Η πιστοποίηση, μέσω της αξιολόγησης των βασικών υποδομών του τουρισμού (Ξενοδοχεία, Ενοικιαζόμενα Επιπλωμένα Δωμάτια και Διαμερίσματα, Campings, Boutique Hotels ) και της συνακόλουθης κατάταξής τους σε Αστέρια και Κλειδιά κατά περίπτωση, έχει συμβάλλει ουσιαστικά τα τελευταία χρόνια στην αναβάθμιση της Ποιότητας αφ’ ενός των παρεχόμενων υπηρεσιών και αφ’ ετέρου της εικόνας των τουριστικών επιχειρήσεων.
του Τάκη Θεοφανόπουλου,
CEO της Eurocert
Η πανδημία του COVID-19 , άλλαξε δραματικά το τοπίο της ελληνικής τουριστικής αγοράς για το φετινό καλοκαίρι. Απαιτούνται προσαρμογές στη λειτουργία των καταλυμάτων, ώστε να κερδίσουν, την εμπιστοσύνη των επισκεπτών ότι έχουν ληφθεί τα απαραίτητα μέτρα. Και αυτό πρέπει να υλοποιηθεί σε έναν μεγάλο κλάδο, όπως είναι ο τουρισμός, ο οποίος πέραν της καθολικής σχεδόν γεωγραφικής διασποράς, στην χώρα μας, εισφέρει κατά 26% στην απασχόληση και 21% στο ΑΕΠ.
Σύμμαχος στην προσπάθεια, η επιτυχής διαχείριση από την χώρα μας της πρώτης φάσης της πανδημίας και η διεθνής αναγνώριση του γεγονότος αυτού.
Το προηγούμενο διάστημα υπήρξε συντονισμένη προσπάθεια της Πολιτείας και των επιχειρήσεων του κλάδου του Τουρισμού για την εκπόνηση έγκυρων και αναλυτικών Πρωτοκόλλων λειτουργίας των καταλυμάτων, τα οποία βασίζονται στην επιστημονική γνώση και εμπειρία των Διεθνών και Εθνικών Οργανισμών Υγείας και είναι εναρμονισμένα με τις Γενικές Οδηγίες της ΕΕ.
Τα έγκυρα και αποδεκτά αυτά Πρωτόκολλα θα πρέπει να εφαρμοστούν απολύτως από τις επιχειρήσεις του κλάδου.
Στην δύσκολη προσπάθεια επανεκκίνησης του Τουρισμού, το κομβικό σημείο της επιτυχίας είναι να κερδηθεί και να εμπεδωθεί στους επισκέπτες το αίσθημα εμπιστοσύνης, ότι έχουν ληφθεί και εφαρμόζονται τα αναγκαία μέτρα για την ελαχιστοποίηση των ρίσκων έναντι του COVID-19.
Είναι όμως σημαντικό, η προσπάθεια για να υπάρξει η εμπιστοσύνη των επισκεπτών προς τις επιχειρήσεις και να δημιουργηθεί αίσθημα ασφάλειας κατά την παραμονή, να βασίζεται στην Πιστοποίηση της ορθής και συνεχούς εφαρμογής των Πρωτοκόλλων στα καταλύματα.
H Πιστοποίηση είναι η διαδικασία μέσω της οποίας, ένας τρίτος και ανεξάρτητος, από την επιχείρηση και τον επισκέπτη φορέας, αξιολογεί και εν τέλει πιστοποιεί την εφαρμογή των μέτρων αυτών.
Επομένως οι επιχειρήσεις, αφού λάβουν όλα τα απαραίτητα μέτρα και εκπαιδεύσουν κατάλληλα το προσωπικό τους, μπορούν να απευθυνθούν σε έναν αναγνωρισμένο Οργανισμό Πιστοποίησης, προκειμένου αυτός με συγκεκριμένες αξιόπιστες διαδικασίες και εξειδικευμένους επιθεωρητές, να πιστοποιήσει ότι τα Πρωτόκολλα κατά του COVID 19, εφαρμόζονται πιστά.
Με τον τρόπο αυτό, επικοινωνούν προς τους επισκέπτες τους , μέσω των Πιστοποιητικών, ότι έχουν λάβει και τηρούν τα εγκεκριμένα επίσημα μέτρα. Και αυτό όχι μόνον κατά δήλωσή τους, αλλά με την «σφραγίδα» ενός ανεξάρτητου Φορέα.
Από την πλευρά τους οι επισκέπτες θα μπορούν να αναζητούν στα πιστοποιητικά αυτά, επιπλέον εχέγγυα αξιοπιστίας για την ασφαλή διαμονή τους στο συγκεκριμένο κατάλυμα, καθ΄ όσον πέραν της επιχείρησης υπάρχει ένα «τρίτο» αξιόπιστο μάτι, το οποίο επιτηρεί την εφαρμογή των μέτρων.
Στο πλαίσιο αυτό, επιχειρήσεις και επισκέπτες πρέπει να είναι ιδιαίτερα προσεκτικοί απέναντι σε προσφορές και επικοινωνιακές πρακτικές κάποιων, οι οποίοι στον απόηχο της δυσμενούς συγκυρίας και της αγωνίας του κλάδου, σπεύδουν να προσφέρουν λύσεις πιστοποίησης, κατά δήλωση έγκυρες, καλώντας τις επιχειρήσεις να πιστοποιηθούν, με το δέλεαρ του ισχυρισμού, ότι αυτές οι λύσεις διασφαλίζουν, θωρακίζουν ή είναι ασπίδα προστασίας έναντι του COVID-19.
Επειδή όλοι γνωρίζουν, ότι η διασφάλιση και η θωράκιση έναντι του COVID-19, δεν έχουν καταστεί ακόμα εφικτές από την επιστήμη, αλλά υπάρχουν μόνον μέτρα για τον περιορισμό της εξάπλωσής του, η χρησιμοποίηση παρόμοιων εκφράσεων ή λογοτύπων είναι παραπλανητική για τους επισκέπτες και επικίνδυνη για τις επιχειρήσεις.
Στην Πιστοποίηση ότι δηλώνεται πρέπει να ισχύει.
Και αυτό γιατί στην ατυχή περίπτωση εμφάνισης κρούσματος, οπότε η κατά δήλωση διασφάλιση έναντι του COVID-19 θα έχει αποδειχθεί ανεπαρκής και η θωράκιση διάτρητη, ο κίνδυνος της δυσφήμισης και των πιθανών αγωγών θα είναι ορατός.
Και ενδεχομένως η δυσφήμιση δεν θα αφορά μόνον την επιχείρηση, αλλά ίσως και τον προορισμό ή και την χώρα συνολικά.