές.
Η ελληνική πλευρά επέλεξε να κομίσει στις διαπραγματεύσεις λύσεις “out of the box”, η Αίγυπτος όμως δεν είχε επεξεργαστεί ακόμα τα αποτελέσματα του 11ου γύρου διαπραγματεύσεων, ενώ φαίνεται έτοιμη να συζητήσει με την Τουρκία, εκ νέου. Η Τουρκία, δεν μπορεί να αγνοηθεί, δεν είναι δυνατόν να παρακαμφθεί αλλά μπορεί να χαλιναγωγηθεί. Ο Ερντογάν, με την οικονομία του να παραπαίει παραμένει ισχυρός, ελέγχει τα media, εκβιάζει τους Ευρωπαίους και έχει ο αυτί του Τραμπ, ενώ συνεργάζεται ανοιχτά με τη Ρωσία. Οι συνθήκες αυτές δεν μπορούν να παραγνωρίζονται, ούτε να υποτιμούνται. Τα γεγονότα όμως πρέπει να αξιολογούνται και να αναλύονται σε ρεαλιστικές διαστάσεις, έτσι ώστε να αποφεύγονται ατοπήματα και άκαιροι πανηγυρισμοί.
Οι ανακοινώσεις των υπουργείων
Ο κ. Δένδιας δήλωσε χθες, κατά την αποχώρησή του από την Αίγυπτο, ότι συζήτησε με τον ομόλογό του «για τα περιφερειακά θέματα, για τις εξελίξεις στην Ανατολική Μεσόγειο, για το Λιβυκό, για την τουρκική προκλητικότητα. Τέλος, ξαναπιάσαμε σήμερα το νήμα της διαπραγμάτευσης για τη συμφωνία των οικονομικών ζωνών μεταξύ Ελλάδας και Αιγύπτου». Πού έχει μείνει το «νήμα» της διαπραγμάτευσης είναι κάτι για το οποίο οι δύο πλευρές διατηρούν αρκετά διαφορετικές προσεγγίσεις. Υπενθυμίζεται ότι η Αίγυπτος δεν επιθυμεί συζήτηση με βάση το Καστελόριζο, προτιμώντας να προηγηθεί ελληνοτουρκική συμφωνία γι’ αυτό.
«Στο περιθώριο των συζητήσεων μεταξύ των δύο υπουργών σήμερα, πραγματοποιήθηκε ο δωδέκατος γύρος τεχνικών διαπραγματεύσεων μεταξύ των δύο χωρών σχετικά με το ζήτημα της οριοθέτησης των θαλάσσιων συνόρων μεταξύ Αιγύπτου και Ελλάδας, όπου συνεχίστηκαν οι εργασίες μεταξύ των δύο πλευρών για την επίτευξη σχετικής συμφωνίας.
Για την επίτευξη των συμφερόντων των δύο φιλικών χωρών».
Και στις ανακοινώσεις του Αιγυπτιακού ΥΠΕΞ απουσίαζε η οποιαδήποτε αναφορά στην Τουρκία.
Οι επόμενες εβδομάδες θα πρέπει να θεωρούνται αποφασιστικής σημασίας καθώς θα διαπιστωθεί ίσως και με νέες συναντήσεις εάν υπάρχει πρόθεση από το Κάιρο για συμβιβαστική λύση.
Η αποτίμηση
Όπως προκύπτει από τις ανακοινώσεις των δύο υπουργείων, παρά τις ιδιαίτερα θετικές προθέσεις της Αθήνας, το Κάιρο, βρίσκεται σε πολύ διαφορετική διάθεση, κινείται αργά, θέτει προαπαιτούμενα, τα οποία δύσκολα θα μπορέσει να υλοποιήσει η Ελλάδα σε τόσο μικρό χρονικό διάστημα και μεσούσης της κρίσης. Βέβαια, υπάρχει πάντα το ενδεχόμενο η δημόσια εικόνα να μην αντανακλά την κατάσταση που διαμορφώνεται στο εσωτερικό, έτσι ώστε να περιοριστούν οι παρεμβολές τρίτων. Δεδομένης της διείσδυσης των Αδελφών Μουσουλμάνων -που σχετίζονται άμεσα με τον Ταγίπ Ερντογάν- στη δημόσια διοίκηση της Αιγύπτου, όμως, η παραπλάνησή τους από τη δημόσια διπλωματία θεωρείται μάλλον απίθανη.
Είναι σαφές, ότι η Αθήνα έχει αποδεχθεί τη λογική της τμηματικής συμφωνίας για τις θαλάσσιες ζώνες, ωστόσο υπάρχει το ζήτημα της επήρειας του Καστελόριζου, το οποίο με βάση τη συμφωνία Ελλάδας-Ιταλίας και τις επιπτώσεις στο Οθωνούς, χάνει σε έκταση υφαλοκρηπίδας και ΑΟΖ.
Μέχρι στιγμής, η Ελλάδα έχει καταφέρει να κατοχυρώσει τις θέσεις της, καθώς η διεθνής κοινότητα φαίνεται να επιλέγει την ανάγνωση του διεθνούς δικαίου που ευνοεί την Αθήνα, ήτοι ότι τα νησιά έχουν υφαλοκρηπίδα και ΑΟΖ. Η γενική αρχή αποτελεί βάση όχι αποτέλεσμα των διαπραγματεύσεων, καθώς όπως φάνηκε και στην περίπτωση της οριοθέτησης θαλασσίων ζωνών με την Ιταλία, το ζήτημα δεν είναι αν έχουν δικαιώματα τα νησιά, αλλά η έκτασή τους. Η Αθήνα, μάλιστα, επιλέγει να αναγάγει τη συμφωνία με τη Ρώμη σε “οδηγό”, στέλνοντας μήνυμα στην Άγκυρα ότι είναι διατεθειμένη να συζητήσει για την επήρεια του Καστελόριζου.
Η συμφωνία με την Ιταλία όμως, διακρίνει μεταξύ μεγάλων και μικρών νησιών, κατοικήσιμων και μη και επιτρέπει διαφορετική επήρεια ανά περίπτωση. Με βάση αυτή τη συμφωνία το Καστελόριζο χάνει ΑΟΖ και η δίοδος Τουρκίας-Λιβύης αποκτά υπόσταση.
Το μήνυμα αυτό, αποδυναμώνει, περαιτέρω, το μέτωπο με την Κύπρο, καθώς η Λευκωσία ζητά από την Αθήνα, παγίως, ανακήρυξη ΑΟΖ με πλήρη επήρεια του Καστελόριζου, κάτι που στο πλαίσιο της οριοθέτησης ΑΟΖ Κύπρου-Αιγύπτου δέχεται και το Κάϊρο. Για να ξεπεράσει τον σκόπελο αυτό η Ελλάδα πρέπει να ανακηρύξει -έστω και τμηματικά- ΑΟΖ με την Αίγυπτο και εν συνεχεία με την Κύπρο, η οποία με τη σειρά της θα ανακηρύξει με το Ισραήλ, στο πλαίσιο της χάραξης της διαδρομής του East Med.
Όπερ σημαίνει ότι η συμφωνία Ελλάδας-Ιταλίας υπονομεύει την προοπτική τριεθνούς συμφωνίας για ΑΟΖ με Κύπρο και Αίγυπτο και επενδύει στη διμερή με Αίγυπτο, διμερή Ισραήλ-Κύπρου και αποδέχεται, εκ των πραγμάτων τη “σφήνα” Τουρκίας-Λιβύης.
Για να προχωρήσει μια τέτοια λύση, σήμερα, η Αίγυπτος χρειάζεται το πράσινο φως από τις ΗΠΑ, ενώ Ελλάδα και Κύπρος την κάλυψη της ΕΕ.
Οι συνθήκες, τώρα δεν είναι ώριμες, Αθήνα και Λευκωσία βρίσκονται σε απόσταση και ο Ταγίπ Ερντογάν πολύ κοντά στον Ντόναλντ Τραμπ.
Ο χρόνος και η απειλή
Με τον Ταγίπ Ερντογάν να έχει δώσει περιθώριο μέχρι τον Σεπτέμβριο, καθώς τότε θα ξεκινήσουν οι έρευνες σε οικόπεδα του τουρκο-λιβυκού Μνημονίου, η Αθήνα καλείται να κινηθεί σε πολλαπλά μέτωπα, έτσι ώστε από τη μια να απενεργοποιήσει την “ωρολογιακή βόμβα” που επιχειρεί θέσει η Τουρκία και από την άλλη να βρει τρόπο να οδηγήσει την Αίγυπτο σε συμφωνία. Ο παράγοντες που επιδρούν σε αυτούς τους σχεδιασμούς είναι πολλοί και συχνά ανταγωνιστικοί.
Η Ελλάδα, για την ώρα, βρίσκεται σε μειονεκτική θέση, καθώς άπαντες γνωρίζουν ότι πιέζεται χρονικά, η συμφωνία με την Ιταλία είναι λιγότερο από ιδανική, οι σχέσεις με τις ΗΠΑ ασαφείς, η ΕΕ νωχελική και η Τουρκία έχει προβάδισμα κινήσεων, έχοντας υπογράψει το Μνημόνιο με τη Λιβύη.
Αντιλαμβανόμενη το ασφυκτικό χρονικά και συνάμα ραγδαία μεταλλασσόμενο πλαίσιο άσκησης εξωτερικής πολιτικής που διαμορφώνεται στην Ανατολική Μεσόγειο, από τη σπασμωδική δράση παραγόντων, για τους οποίους η περιοχή αποτελεί παρεπόμενο και όχι κύριο πεδίο δραστηριοποίησης, η Αθήνα επιχειρεί να εντάξει την εδραίωση του αμερικανικής έμπνευσης γεωοικονομικού status quo, υπό το μανδύα της ευρωπαίκής πολιτικής για τη σταθεροποίηση και εταιρική σχέση με την Αφρική. Η προσπάθεια αυτή, όμως γεννά περισσότερους κινδύνους και ρίσκα, η συνεκτική διαχείριση των οποίων είναι πρόκληση ή απλά αδύνατη.
Η εσωτερική δυναμική σε Αίγυπτο και Ελλάδα
Πρόκειται για ένα ιδιαίτερα σύνθετο παζλ, καθώς οι δυνάμεις που δρουν σε κάθε χώρα, υπέρ ή κατά μιας πολιτικής είναι πολλές και οι διεθνείς απολήξεις τους επικίνδυνες.
Όσον αφορά στην Αίγυπτο, η κυβέρνηση Σίσι, σε πολιτικό, επίπεδο, έχει ταχθεί από παρελθόν υπέρ της τμηματικής/σταδιακής ανακήρυξης ΑΟΖ με την Ελλάδα, προβάλλοντας μαξιμαλιστικές -αλλά όχι ανυπέρβλητες- απαιτήσεις. Το μείζον πρόβλημα όμως είναι ότι μεγάλο μέρος της δημόσιας διοίκησης ελέγχεται από τους Αδελφούς Μουσουλμάνους, οι οποίοι αποτελούν συνδετικό κρίκο με τη Χαμάς, την Τουρκία και το Ιράν.
Στην Ελλάδα, οι επαφές με τη Χαμάς είχαν ξεκινήσει μέσω διαφόρων διαύλων, από το Ιράν, την Ιορδανία, τη Σαουδική Αραβία και το παλαιστινιακό επιχειρηματικό λόμπι. Οι θέσεις που έλαβε η κυβέρνηση της Νέας Δημοκρατίας, σε κρίσιμα ζητήματα, εξαιρώντας τους Παλαιστίνιους από πτυχές των διαπραγματεύσεων για τον East Med, αλλά και σε άλλα, έχουν υπονομεύσει τις σχέσεις με την PLO και τη Χαμάς, επιτρέποντας έτσι στον Ταγίπ Ερντογάν να παρεμβάλλεται στα σχέδια.
Στην Αθήνα, ο Αλέξης Τσίπρας έχει δείξει διάθεση αποδοχής και στήριξης του δόγματος Εξωτερικής πολιτικής που προωθεί η κυβέρνηση της Νέας Δημοκρατίας, αν και αυτό κινείται στο κατώτερο εύρος των προσδοκιών που διαμορφώνει η διπλωματική προεργασία που έχει επιτευχθεί. Η στάση της αξιωματικής αντιπολίτευσης δίνει ευχέρεια κινήσεων, όχι όμως διαπραγματευτικό σθένος στην κυβέρνηση, που συνεπάγεται ότι η δυνατότητα επιβολής όρων στην Τουρκία, είναι καθαρά ζήτημα διεθνών ισορροπιών.
Σε κάθε περίπτωση, το ενδεχόμενο προσφυγής στις κάλπες, για την νομιμοποίηση προσφυγής στη Χάγη, όπου φαίνεται ότι οδηγούνται τα πράγματα, δεν μπορεί να αποκλειστεί. Αυτό που εξετάζεται πολιτικά και διπλωματικά είναι ο χρόνος που θα μπορούσε να συμβεί κάτι τέτοιο. Επίσης, είναι δύσκολο να προβλεφθεί ο αντίκτυπος των εξελίξεων στο εσωκομματικό σκηνικό, κυρίως της Νέας Δημοκρατίας και δευτερευόντως του ΣΥΡΙΖΑ.